26/06

ΑΠ 26/2006


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 26/2006

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21-11-2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας:

 

Μ.Π., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Διαούρτα.

 

Της αναιρεσίβλητης:

 

Μ.Τ., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικής ενάγουσας Κ.Τ., η οποία συνεχίζει τον από εκείνη αρξάμενο δικαστικό αγώνα, Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σπυρόπουλο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-05-1992 αγωγή της Κ.Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8193/1994 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 750/1996 μη οριστική, 3430/2004 του Εφετείου Αθηνών.

 

Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 10-06-2004 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κανελλόπουλος ανάγνωσε την από 10-11-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παράγραφος 1, 3, 4, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, 1 παράγραφοι 1 και 3 του νομοθετικού διατάγματος 1024/1971, 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι, σε περίπτωση σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, δηλαδή χωριστής ιδιοκτησίας σε περισσότερα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί ή πρόκειται να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, αλλά σε ορισμένο ξεχωριστό για κάθε συνιδιοκτήτη τμήμα, ο κύριος κάθε χωριστής οικοδομής θεωρείται έναντι μεν της πολιτείας συγκύριος του όλου οικοπέδου, έναντι δε του συνιδιοκτήτη του οικοπέδου και αποκλειστικού κυρίου χωριστής οικοδομής, αυτοτελής κύριος. Κάθε συνιδιοκτήτης του ενιαίου οικοπέδου έχει δικαίωμα να προβεί σε ανέγερση οικοδομής στο καθορισμένο γι' αυτόν τμήμα του κοινού οικοπέδου, δικαιούται δε να καλύψει, με την ανέγερση της οικοδομής, τόση επιφάνεια, όση αναλογεί στο συμβατικώς καθορισμένο ποσοστό συγκυριότητάς του στο ενιαίο οικόπεδο, αφήνοντας δηλαδή ακάλυπτο το ποσοστό εκείνο το οποίο, σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις, είναι υποχρεωμένος να αφήσει, ανάλογα με το εμβαδόν και τις διαστάσεις της δικής του ιδιοκτησίας, και μη υπερβαίνοντας το συντελεστή δόμησης που αναλογεί, επίσης κατά τις σχετικές πολεοδομικές διατάξεις, στην ιδιοκτησία του.

 

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 του Αστικού Κώδικα εκείνος ο οποίος θα ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Η αποζημίωση παρέχεται σε χρήμα και περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος και το διαφυγόν κέρδος. Η ζημία είναι παράνομη όταν η παράβαση της διατάξεως του νόμου επιφέρει προσβολή σε δικαίωμα του προσώπου ή συμφέρον του που προστατεύεται από τη διάταξη που παραβιάστηκε. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1000 του Αστικού Κώδικα, ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαίωμα τρίτου να το διαθέτει κατά την αρέσκειά του και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ' αυτό. Δικαιούται, επομένως, ο κύριος του πράγματος να το εκμεταλλεύεται και να ωφελείται από όλες τις χρησιμότητες, που αυτό μπορεί να του παράσχει. Τέτοια χρησιμότητα οικοπέδου είναι και η ανοικοδόμησή του, η αποστέρηση δε του κυρίου από τη νομική δυνατότητα ανοικοδόμησής του, χωρίς τη θέλησή του, από τρίτον, συνιστά προσβολή της κυριότητάς του επί του οικοπέδου, είναι επομένως παράνομη και προκαλεί περιουσιακή ζημία, μειώνει δηλαδή την περιουσία του, αν δε είναι και υπαίτια δημιουργεί ευθύνη του τρίτου, από τις πιο πάνω διατάξεις, να αποζημιώσει τον κύριο. Τέτοια ευθύνη αποζημιώσεως από αδικοπραξία υπάρχει και όταν η αποστέρηση της νομικής δυνατότητας ανοικοδομήσεως προέρχεται από παραβίαση από συγκύριο πολεοδομικών διατάξεων, στην περίπτωση που αυτός ανοικοδομήσει στο δικό του οικοπεδικό τμήμα, έστω και με νομίμως εκδοθείσα άδεια, ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο που αναλογεί στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό αυτού επί του όλου οικοπέδου.

