Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 20/05

ΑΕΔ 20/2005


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 20/2005

 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

 

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Σακελλαρίου, Αθανάσιο Ράντος, (αναπληρωματικό μέλος κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Σκλίας), Συμβούλους της Επικρατείας, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Αρεοπαγίτη, Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλους της Επικρατείας, Ιωάννη Βερέτσο-Εισηγητή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κιτρίδη, Αρεοπαγίτες, Κωνσταντίνο Καλαβρός, Καθηγητή Νομική Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, αναπληρωματικό μέλος, (κωλυομένου του τακτικού Νικολάου Σκανδάμη), Αναστασία Γραμματικάκη - Αλεξίου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μέλη, και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζής, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2005, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ΤΕΚΑΛ Ανώνυμη Τεχνική και Εμπορική Εταιρία, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της και Διευθύνοντα Σύμβουλό της Π. Ψ., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Σωτηρίου Μπρεγιάννου, (Αριθμός Μητρώου 8917 Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), δυνάμει του υπ' αριθμόν 5334/2005 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Φ..

 

ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λακωνίας, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ΑΤΕΝ ΑΤΕ που εδρεύει στο Χαλάνδρι και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και 3) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΚΙRΟΣ ΑΕ που εδρεύει στον Άλιμο και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. Η αιτούσα με την από 06-07-2005 αίτηση της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 5/07-07-2005, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

 

Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Ιωάννη Βερέτσου, Αρεοπαγίτη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιου δικηγόρο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά νόμο

 

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, ζητείται η άρση της αμφισβητήσεως που ανέκυψε, κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, από την υπ' αριθμό 1633/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την υπ' αριθμό 46/2005 πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδόθηκε επί αιτήσεως της ήδη αιτούσας περί ανακλήσεως της υπ' αριθμό 105/2005 πράξεως του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την άνω πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι σύμφωνη και η γνώμη της πλειοψηφίας που διατυπώθηκε σε σχετικό ζήτημα στα πρακτικά της υπ' αριθμού 3/23-02-2005 Γενικής Συνεδριάσεως της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

2. Επειδή, για τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως έγιναν εμπροθέσμως οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 50 του Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου δημοσιεύσεις σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες της πρωτεύουσας και κοινοποιήσεις προς τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του άνω άρθρου πρόσωπα, όπως τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας.

 

3. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 98 του Συντάγματος ορίζεται ότι:

 

{1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως:

 

α) Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό.

 

β) Ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει.

 

γ) Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α' έλεγχο.

 

δ) Η γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που ορίζει ο νόμος.

 

ε) Η σύνταξη και η υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή για τον απολογισμό και ισολογισμό του Κράτους κατά το άρθρο 79 παράγραφος 7.

 

στ) Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ'.

 

ζ) Η εκδίκαση υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

 

2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει. Στις περιπτώσεις των στοιχείων α' έως δ' της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.

 

3. Οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για υποθέσεις της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.}

 

Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 98 του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου διακρίνονται σε διοικητικές (ελεγκτικές και νομοπαρασκευαστικές) και σε δικαστικές. Στις δικαστικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται οι περιπτώσεις των εδαφίων στ' και ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, που έχουν το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, ενώ στις διοικητικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ελεγκτικές και νομοπαρασκευαστικές) υπάγονται οι υπόλοιπες περιπτώσεις των εδαφίων α', β', γ', δ', και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος. Έτσι, το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί, κατά το Σύνταγμα, δικαιοδοτική λειτουργία και εκδίδει δικαστικές αποφάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις των εδαφίων στ' και ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, οι οποίες, κατά το Σύνταγμα, απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση και είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες (άρθρο 93 παράγραφοι 2 και 3) και οι οποίες, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 98 παράγραφος 3 του Συντάγματος, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις των εδαφίων α', β', γ', δ' και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, με το Δημόσιο, δεν ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία αλλά διοικητικές αρμοδιότητες (ελεγκτικές και νομοπαρασκευαστικές) και δεν εκδίδει δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση και να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες, αλλά πράξεις που λαμβάνονται και απαγγέλλονται σε μη δημόσια συνεδρίαση και που μπορούν να μην είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες (βλέπε άρθρο 98 παράγραφος 2 εδάφιο β του Συντάγματος - Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 15/1979 και 32/2001).

