900/03

ΑΠ 900/2003


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 900/2003

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πέτρο Κακκαλή, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Νικόλαο Γεωργίλη και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 03-02-2003, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Των αναιρεσειουσών:

 

1) Σ.Α.Α. συζύγου Α.Λ., κατοίκου Λάρισας και

2) Κ.Α. του Α., κατοίκου Ρόδου.

 

Από αυτούς η πρώτη παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κόντη και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Του αναιρεσίβλητου:

 

Ν.Β.Τ., κατοίκου Καμμένων Βούρλων Λοκρίδος, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Νικόπουλο.

 

Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 03-10-1992 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας, Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 107/1993, προδικαστική, 3/1999, οριστική, του ίδιου δικαστηρίου και 2826/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20-01-2002 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ρωμύλος Κεδίκογλου ανάγνωσε την από 07-01-2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

 

Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει και το συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, ότι η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε απ' αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια (Άρειος Πάγος [ΑΠ] 1587/1990). Ο παράνομος ή μη χαρακτήρας κάθε πράξεως ή παραλείψεως κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που κρατεί κατά το χρόνο που αυτές συντελούνται, πλην όμως αυτός εκλείπει αν αρθεί με μεταγενέστερο νόμο αναδρομικά (βλέπε Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 28/1993). Για να υπάρξει όμως δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται η παραβιαζόμενη διάταξη υπαιτίως να είναι κατά το γράμμα της ή τον σκοπό του νομοθέτη προστατευτική του προσβαλλόμενου ατομικού συμφέροντος ή τουλάχιστον και τούτου. Η παράβαση επομένως διατάξεως που τέθηκε αποκλειστικά για την προστασία του γενικού συμφέροντος μόνο δεν γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως, ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με την εν λόγω διάταξη εμμέσως και το θιγόμενο με την παράβαση ατομικό συμφέρον, το οποίο όμως δεν σκόπευσε να προστατεύσει ο νομοθέτης (βλέπε Άρειος Πάγος [ΑΠ] 479/1976).

 

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα. Έτσι επιβάλλεται να γίνεται η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας και η ανάπτυξη και πολεοδόμηση των οικιστικών εν γένει περιοχών με κριτήρια την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών, λαμβανομένων των κατάλληλων μέτρων προς αναβάθμιση και αποφυγή επιδεινώσεως του οικιστικού περιβάλλοντος (βλέπε Συμβούλιο της Επικρατείας [ΣΤΕ] 2821/1999). Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται, ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 22/3 και (άρθρα 9 παράγραφος 3 εδάφιο γ του νόμου 1577/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου [Ν] 1792/1988 και άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973), οι οποίες αφορούν το ύψος του κτιρίου, την κάλυψη του οικοπέδου, την τήρηση αποστάσεων της οικοδομής από τα πλάγια και οπίσθια όρια του οικοπέδου, δεν έχουν θεσπισθεί αποκλειστικά και μόνο για το δημόσιο συμφέρον, αλλά και για την προστασία του ατομικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων (βλέπε Άρειος Πάγος [ΑΠ] 1284/1992), αφού με τους περιορισμούς αυτούς προστατεύονται και εξυπηρετούνται οι ανάγκες επαρκούς ηλιασμού, αερισμού και φωτισμού σε κτίρια που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι η ανοικοδόμηση στην περιοχή αυτή θα γίνει με την τήρηση υποχρεωτικής απόστασης από τη μελλοντική γειτονική οικοδομή, ενώ η αντίθετη ρύθμιση επιφέρει επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής:

 

{Ο ενάγων έγινε κύριος οικοπέδου έκτασης 242,98 m2 με την σ' αυτό υπάρχουσα οικοδομή, που βρίσκεται στη Λουτρόπολη Καμμένων Βούρλων, η οποία αποτελείται από υπερυψωμένο υπόγειο 93 m2, ισόγειο και ανώγειο 72 m2 αντίστοιχα. Το ακίνητο αυτό συνορεύει δυτικά με συνεχόμενο ακίνητο των δύο εναγομένων, στο οποίο αυτοί ανήγειραν διώροφη οικοδομή, ύψους 6,40 m σε επαφή με το ακίνητο του ενάγοντος. Τα δύο οικόπεδα βρίσκονται μέσα στο ρυμοτομικό σχέδιο, όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης. Ο ενάγων ανήγειρε την οικοδομή του, με την 975/1978 άδεια του υπό την ισχύ του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 και σε απόσταση 3 m από το κοινό πλάγιο όριο του οικοπέδου του με αυτό των εναγομένων, ενώ η οικοδομή των εναγομένων ανεγέρθηκε, παρά την έντονη αντίδραση του ενάγοντος κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών, σε επαφή με το πλάγιο όριο του οικοπέδου του ενάγοντα. Ο ενάγων πέτυχε τελικά την ακύρωση της 5672/21-07-1989 πράξης αναθεώρησης και της 1113/11-12-1987 οικοδομικής άδειας της Νομαρχίας Φθιώτιδας, με τις οποίες είχε επιτραπεί η ανέγερση της οικοδομής των εναγομένων σε επαφή με το πλάγιο όριο του οικοπέδου του ενάγοντος. Οι εναγόμενοι γνώριζαν κατά την έναρξη και τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής ότι η άδειά τους δεν ήταν νόμιμη ως προς την επαφή της οικοδομής τους με το κοινό όριο των οικοπέδων αυτών και του ενάγοντος. Συνέπεια δε της ανέγερσης της οικοδομής των εναγομένων σε επαφή με το όριο υπέστη η οικοδομή του ενάγοντος μείωση του ηλιασμού, φωτισμού και αερισμού και επιδείνωση των όρων διαβίωσης της οικογένειάς του και άλλων ενοίκων}.