 

Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 8 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός):

 

{ο υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου αφήνεται σε επαφή με ένα ή περισσότερα όρια του οικοπέδου, έχει διαστάσεις τουλάχιστον Δ (όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1) και πρέπει να είναι προσπελάσιμος από τους χώρους κοινής χρήσεως του κτιρίου}, κατά δε το άρθρο 9 παράγραφος 1 του ίδιου νόμου, το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο, όπου δε {δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται ποσοστό Δ = 3 + 0,10 x Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός)}, ενώ, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, {όταν κατασκευάζονται περισσότερα από ένα κτίρια στο ίδιο οικόπεδο, η απόσταση μεταξύ τους καθορίζεται από τη σχέση Δ = 3 + 0.10 x Η (όπου Η το ύψος του υψηλότερου κτιρίου, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 1)}.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού προκύπτει ότι όταν ανεγείρονται στο ίδιο οικόπεδο περισσότερα του ενός κτίρια, μη εφαπτόμενα, τα κτίρια αυτά πρέπει να απέχουν μεταξύ τους απόσταση Δ, έστω και αν ανεγείρονται σε διαφορετικό χρόνο και με βάση διαφορετικές οικοδομικές άδειες. Η απόσταση αυτή Δ αποτελεί συνάρτηση του ύψους του υψηλότερου κτιρίου μεταξύ των οποίων θα τηρηθεί η απόσταση, στην περίπτωση που εξαντλείται ο αναλογών σε ολόκληρο το ακίνητο συντελεστής δόμησης, ή του μέγιστου επιτρεπόμενου στην περιοχή ύψους, στην περίπτωση που με την ανέγερση του κτιρίου, στο οποίο αφορά η συγκεκριμένη άδεια, δεν εξαντλείται ο εν λόγω συντελεστής δόμησης (Συμβούλιο της Επικρατείας [ΣΤΕ] 3857/2002). Το μέγιστο δε επιτρεπόμενο ύψος του κτιρίου ορίζεται από την παράγραφο 7 του πιο πάνω άρθρου 9 του νόμου 1577/1985, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με το άρθρο 13 παράγραφος 3)α του νόμου 1647/1986. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περίπτωση γ' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335 και 338, 339 και 340 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, πρέπει όμως να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους.

 

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα. Ενόψει τέλεσης του γάμου της εναγόμενης (ήδη αναιρεσείουσας), η μητέρα της Ε. Μ., με το 813/11-06-1959 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Π.Β. συνέστησε χάριν αυτής προς τον μέλλοντα τότε σύζυγό της Γ. Π., ως προίκα, διακεκριμένο τμήμα, εμβαδού 160 m2, ενός μεγαλύτερου οικοπέδου εκτάσεως 280,64 m2, που βρίσκεται στο συνοικισμό Νέων Κυδωνιών του Δήμου Αιγάλεω και επί της οδού Πανόρμου αριθμός 17 (πριν 11), με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 56,80 εκατοστά και με την υποχρέωση να αφήσουν δίοδο πλάτους 1,20 m για την εξυπηρέτηση του υπόλοιπου οικοπέδου, για είσοδο αυτού. Επίσης η ίδια ως άνω Ε. Μ., μητέρα και της αρχικής ενάγουσας, με το 4357/09-10-1967 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Λ., που αναπλήρωνε τον Συμβολαιογράφο Περιστερίου Κ.Β., συνέστησε χάριν αυτής προς το σύζυγό της Ν.Τ., ως προίκα, το υπόλοιπο διακεκριμένο τμήμα του ως άνω οικοπέδου της, εμβαδού 121,64 m2, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 43,20 εκατοστά. Στα ως άνω διακεκριμένα τμήματα του ενιαίου οικοπέδου υπήρχαν κτίσματα. Κατόπιν αίτησης του συζύγου της εναγόμενης εκδόθηκε από την Πολεοδομία Δυτικής Αττικής η υπ' αριθμό 996/1988 άδεια οικοδομής, για προσθήκη ισογείου και ανέγερση πρώτου (Α) ορόφου επιφανείας 198,67 m2 και με καλυπτόμενη επιφάνεια 105 m2 καθώς και η υπ' αριθμόν 375/1990 άδεια οικοδομής για προσθήκη δεύτερου ορόφου. Με το υπ' αριθμό 21781/2475/06-11-1991 έγγραφό της προς το Αστυνομικό Τμήμα Αιγάλεω η ως άνω Πολεοδομία παρακαλεί αυτό (Αστυνομικό Τμήμα)

