Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 8/04

ΑΕΔ 8/2004


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 8/2004

 

Άρση αμφισβητήσεως που δημιουργήθηκε από τις αντίθετες αποφάσεις 1434/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1272/2003 του Αρείου Πάγου καθ' όσον αφορά την έννοια τυπικού νόμου ήτοι των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972.

 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

 

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Χρίστο Γεραρής, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ως Πρόεδρο, Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Ροντογιάννη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων), Νικόλαο Σκλίας, Δημήτριο Μπριόλα, α' αναπληρωματικό μέλος (κωλυομένου του τακτικού Αθανασίας Τσαμπάση), Σύμβουλοι της Επικρατείας, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Αρεοπαγίτη, Μαρία Καραμανώφ, Ιωάννη Μαντζουράνη, Σύμβουλοι της Επικρατείας, Ρωμύλο Κεδίκογλου - Εισηγητή, Ιωάννη Βερέτσο, Γεώργιο Βούλγαρη, Αρεοπαγίτες, Κωνσταντίνο Καλαβρός, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης, (κωλυομένου του τακτικού Νικόλαου Σκανδάμη), Αναστασία Γραμματικάκη - Αλεξίου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μέλη και το Γραμματέα Μιχαήλ Καλαντζής, Προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Απριλίου 2004, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

 

ΑΙΤΟΥΣΑ: Ανώνυμος Εταιρείας με την επωνυμία ΕΡΤΕΚΑ ΑΕ, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Σπυρίδωνα Νικολάου (Αριθμός Μητρώου ΔΣΑ 13500).

 

ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ρόδου (ΔΕΥΑΡ), που εδρεύει στην Ρόδο, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων α) Χαράλαμπο Χρυσανθάκη (Αριθμός Μητρώου ΔΣΑ 11855) και β) Βασίλειο Παπαγεωργίου (Αριθμός Μητρώου ΔΣΑ 11487).

 

ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Σωματείου με την επωνυμία Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ανωνύμων Τεχνικών Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σταμάτιου Σταμόπουλου (Αριθμός Μητρώου ΔΣΑ 13272).

 

Η αιτούσα με την από 22-10-2003 αίτησή της, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 10/23-10-2003, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

 

Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Ρωμύλου Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τις προτάσεις τους.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά νόμο

 

1. Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 παράγραφος 1 περίπτωση ε' του Συντάγματος και 6 περίπτωση ε' και 48 παράγραφος 1 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 345/1976, ιδρύεται η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ως προς την άρση αμφισβητήσεως για την έννοια τυπικού νόμου, όταν τα ανώτατα δικαστήρια που εξέδωσαν τις αντίθετες αποφάσεις αντιμετώπισαν και επίλυσαν το ίδιο νομικό ζήτημα, ερμηνεύοντας τις ίδιες διατάξεις τυπικού νόμου και όχι διαφορετικές ή σε συνδυασμό με διαφορετικές το καθένα διατάξεις (ΑΕΔ 7 και 12/1999). Με την κρινόμενη αίτηση διώκεται η άρση της αμφισβήτησης που δημιουργήθηκε από τις αντίθετες αποφάσεις 1434/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1272/2003 του Αρείου Πάγου υπέρ της ερμηνείας που δόθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθ' όσον αφορά την έννοια τυπικού νόμου, ήτοι των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972. Επομένως, η αίτηση αυτή που ασκήθηκε εμπροθέσμως, δηλαδή εντός της κατά το άρθρο 46 παράγραφος 1 του εν λόγω κώδικα προθεσμίας των ενενήντα ημερών από τη δημοσίευση της τελευταίας των αποφάσεων αυτών, είναι παραδεκτή, αφού η αιτούσα υπήρξε διάδικος στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου και έχει προς τούτο έννομο συμφέρον και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι έγιναν νομότυπα και εμπροθέσμως και οι κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 10 παράγραφος 2, 46 παράγραφος 2, 45 και 47 του ίδιου Κώδικα. Η αναφορά, εξάλλου στην απόφαση του Αρείου Πάγου και άλλων διατάξεων έγινε προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εκείνο και δεν δημιουργεί απαράδεκτο της κρινόμενης αίτησης, διότι το κρίσιμο νομικό ζήτημα των εννόμων συνεπειών της παρόδου απράκτου της μηνιαίας προθεσμίας του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 είναι ταυτόσημο.

