224/86

ΑΠ 224/1986


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Άρειος Πάγος 224/1986

 

Κατά τα άρθρα 294, 295, 297 και 299 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η παραίτηση από ένδικο μέσο, που έχει ασκηθεί, γίνεται ή με δήλωση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Στην περίπτωση αυτή το ένδικο μέσο θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Το αναιρεσείον από τη δήλωσή του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, προκύπτει ότι παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως από 04-01-1983 κατά της αποφάσεως του Εφετείου Πατρών 636/1982 ως προς δύο από τους αναιρεσίβλητους, δηλαδή ως προς τους κληρονόμους της __________ και τους κληρονόμους __________.

 

Από τα άρθρα 286 εδάφιο α' και 290 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει ότι η δίκη, που διακόπηκε εξαιτίας του θανάτου του διαδίκου επαναλαμβάνεται εκούσια από τον κληρονόμο του με ρητή ή σιωπηρή δήλωση χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο. Στην προκείμενη περίπτωση μετά την άσκηση της κρινόμενης αναιρέσεως, δηλαδή την 01-05-1983, πέθανε μία από τους αναιρεσίβλητους, η __________ Το θάνατό της γνωστοποίησε, με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εξ αδιαθέτου κληρονόμου της, γιου της. Τα περιστατικά αυτά (θάνατος και συγγένεια) συνομολογούνται από τους υπόλοιπους διαδίκους και επομένως νόμιμα επαναλήφθηκε η δίκη με τη δήλωση στο ακροατήριο και με τις προτάσεις που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του για συνέχιση της δίκης από τον κληρονόμο αυτό.

 

Η ένσταση των αναιρεσίβλητων, κατά την οποία το αναιρεσείον αποδέχτηκε σιωπηρά την προσβαλλόμενη απόφαση, και ότι επομένως είναι απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει ν' απορριφθεί ως αόριστη, γιατί οι αναιρεσίβλητοι δεν αναφέρουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι το αναιρεσείον έχει αποδεχθεί την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος που ορίζει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα, το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές, αφού το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, όπως προκύπτει από το πνεύμα και το σκοπό του, ρυθμίζει την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από ουσιαστικούς νόμους και όχι από δικονομικούς.

 

Επομένως η ένσταση των αναιρεσιβλήτων ότι η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, για το λόγο ότι υπερβαίνει τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη. Από τη διάταξη του άρθρου 11 του κωδικοποιημένου διατάγματος από [ΒΔ] 26-10-1944 περί του κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ορίζει ότι:

 

{εις πάσας τις δίκες του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου, ούτε δια την υπό τούτου ως τρίτου άσκηση δηλώσεων ούτε δια την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος δια την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέτασιν μαρτύρων, πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξάμενη προ των διακοπών ως και η εξέταση των μαρτύρων αναστέλλεται κατά την διάρκειαν των διακοπών. Εξαιρετικώς η προ των διακοπών αρξάμενη εξέτασις μάρτυρος δύναται να συνεχισθεί και κατά τις διακοπές μόνον εάν αιτήσηται τούτο το Δημόσιον}

 

σαφώς προκύπτει ότι η διάταξη αυτή, η οποία έχει θεσπιστεί υπέρ του Δημοσίου για ειδικούς λόγους και κυρίως για το λόγο ότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών βρίσκεται σε διακοπές ή σε άδεια το κύριο και βοηθητικό προσωπικό του νομικού συμβουλίου του Κράτους και έτσι είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη η επιμέλεια και διεξαγωγή όλων των δικαστικών υποθέσεων του Δημοσίου, και ισχύει για όλες τις δίκες του που διεξάγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, έχει εφαρμογή και στη διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, η οποία καθιερώνει για την αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου για οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής, εφόσον δεν επιδόθηκε η απόφαση (παράβαλε Ολομέλεια Αρείου Πάγου 744/1982).

 

Επομένως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση 636/1982 του Εφετείου Πατρών δημοσιεύτηκε, όπως προκύπτει από αυτήν, την 24-06-1982 και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε την 07-01-1983 και η προθεσμία των έξι μηνών είχε ανασταλεί από 01-07-1982 Ιουλίου μέχρι 15-09-1982, εμπρόθεσμα ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, αφού δεν είχε συμπληρωθεί η εξάμηνη προθεσμία,και η ένσταση των αναιρεσιβλήτων ότι πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως εκπρόθεσμη, είναι αβάσιμη και πρέπει ν' απορριφθεί.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 9 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, που έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση λόγω του χρόνου που κηρύχτηκε η απαλλοτρίωση:

 

{Το δικαστήριον (Εφετείον) υποχρεούται να ερευνά την αίτηση κατ' ουσίαν και εν απουσία έτι τινός των διαδίκων.}

 

Εξάλλου κατά το άρθρο 19 παράγραφος 4 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος:

 

{Αντίθετη αίτηση κατά της αποφάσεως περί προσωρινού προσδιορισμού αποζημιώσεως δύναται να ασκηθεί και δια των προτάσεων υπό παντός διαδίκου παραστάντος ενώπιον το εκδώσαντος την απόφαση ταύτη δικαστηρίου, κατατιθεμένων παρά τη Γραμματεία του Εφετείου, επί ποινή απαραδέκτου, το βραδύτερο πέντε ημέρας προ της συζητήσεως της αιτήσεως}

 

και κατά τη διάταξη της 6 του ίδιου άρθρου:

 

{παρελθούσης απράκτου της κατά τις παραγράφους 2 και 5 προθεσμίας, η υπό του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσδιορισθείσα προσωρινώς αποζημίωσις θεωρείται οριστική ως προς τον αμελήσαντα ενδιαφερόμενον. Πάσα εμπρόθεσμος αίτησις ενδιαφερομένου περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως αφορά αποκλειστικώς εις το συμφέρον τούτου.}

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει:

 

1. Ότι κατά τη και ανταίτηση και που είναι παρόντες οι αιτούντες και ανταιτούντες, γίνεται έρευνα της υποθέσεως στην ουσία της και αν απουσιάζουν μερικοί από τους διαδίκους (αιτούντες, ανταιτούντες και καθ' ων η αίτηση).

 

2. Ότι για τους διαδίκους, που δεν είναι παρόντες, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να υποβάλουν αίτηση ή ανταίτηση λόγω της μη εμφανίσεώς τους, όπως επίσης και για τους διαδίκους, που δεν υπέβαλαν ανταίτηση, ενώ ήσαν παρόντες, δεν μπορεί να καθοριστεί από το Εφετείο τιμή οριστικής μονάδας αποζημιώσεως μεγαλύτερη από εκείνη, που καθορίστηκε προσωρινά, αφού γι' αυτούς τους ενδιαφερόμενους, που αμέλησαν να υποβάλουν αίτηση κατά της αποφάσεως για προσωρινό προσδιορισμό αποζημιώσεως ή ανταίτηση, γίνεται οριστική η αποζημίωση, που προσδιορίστηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο και

 

3. Ότι αν παρά τα παραπάνω καθοριστεί ως προς τους διαδίκους αυτούς τιμή οριστικής αποζημιώσεως μεγαλύτερη από εκείνη,που είχε οριστεί προσωρινά, συντρέχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 εδάφιο 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.