 

α) να τάξει προθεσμία στον Γ.Π. για να προβεί στην αναθεώρηση της πρώτης ως άνω οικοδομικής άδειας και αλλαγή του ονόματος του ιδιοκτήτη, αφού ιδιοκτήτρια ήταν η σύζυγός του (εναγόμενη), λόγω του ότι διαπιστώθηκε ότι έχει γίνει εσφαλμένος υπολογισμός κάλυψης συντελεστή δόμησης οικοπέδου και συντελεστή όγκου και λόγω του ότι με τη μορφή της οικοδομής εντός του οικοπέδου δεν εξασφαλίζονται οι αποστάσεις (Δ) από το υπάρχον κτίσμα και το πλάγιο όριο του οικοπέδου και

β) να προβεί στη διακοπή των οικοδομικών εργασιών λόγω λήξης ισχύος του χρόνου άδειας.

 

Στη συνέχεια η ίδια ως άνω Πολεοδομία με το υπ' αριθμό 22978/2632/14-11-1991 έγγραφό της προς το ως άνω Αστυνομικό Τμήμα Αιγάλεω γνωστοποιεί σ' αυτό ότι ο Γ. Π. προέβη σε αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών που προαναφέρθηκαν με τις υπ' αριθμούς 2852/1991 και 2853/1991 οικοδομικές άδειες και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος συνέχισης της διακοπής των οικοδομικών εργασιών. Η εναγόμενη, με τις ως άνω οικοδομικές άδειες ανήγειρε στο τμήμα του οικοπέδου της, που έχει πρόσωπο 12 m, καινούργια οικοδομή και βάσει αυτών κάλυψε το εμπρόσθιο τμήμα του οικοπέδου της, κατά 10,5 m, αφήνοντας διάδρομο πλάτους 1,5 m, τοποθέτησε δε το κλιμακοστάσιο στο πίσω μέρος του τμήματος του οικοπέδου της. Τούτο δε έπραξε, χωρίς συμφωνία με την ενάγουσα, προκειμένου να μην μειωθεί η πρόσοψη του κτίσματός της κατά 3 m, που στην περίπτωση αυτή θα είχε ένα δωμάτιο λιγότερο σ' αυτή (πρόσοψη). Ο σύζυγος της εναγόμενης Γ.Π. στην υπεύθυνη δήλωσή του προς την Πολεοδομία δήλωσε ότι είναι ιδιοκτήτης ολόκληρου του οικοπέδου, το δε κτίσμα ιδιοκτησίας της ενάγουσας το ανέφερε ως υπάρχον κτίσμα. Η Πολεοδομία όμως για την έκδοση των ως άνω αδειών, αντιμετώπισε το οικόπεδο ως ενιαίο και ως εκ τούτου κάθε πολεοδομική παράβαση της εναγόμενης απολήγει σε βάρος της ενάγουσας. Η εναγόμενη, στην ανατολική πλευρά του κτιρίου της, δεν έχει αφήσει την απόσταση Δ, η οποία, βάσει των άρθρων 8 παράγραφος 2 και 9 παράγραφος 4 του νόμου 1577/1985, ανέρχεται σε 3.00 + 0,10 x 11 = 4,20 m, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη η ενάγουσα να εξασφαλίσει η ίδια την απόσταση αυτή σε περίπτωση ανέγερσης νέου κτιρίου και τούτο διότι η δόμηση πέραν του τρίτου ορόφου είναι ασύμφορη και μη λειτουργική, αφού αν αφαιρεθεί το κλιμακοστάσιο και η τοιχοποιία προκύπτει ένα δωμάτιο των 15 m2 κατά όροφο. Όμως, για να τηρήσει η ενάγουσα την απόσταση Δ, πρέπει να οπισθοχωρήσει κατά 3 m. Αλλά έτσι και λόγω του πλάτους του οικοπέδου, που ανέρχεται σε 4 m, η επιφάνεια που θα απωλέσει η ενάγουσα ανέρχεται σε 12 m2 (3 x 4) και για τους τρεις ορόφους σε 36 m2. Η αξία δε ανά m2 της επιφάνειας που θα απωλέσει η ενάγουσα ανέρχεται σε 150.000 δραχμές και ως εκ τούτου αυτή ζημιώθηκε, από την πιο πάνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγόμενης, κατά το συνολικό ποσό των 5.400.000 δραχμών (36 x 150.000), που αντιστοιχεί σε 15.857,40 ευρώ.