 

2. Επειδή, με την από 06-04-2004 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτούσας του σωματείου υπό την επωνυμία Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ανωνύμων Τεχνικών Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης ζητείται η παραδοχή της αίτησης και η άρση της αμφισβήτησης ως προς την έννοια τυπικού νόμου (άρθρο 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972) υπέρ της ερμηνείας την οποία δέχτηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον ότι είναι συνδικαλιστικό όργανο των περισσοτέρων ανώνυμων τεχνικών εταιρειών, που είναι εργολήπτες δημοσίων έργων, όπως και η αιτούσα. Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, η οποία ασκείται κατ' άρθρο 13 παράγραφος 1 του κώδικα που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, είναι παραδεκτή, κατά την γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ισχύει έναντι όλων και η ερμηνεία που θα δοθεί στην επίδικη διάταξη ενδιαφέρει έντονα τα μέλη του παρεμβαίνοντος σωματείου, αφού είναι κρίσιμη για τα συμφέροντά τους. Κατά τη γνώμη όμως των μελών του Δικαστηρίου Ευστάθιου Ροντογιάννη, Κωνσταντίνου Βαρδαβάκη, Ιωάννη Μαντζουράνη και Ρωμύλου Κεδίκογλου, έπρεπε η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί το επικαλούμενο έννομο συμφέρον από το προσθέτως παρεμβαίνον σωματείο δεν είναι άμεσο.

 

β Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 ορίζονται τα εξής:

 

{Η πληρωμή εις τον ανάδοχο του έργου γίνεται τμηματικώς κατά την διάρκειαν της κατασκευής του έργου βάσει πιστοποιήσεως των εκτελεσθεισών εργασιών. Οι πιστοποιήσεις συντάσσονται παρά του αναδόχου του έργου κατά χρονικά διαστήματα καθοριζόμενα εν τη συμβάσει, οι δε βάσει αυτών πληρωμές ενεργούνται παρά του κυρίου του έργου, μετ' έλεγχο και επισημειωματική έγκριση της διευθυνούσης υπηρεσίας, εντός μηνός από της υποβολής των. Εάν η πληρωμή καθυστερήσει πέραν του μηνός από της λήξεως της προθεσμίας, καθ' ην όφειλε να πραγματοποιηθεί άνευ υπαιτιότητας του αναδόχου του έργου, ούτος δικαιούται τόκου υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών.}