 

4. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παράγραφος 1 περίπτωση ε' του Συντάγματος και 6 περίπτωση ε' και 48 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 345/1976, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αίρει αμφισβήτηση που έχει προκύψει από αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου. Ως αποφάσεις, κατά τις διατάξεις αυτές, νοούνται οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας που ανατέθηκε από το Σύνταγμα στα ως άνω δικαστήρια και που απαγγέλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος, σε δημόσια συνεδρίαση. Έτσι, δεν αποτελούν δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι πράξεις των Κλιμακίων και των Τμημάτων και τα πρακτικά συνεδριάσεως της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ελεγκτικών και νομοπαρασκευαστικών), αφού, ακόμη και όταν περιέχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν απαγγέλλονται (δημοσιεύονται) σε δημόσια συνεδρίαση (παράβαλε Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 6/1984, 2/1989 και 12/1993).

 

5. Επειδή, περαιτέρω με το άρθρο 15 του νόμου 2145/1993 προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 19 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 774/1980 περί κωδικοποιήσεως ... των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων, η οποία, μετά την αντικατάσταση των πρώτων τεσσάρων εδαφίων της με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του νόμου 2741/1999 και την τροποποίησή της με το άρθρο 2 του νόμου 3060/2002 και το άρθρο 9 παράγραφος 3 του νόμου 3090/2002, ορίζει ότι για τις προμήθειες αγαθών του άρθρου 1 του νόμου 2286/1995, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 500.000.000 δραχμών ή 1.500.000 ευρώ, καθώς και για την εκτέλεση έργων από το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών ή 2.900.000 ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας της οικείας συμβάσεως, πριν από τη σύναψή της, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν το προϋπολογιζόμενο οικονομικό αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των 500.000.000 δραχμών ή 1.500.000 ευρώ. Εάν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη.

 

Για το σκοπό του ελέγχου υποβάλλεται στο Κλιμάκιο από τον αρμόδιο Υπουργό ή φορέα ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, ιδίως δε αυτά των οποίων η έλλειψη επιφέρει, κατά την κείμενη νομοθεσία, τον αποκλεισμό της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό επιχείρησης. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ολοκληρώνεται μέσα σε 30 ημέρες από τη διαβίβαση σε αυτό του σχετικού φακέλου. Οι αιτήσεις ανακλήσεως των πράξεων των Κλιμακίων, σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, υποβάλλονται στη γραμματεία του αρμόδιου Τμήματος από αυτόν που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος, μέσα σε 15 ημέρες από την κοινοποίηση της πράξεως του Κλιμακίου στον οικείο φορέα και τον Γενικό Επίτροπο. Τις αιτήσεις ανακλήσεως εξετάζει Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο αποφαίνεται επ' αυτών μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από την κατάθεσή τους. Άλλη αίτηση ανακλήσεως δεν επιτρέπεται.

 

Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 774/1980, όπως έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1633/2002 απόφαση του, θεσπίζεται σύστημα προληπτικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο των μεγάλης οικονομικής αξίας συμβάσεων προμηθειών, δημοσίων έργων και υπηρεσιών που συνάπτουν το Δημόσιο και οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο έλεγχος αυτός δεν αποτελεί άσκηση δικαιοδοτικής εξουσίας, το δε Ελεγκτικό Συνέδριο, στην περίπτωση αυτή, ούτε ενεργεί ως Δικαστήριο, ούτε διεξάγει δίκη, ούτε επιλύει διαφορές υποκαθιστάμενο στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων, η δε εκδιδόμενη απ' αυτό πράξη, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι απόφαση οργάνου που δικαιοδοτεί, δηλαδή δικαστική απόφαση (βλέπε Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 32/2001 και ΑΕΔ 15/1979) και, κατά συνέπεια, δεν υποκαθιστά τον δικαστικό έλεγχο που ασκεί το Συμβούλιο της Επικρατείας επί της νομιμότητας της διοικητικής διαδικασίας που απολήγει στην σύναψη διοικητικών συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών, η φύση δε του προληπτικού αυτού ελέγχου δεν μεταβλήθηκε από το γεγονός ότι, μετά την δια νόμου θέσπισή του, απέκτησε και συνταγματικό έρεισμα με τη διάταξη του άρθρου 98 παράγραφος 1 περίπτωση β' του Συντάγματος. Πράγματι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 98 παράγραφος 1 περίπτωση β' του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε περίπτωση που εκκρεμεί ενώπιόν του αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεως αναθέσεως προμήθειας, δημοσίου έργου ή υπηρεσίας, δεν κωλύεται να ασκήσει την, κατά το άρθρο 95 παράγραφος 1 εδάφιο α' του Συντάγματος, ακυρωτική του αρμοδιότητα, εάν, πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατυπώνοντας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 7 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 774/1980, το πόρισμά του, θεωρήσει ότι η εν λόγω πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου ή πλάνη περί τα πράγματα. Η δίκη διατηρεί, στην περίπτωση αυτή, το αντικείμενό της, η δε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα εκδοθεί επί της προαναφερθείσας αιτήσεως θα έχει δύναμη δεδικασμένου για τα διοικητικής φύσεως ζητήματα που επιλύει. Διαφορετική εκδοχή θα δημιουργούσε έλλειμμα δικαστικής προστασίας και θα αντέβαινε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος, σε αρμονία προς τις οποίες πρέπει να ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 98 παράγραφος 1 περίπτωση β' του Συντάγματος.