 

Ακολούθως, το Εφετείο, με βάση τις πιο πάνω παραδοχές, έκρινε ως βάσιμη, κατά ένα μέρος, και από ουσιαστική άποψη την από 29-05-1992 αγωγή της αρχικώς ενάγουσας, στη θέση της οποίας, λόγω θανάτου της, υπεισήλθε η ήδη αναιρεσίβλητη, με την οποία (αγωγή), όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση του περιεχομένου της (άρθρο 561 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), αυτή ζητούσε αποζημίωση, διότι, με την ανέγερση από την αναιρεσείουσα, με την οποία τυγχάνουν συγκύριες εξ αδιαιρέτου στο παραπάνω οικόπεδο, έχοντας συστήσει σ' αυτό κάθετη ιδιοκτησία, της πιο πάνω οικοδομής στο τμήμα που αποκλειστικώς της ανήκει, λόγω παραβιάσεως από την τελευταία των πιο πάνω πολεοδομικών διατάξεων, η ίδια στερήθηκε από τη νομική δυνατότητα να καλύψει και αυτή όλη τη δομήσιμη επιφάνεια του δικού της άλλου αυτοτελούς οικοπεδικού τμήματος. Το Εφετείο, για το σχηματισμό της παραπάνω κρίσης του, αναφέρει στην αρχή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι.

 

Όμως, από τη γενική αυτή βεβαίωση και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και το σύνολο των αιτιολογιών της, δεν καθίσταται αδίστακτα βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στον τρίτο λόγο της αναίρεσης τρία έγγραφα της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής, ήτοι τα με αριθμούς πρωτοκόλλου 25681/2811/19-12-1991, 1344/250/02-02-1999 και 1380/252/04-02-1999, τα οποία η αναιρεσείουσα είχε προσκομίσει και επικαλεστεί κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, όπως προκύπτει από τις από 05-11-2002 προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και στα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας και εφόσον έχουν το περιεχόμενο που αυτή ισχυρίζεται ότι έχουν, γίνεται και μνεία για τη νομική δυνατότητα που έχει η αναιρεσίβλητη να καλύψει οικοδομικά και το δικό της αυτοτελές οικοδομικό τμήμα. Και τούτο διότι, ενώ η αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω προτάσεις της, επικαλούμενη και προσκομίζοντας τα προαναφερόμενα τρία έγγραφα, ρητώς προέβαλε ότι από τα έγγραφα αυτά αποδεικνύεται ο ουσιώδης ισχυρισμός της, ότι η αναιρεσίβλητη, πέραν του ισογείου της, που έχει εμβαδόν 83 m2, μπορεί να οικοδομήσει ακόμα 111,68 m2 και έτσι να εξαντλήσει πλήρως το συντελεστή της δόμησης και να μην χάσει ούτε ένα τετραγωνικό χιλιοστό δομήσιμης επιφάνειας που της ανήκει, το Εφετείο δε κάνει καμία συγκεκριμένη αναφορά στα πιο πάνω τρία δημόσια έγγραφα και δεν τα μνημονεύει στην απόφασή του, παρά την εκτεταμένη επισκόπηση και ανάλυση του λοιπού αποδεικτικού υλικού και ενόψει βέβαια της αντίθετης ουσιαστικής κρίσης στην οποία κατέληξε. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθμός 11 περίπτωση γ' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι βάσιμος.

 

ΙΙΙ. Ύστερα από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), να καταδικαστεί δε η αναιρεσίβλητη, αφού νικήθηκε, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρα 183, 176 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Αναιρεί την 3430/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.

 

Και

 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12-12-2005. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 09-01-2006.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.