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των αναφερόμενων στην αίτηση αποφάσεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1434/1999 απόφασή του, που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Κ. κατά των Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Λιμενικού Ταμείου Δωδεκανήσου, ερμηνεύοντας την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, έκρινε ότι απ' αυτήν συνάγεται ότι η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται εντός μηνός από της υποβολής εκ μέρους του αναδόχου του έργου πιστοποιήσεως όπως προβεί στην έγκριση της πιστοποίησης αυτής, διότι, άλλως εάν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτος, η υποβληθείσα πιστοποίηση θεωρείται, με την πάροδο της προθεσμίας αυτής, εγκεκριμένη, τυχόν δε μεταγενεστέρως γενόμενη έγκρισή της είναι τυπική, και επιβεβαιώνει απλώς τη με την πάροδο της προθεσμίας χωρήσασα έγκριση της υποβληθείσας πιστοποίησης. Η διευθύνουσα υπηρεσία δεν δύναται πλέον να τροποποιήσει την ήδη αυτοδικαίως με την πάροδο του μήνα από την υποβολή της εγκριθείσα πιστοποίηση, διότι εκδιδόμενη αναρμοδίως κατά χρόνο είναι παράνομη και ως εκ τούτου ακυρωτέα. Εξάλλου, ο Άρειος Πάγος με την 1272/2003 απόφασή του, που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ρόδου (ΔΕΥΑΡ), ήδη καθ' ης η αίτηση, κατά της αιτούσας ΕΡΤΕΚΑ ΑΕ, αποφάνθηκε, ότι η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται, μετά την υποβολή της πιστοποιήσεως κατασκευής εργασιών από τον ανάδοχο του έργου, να προβεί σε επισημειωματική έγκριση εντός της μηνιαίας προθεσμίας, ύστερα από τον προσήκοντα έλεγχο και στη συνέχεια να δώσει εντολή πληρωμής του αναδόχου. Αν όμως η διευθύνουσα υπηρεσία παραλείψει να προβεί μέσα στη νόμιμη προθεσμία του μηνός στην έγκριση της πιστοποιήσεως, θεωρείται ότι έτσι σιωπηρώς αρνείται να προβεί στην έγκριση αυτή, οπότε ο ανάδοχος υποχρεούται να ασκήσει εντός της νόμιμης προθεσμίας την οικεία προσφυγή, ώστε να παραχθεί με την παραδοχή της προσφυγής, η εκ μέρους του κυρίου του έργου έγκριση της πιστοποίησης. Σε περίπτωση δε που ο ανάδοχος του έργου αδρανήσει, οι απαιτήσεις του από την πιστοποίηση αυτήν αποσβήνονται. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι οι αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου ερμήνευσαν τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 υπό τις αυτές προϋποθέσεις και το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισαν ήταν ταυτόσημο. Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός της καθ' ης η αίτηση ότι συνέτρεχε διαφορετικό ζήτημα και ότι υπό άλλες πραγματικές προϋποθέσεις ερμηνεύτηκε ο τυπικός νόμος αυτός, ώστε να μην υφίσταται περίπτωση άρσεως αμφισβήτησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού και στις δύο περιπτώσεις τέθηκε ως δεδομένο, το μεν η από τον εργολάβο υποβολή στη διευθύνουσα υπηρεσία πιστοποιήσεων εκτελεσθεισών εργασιών προς έγκριση και πληρωμή, το δε η άπρακτη πάροδος της ως άνω μηνιαίας προθεσμίας. Ενόψει των ανωτέρω ανακύπτει ζήτημα άρσεως αμφισβητήσεως ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, που είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή βάσει του χρόνου διενέργειας του διαγωνισμού, μετά τον οποίο καταρτίστηκε η σύμβαση (15-02-1985).

 

Κατά την γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο αυτό, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 συνάγεται ότι ο χρόνος της εκ μέρους της διευθύνουσας υπηρεσίας εγκρίσεως της πιστοποίησης έχει ιδιαίτερη σημασία με έννομες συνέπειες και η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή εκ μέρους του αναδόχου του έργου της πιστοποίησης να προβεί στην έγκρισή της, γιατί διαφορετικά, αν η ανωτέρω μηνιαία προθεσμία παρέλθει άπρακτη θεωρείται η πιστοποίηση που υποβλήθηκε εγκεκριμένη. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές η αίτηση και η πρόσθετη παρέμβαση, ως βάσιμες και στην ουσία και να αρθεί η επίδικη αμφισβήτηση υπέρ της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν και, κατά τη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Γεωργίου Κάπου και Ιωάννη Βερέτσου, η ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης είναι η ακόλουθη: Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 εισάγει υποχρέωση του κυρίου του έργου για τμηματική πληρωμή της αμοιβής του αναδόχου εντός μηνός από της υποβολής της πιστοποιήσεως, ρυθμίζει δε συγχρόνως τις συνέπειες της μη εμπρόθεσμης πληρωμής, που είναι:

 

α) η υποχρέωση καταβολή τόκου αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου,

β) το δικαίωμα του αναδόχου να διακόψει τις εργασίες μετά από έγγραφη γνωστοποίηση και

γ) η αξίωση διαλύσεως της συμβάσεως, αν η καθυστέρηση της πληρωμής συνεχίζεται επί δίμηνο μετά τη γνωστοποίηση αυτή.

