381/05

ΑΠ 381/2005


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 381/2005

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Ιωάννη Βερέτσο και Μιχαήλ Μαργαρίτη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 01-11-2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Τ.Γ. (T.G), κατοίκου Aoubstat Γερμανίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γεωργακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Της αναιρεσίβλητης: Εταιρίας με την επωνυμία Τουριστικές Επιχειρήσεις ________, η οποία εδρεύει στο Λιμάνι Χερσονήσου Ηρακλείου Κρήτης και εκπροσωπείται νομίμως. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Στρατάκη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 21-06-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2001 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 191/2002 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων, με την από 06-11-2002 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Μαργαρίτης ανάγνωσε την από 19-01-2004 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτη Χρύσανθου Παπούλια, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη, να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο.

 

Εξάλλου, με το άρθρο 26 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985) παρέχεται στον Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων η νομοθετική εξουσιοδότηση, να ρυθμίζει με αποφάσεις του θέματα κτιριοδομικού περιεχομένου που αφορούν, πλην άλλων, τη βελτίωση της ασφάλειας των κτιρίων, της χρήσης χώρων για διαμονή, ασφάλεια κ.λ.π. (βλέπε ιδία παράγραφος 1 στοιχείο α', 2 στοιχείο Β, β, γ). Με βάση την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε η υπουργική απόφαση 3046/304/1989 (ΦΕΚ 59/Δ/1989) του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Κτιριοδομικός Κανονισμός), η οποία ρυθμίζει τα εν λόγω ζητήματα, εν αναφορά προς τους εσωτερικούς χώρους, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο των κτιρίων (βλέπε ιδίως άρθρο 10 παράγραφος 7, για τα περιφράγματα κατά μήκος των ορίων των ομόρων οικοπέδων, άρθρο 17 παράγραφος 3, για την κατασκευή στεγάστρων στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου, άρθρο 21 παράγραφος 1, για τη δίοδο προσπέλασης πεζών και τροχοφόρων, άρθρο 22 παράγραφος 1, για τις κατασκευές και εγκαταστάσεις κάτω από τις επιφάνειες των προκηπίων). Ειδικότερα, στο άρθρο 15 του Κτιριοδομικού Κανονισμού ορίζεται ότι:

 

{1. ... και όλα τα βατά δάπεδα που η στάθμη τους βρίσκεται σε ύψος μεγαλύτερο από 1,00 m από τον περιβάλλοντα γειτονικό χώρο, πρέπει να περιβάλλονται από στηθαία κατάλληλα για προφύλαξη των ατόμων από πτώση. Τα στηθαία μπορεί να είναι συμπαγή ή μη συμπαγή ή συνδυασμός των δύο αυτών μορφών.

 

2. Το ύψος των στηθαίων πρέπει να είναι τουλάχιστον 1,00 m και μετριέται σε κάθε σημείο από την αντίστοιχη στάθμη του τελειωμένου δαπέδου.}

 

Σύστοιχη προς την προαναφερόμενη διάταξη είναι και αυτή του άρθρου 438 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία:

 

{Με πρόστιμο ... τιμωρείται όποιος σε μέρη όπου συχνάζουν άνθρωποι:

 

α) αφήνει ασκέπαστα, απερίφρακτα ή με άλλο τρόπο αφύλακτα πηγάδια, λάκκους, γκρεμούς ή άλλες εκβαθύνσεις, τεχνητές ή φυσικές, έτσι ώστε να μπορεί να προκύψει απ' αυτά κίνδυνος για άλλον.}

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα για την ένδικη αδικοπραξία τα εξής:

 