 

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ιστορείται ότι στις 06-12-2004 διενεργήθηκε από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λακωνίας ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός για την ανάδειξη αναδόχου εκτελέσεως του έργου 3ο Λύκειο Σπάρτης - 4ο Γυμνάσιο Σπάρτης προϋπολογισμού 2.641.233 ευρώ. Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 4 εργοληπτικές επιχειρήσεις, μεταξύ δε αυτών και η αιτούσα εταιρία. Μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο διαγωνισμό, αναδείχθηκε προσωρινή μειοδότρια η καθ' ης η αίτηση εταιρία ΑΤΕΝ ΑΤΕ. Κατά του σχετικού, από 06-12-2004, πρακτικού της Νομαρχιακής Επιτροπής, η αιτούσα εταιρία υπέβαλε εμπροθέσμως αντιρρήσεις (ένσταση), ως προς τη συμμετοχή των εργοληπτικών επιχειρήσεων ΑΤΕΝ ΑΕ και KIROS ΑΕ, ζητώντας τον αποκλεισμό τους. Η Νομαρχιακή Επιτροπή, με την υπ' αριθμό 391/13-12-2004 απόφασή της, απέρριψε, κατά πλειοψηφία, τις αντιρρήσεις της αιτούσας εταιρίας.

 

Κατά της αποφάσεως της Νομαρχιακής Επιτροπής η αιτούσα εταιρία άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 68 του προεδρικού διατάγματος 30/1996 (άρθρο 18 του νόμου 2218/1994) της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως της Νομαρχιακής Επιτροπής άσκησε επίσης προσφυγή ενώπιον της ιδίας ως άνω Επιτροπής και η εταιρία KIROS AE. Η Επιτροπή του άρθρου 68 του προεδρικού διατάγματος 30/1996, το μεν, με την υπ' αριθμό 115/2005 απόφασή της, δέχθηκε την προσφυγή της αιτούσας εταιρίας και ακύρωσε μερικώς την υπ' αριθμό 391/2004 απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής, το δε, με την υπ' αριθμό 116/2005 απόφασή της, απέρριψε την προσφυγή της εταιρίας KIROS AE. Οι αποφάσεις αυτές της Επιτροπής του άρθρου 68 του προεδρικού διατάγματος 30/1996 δεν προσεβλήθησαν με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η Νομαρχιακή Επιτροπή, συμμορφούμενη προς αυτές, με την υπ' αριθμό 40/28-03-2005 απόφασή της, ακύρωσε μερικώς την υπ' αριθμό 391/2005 απόφασή της και κατακύρωσε τον διαγωνισμό στην αιτούσα εταιρία.