 

Η πρόβλεψη δε της ίδιας διατάξεως ότι η πληρωμή της πιστοποιήσεως γίνεται μετ' έλεγχο και επισημειωματική έγκριση της διευθύνουσας υπηρεσίας δεν αξιώνεται ως αναγκαίος όρος της ως άνω πληρωμής, αφού, και αν ρητώς ο κύριος του έργου αρνηθεί την έγκριση εντός της μηνιαίας προθεσμίας πληρωμής, οι προαναφερθείσες συνέπειες επέρχονται ως απότοκοι της υποβολής της πιστοποιήσεως και της μη πληρωμής αυτής εντός μηνός. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από τις συμπληρωματικές του άρθρου αυτού διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 475/1976, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παράγραφος 2 του άνω νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, τα οποία προβλέπουν τη διαδικασία των κατά το άρθρο 7 του νομοθετικού διατάγματος αυτού πιστοποιήσεων και πληρωμών. Ορίζουν δε, πλην άλλων, οι διατάξεις αυτές ότι:

 

α) η διευθύνουσα υπηρεσία υποχρεούται, μετά τον προσήκοντα έλεγχο των στοιχείων που συνοδεύουν την πιστοποίηση και την ενδεχόμενη διόρθωση, να προβεί σε έγκριση και εν συνεχεία σύνταξη εντολής πληρωμής του αναδόχου εντός μηνός,

 

β) σε περίπτωση ανακριβούς επιμετρήσεως ή πιστοποιήσεως σε βαθμό που δεν είναι δυνατή η διόρθωση, η διευθύνουσα υπηρεσία παραγγέλλει την ανασύνταξη και επανυποβολή, οπότε η μηνιαία προθεσμία πληρωμής αρχίζει από την επανυποβολή και

 

γ) οι κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως των εργασιών εκδιδόμενες εντολές πληρωμής αποτελούν πάντοτε καταβολές έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος.

 

Τις γενόμενες δε κατά το άρθρο 7 του άνω νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972 επιμετρήσεις, που συνοδεύουν τις πιστοποιήσεις, ακολουθούν τελικές επιμετρήσεις και τελικός συνοπτικός επιμετρητικός πίνακας (άρθρο 49 του άνω προεδρικού διατάγματος). Ενόψει τούτων η παράλειψη της εγκρίσεως της πιστοποιήσεως εντός της μηνιαίας προθεσμίας, αυτή καθ' εαυτή, δεν επάγεται ιδιαίτερες έννομες συνέπειες - πέραν των ως άνω προβλεπομένων για τη μη πληρωμή εντός της μηνιαίας προθεσμίας - και συνεπώς ούτε θεωρείται ως εγκεκριμένη η πιστοποίηση, όπως κρίθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε η παράλειψη θεωρείται ως σιωπηρή άρνηση εγκρίσεως που σε περίπτωση αδράνειας στην άσκηση προσφυγής επάγεται την απόσβεση των αξιώσεων εκ της πιστοποιήσεως, όπως κρίθηκε με την απόφαση του Αρείου Πάγου. Επειδή το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιβάλλει δικαστική δαπάνη υπέρ του αιτούντος και του προσθέτως παρεμβαίνοντος (άρθρο 22 παράγραφος 3 Κώδικα Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση.

 

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 1434/1999 του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1272/2003 του Αρείου Πάγου, ως προς την έννοια των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 1266/1972, υπέρ της ερμηνείας που δόθηκε από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 05-05-2004 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριο συνεδρίαση στις 22-09-2004.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.