 

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση για μείωση της αντικειμενικής αξίας των διαμερισμάτων του το συνολικό ποσό των 6.180.000 δραχμών (1.860.000 δραχμές για το ημιυπόγειο (93 m2 x 20.000 δραχμές) και 4.320.000 δραχμές για το ισόγειο και το ανώγειο (72 m2 x 2 x 30.000 δραχμές). Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις που έχουν ανωτέρω αναπτυχθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, με επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για τους λόγους:

 

α) ότι δεν συντρέχει το στοιχείο της παρανομίας, αφού η ανέγερση της οικοδομής τους έγινε με νόμιμη άδεια και κρίσιμος χρόνος για την εξέταση του παρανόμου της πράξεως είναι ο χρόνος τελέσεως της πράξεως,

β) ότι οι διοικητικές πράξεις, όπως είναι και η άδεια ανοικοδομήσεως παράγουν τα αποτελέσματά τους μέχρι την ακύρωσή τους,

γ) ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού έχουν τεθεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και δεν προστατεύουν ιδιωτικά συμφέροντα και

δ) ότι η παραβίαση του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν συνιστά παρανομία, κατά την έννοια του αστικού δικαίου, είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί παραπάνω και ως τέτοιος κρίνεται απορριπτέος, δεδομένου ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, ήτοι παράνομη πράξη που προσβάλλει το προστατευόμενο από το νόμο ατομικό έννομο συμφέρον, αφού η εκδοθείσα άδεια κρίθηκε παράνομη και ανίσχυρη αναδρομικά, υπαίτια παράνομη πράξη και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα.

 

Με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναιρέσεως αποδίδεται από τους αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσεως, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, με επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που εντοπίζεται στο μη προσδιορισμό του χρόνου ανεγέρσεως της οικοδομής απ' αυτούς και στο ότι θεωρείται η ανέγερση της οικοδομής αυτής παράνομη πράξη, ενώ έγινε με νόμιμη άδεια. Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, αυτή έχει σαφές και επαρκές αποδεικτικό πόρισμα, που στηρίζει το διατακτικό της, και δεν υπάρχει ανεπάρκεια, εφόσον επαρκώς προσδιορίζεται ο χρόνος ανέγερσης της οικοδομής, δηλαδή από την ακύρωση της άδειας, ούτε δε αντιφατικότητα, διότι η άδεια ανοικοδομήσεως κηρύχθηκε παράνομη και άκυρη με αναδρομική ενέργεια.

 

Με το πρώτο μέρος του τρίτου λόγου της αίτησης αναιρέσεως προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, με επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο τον ισχυρισμό τους, ότι νόμιμα συνέχισε τις οικοδομικές εργασίες με την 427/1989 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πράγμα κατά την έννοια του άρθρου αυτού, αλλά απλό επιχείρημα. Με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αίτησης αναιρέσεως αποδίδουν οι αναιρεσείοντες στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, με επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος αυτός, ανεξάρτητα από την αοριστία του, είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί δεν θεωρούνται έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου αυτού οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, όπως είναι και η απόφαση Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε Άρειος Πάγος [ΑΠ] 393/1982).

 

Με τον τέταρτο λόγο της ίδιας αίτησης αναιρέσεως προβάλλουν οι αναιρεσείοντες την αιτίαση, με επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 11 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο την απόφαση Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η επικαλούμενη απόφαση δεν είναι αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Απορρίπτει την από 20-01-2002 αίτηση των Σ.Λ. κ.λ.π. για αναίρεση της 2826/2001 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία καθορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 02-04-2003.

 

Και

 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 02-06-2003.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.