Στις 02-10-1998 ο αναιρεσείων, Γερμανός υπήκοος, έφθασε αεροπορικώς στο Ηράκλειο Κρήτης με τη σύζυγο και το γιο του για διακοπές και κατέλυσαν στο ξενοδοχειακό συγκρότημα της αναιρεσίβλητης ________ στο Λιμένα Χερσονήσου. Στις 09-10-1998 και περί ώρα 22:00 επιχείρησε περίπατο στους περιφραγμένους χώρους του Ξενοδοχείου. Ακολούθησε έναν από τους πλακόστρωτους πεζόδρομους και αφού διάνυσε περί τα πενήντα μέτρα από το σημείο εκκίνησής του, από το φωτιστικό σώμα που υπήρχε εκεί θέλησε να κατευθυνθεί σε ένα άλλο φωτιστικό σώμα, που βρισκόταν σε χαμηλότερο υψομετρικό επίπεδο και στην ίδια, κατά την άποψή του, απόσταση. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι κατευθύνθηκε προς ένα σκαλοπάτι που διέκρινε, και στο οποίο, όταν επιχείρησε να πατήσει, κατέπεσε σε κενό ύψους δύο μέτρων και τραυματίσθηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί τις ζημίες που αναφέρει στην αγωγή. Πλην όμως, συνεχίζει το Εφετείο, από τη φωτογραφία του σημείου του ατυχήματος, προκύπτει ότι στο πλακόστρωτο πεζόδρομο, στον οποίο βάδιζε, υπήρχε αρκετή ορατότητα από φωτιστικά σώματα που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση και δεν υπήρχε σκαλοπάτι στο οποίο θα πατούσε, ούτε και σκάλα, που θα τον οδηγούσε σε άλλο πεζόδρομο, ούτε και άλλος πεζόδρομος, εκτός από εκείνον, στον οποίο βάδιζε. Ο πεζόδρομος αυτός εφάπτεται κατά το σημείο εκείνο, που, κατά τους ισχυρισμούς του, διέκρινε σκαλοπάτι, με ακάλυπτο χώρο του ξενοδοχείου, που χρησιμοποιείται ως πρασιά, στον οποίο υπήρχαν κατ' εκείνη την εποχή αποξηραμένα χόρτα, πλάτους οπωσδήποτε μεγαλύτερου του μισού μέτρου και πέραν αυτού περίκτιστος τοίχος, ο οποίος κατά ένα μέρος καλύπτεται από αναρριχώμενα διακοσμητικά φυτά. Ο τοίχος αυτός, πλάτους μισού μέτρου περίπου διαχωρίζει την αναβαθμίδα που υπάρχει στο σημείο εκείνο και στηρίζει το έδαφός της. Ο ενάγων, συνεχίζει το Εφετείο, δεν είχε κανένα λόγο να εξέλθει από το χώρο του πεζόδρομου, εντελώς απρόσεκτα, αφού εγκατάλειψε αυτόν, παρά το ανοικτό χρώμα που είχε και την καλή ορατότητα, που υπήρχε στο σημείο εκείνο, βάδισε στη συνεχόμενη σκούρου χρώματος έκταση του ακάλυπτου χώρου και εν συνεχεία, αφού διήλθε τον τοίχο στήριξης της αναβαθμίδας κατέπεσε στο έδαφος της κάτω αναβαθμίδας. Συνεπώς, καταλήγει το Εφετείο, η πτώση του και ο τραυματισμός του οφείλεται σε δική του αποκλειστικά αμέλεια, καθόσον, αν αυτός κατέβαλε την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, θα μπορούσε άνετα να διακρίνει ότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε σκαλοπάτι, ούτε σκάλα αλλά ούτε και δρόμος, ο οποίος θα τον οδηγούσε στο φωτιστικό σημείο, στο οποίο ήθελε να μεταβεί.

 

Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο παραβίασε τους ανωτέρω κανόνες των άρθρων 330 και 914 του Αστικού Κώδικα και 15 του Κτιριοδομικού Κανονισμού, αφού ουδόλως ασχολήθηκε με την υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να λάβει προστατευτικά μέτρα και συγκεκριμένα να κατασκευάσει στηθαίο ύψους τουλάχιστον ενός μέτρου, ώστε να αποφευχθεί η πτώση και ο εντεύθεν τραυματισμός του παθόντος και συνεπώς υπέπεσε στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Πρέπει λοιπόν, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, ακολούθως δε παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του νόμου [Ν] 2172/1993).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Αναιρεί την απόφαση 191/2002 του Εφετείου Κρήτης.

 

Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

 

Και

 

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29-11-2004. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 28-02-2005.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.