 

Όμως, κατά τον προέλεγχο της σχετικής συμβάσεως από το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την υπ' αριθμό 105/2005 πράξη του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έγινε δεκτό ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της σχετικής συμβάσεως, το μεν διότι ο διαγωνισμός διενεργήθηκε από την Νομαρχιακή Επιτροπή, χωρίς να συγκροτηθεί Επιτροπή Διαγωνισμού, το δε διότι μη νομίμως αποκλείσθηκε από τον διαγωνισμό η εταιρία ΑΤΕΝ ΑΤΕ. Κατόπιν τούτων, η 2η Νομαρχιακή Επιτροπή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λακωνίας, με την υπ' αριθμό 82/23-05-2005 απόφασή της, ακύρωσε την διαδικασία του διαγωνισμού, με την αιτιολογία ότι μετά την ανωτέρω πράξη του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να προχωρήσει στη σύναψη της οικείας συμβάσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής, η αιτούσα άσκησε εμπροθέσμως την από 01-06-2005 προσφυγή του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 2522/1997, η οποία κοινοποιήθηκε στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λακωνίας στις 03-06-2005, όμως ο Νομάρχης Λακωνίας δεν αποφάνθηκε επ' αυτής εντός της προς τούτο τασσομένης προθεσμίας, τεκμαιρόμενης ούτω σιωπηρής απορρίψεως αυτής.

 

Κατόπιν τούτου, η αιτούσα, με την από 25-05-2005 αίτησή της ενώπιον του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζήτησε την ανάκληση της υπ' αριθμού 105/2005 πράξεως του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, παραλλήλως, άσκησε ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 14-06-2005 και με αριθμό καταθέσεως 719/15-06-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 2522/1997. Επί της αιτήσεως της αιτούσας για ανάκληση της υπ' αριθμού 105/2005 πράξεως του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδόθηκε η υπ' αριθμό 46/2005 πράξη του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απέρριψε την αίτηση ανακλήσεως, δεχόμενη ότι η υπ' αριθμό 105/2005 πράξη του Ε' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας δεν δεσμεύεται από το τεκμήριο της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων ή από την κρίση διοικητικών οργάνων που επιλήφθηκαν των σχετικών θεμάτων στα πλαίσια διοικητικών προσφυγών, αναφέροντας μεταξύ άλλων, σε αντίθεση προς αυτά που έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1633/2002 απόφασή του, ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της συμβάσεως μεγάλης οικονομικής αξίας, ασκεί δικαιοδοτική εξουσία και τέμνει δημοσιολογιστική διαφορά και εκφέρει αναγνωριστική κρίση νομιμότητας ή αναγνωριστική κρίση ακυρότητας που είναι δικαστική κρίση με ειδικής μορφής δικαστική απόφαση που ερείδεται στο άρθρο 98 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος. Με βάση αυτά και την επίκληση αμφισβητήσεως που προέκυψε μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, η αιτούσα εταιρία ζητεί την άρση της αμφισβητήσεως υπέρ της απόψεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, προεχόντως διότι η πιο πάνω πράξη, με αριθμό 46/2005, του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν είναι δικαστική απόφαση, εκδοθείσης μετά διεξαγωγή δίκης από δικαιοδοτούν όργανο, ώστε να θεμελιώνεται περίπτωση δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περί άρσεως της αμφισβητήσεως με την αντίθετη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

7. Επειδή τα κατά το άρθρο 22 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 345/1976, έξοδα της αυτεπαγγέλτως από το Ειδικό Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας που έχουν προκαταβληθεί και ανέρχονται, για τις σχετικές δημοσιεύσεις που προβλέπονται από το άρθρο 50 του αυτού Κώδικα, κατά τη σχετική εκκαθάριση, σε 74,26 ευρώ για τη δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΥΓΗ και σε 54,98 ευρώ για τη δημοσίευση στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ήτοι συνολικά σε 129,24 ευρώ, πρέπει να επιβληθούν στην αιτούσα που ηττάται, ενώ δεν πρέπει να επιβληθεί στην αιτούσα εταιρεία δικαστική δαπάνη, κατά το άρθρο 22 παράγραφος 3 του ίδιου Κώδικα, εφ' όσον τα καθ' ων η κρινόμενη αίτηση νομικά πρόσωπα δεν παραστάθηκαν.

 

Δια ταύτα

 

- Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

 

- Επιβάλλει στην αιτούσα τα έξοδα που ανέρχονται στο ποσόν των 129,24 €, σύμφωνα με το σκεπτικό. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16-11-2005.

 

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας

 

Γεώργιος Παναγιωτόπουλος Μιχαήλ Καλαντζής

 

Και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 13-12-2005.

 

Ο Πρόεδρος

Ρωμύλος Κεδίκογλου

 

Ο Γραμματέας

Μιχαήλ Καλαντζής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.