Εφετείο 4139/99

ΕΦΑΘ 4139/1999


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός Απόφασης 3076/1999

 

Το Εφετείο Αθηνών

 

Τμήμα Ζ Τριμελές

 

Πρόεδρος: Νικόλαος Διακονικολάου

Εφέτης: Μαρία Ζούκα

Δικηγόροι: Ανδρέας Πλατίτσας, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου.

 

1. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή ασκείται στο πλαίσιο λειτουργίας της από 16-09-1991 διοικητικής σύμβασης, που έχει συναφθεί μεταξύ της προσφεύγουσας και του Ελληνικού Δημοσίου. Η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση του δημόσιου έργου με τίτλο Κατασκευή παράκαμψης Λειβαδιάς - αριθμός έργου 8471011 ΔΕ.

 

2. α. Επειδή, το ένδικο έργο εκτελέστηκε και περαιώθηκε στις 30-06-1993. Ενόψει της κατάρτισης του πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής του, υποβλήθηκαν από την ανάδοχο με την από 12-06-1996 αίτηση της, αιτήματα για καταβολή σ' αυτήν ποσών δραχμών, ως εξής:

 

(1) 30.942.511, μαζί με την αναθεώρηση, γιατί είχαν, μη νομίμως κατ' αυτήν, περικοπεί εργασίες του 1ου, 2ου, 3ου Πρωτοκόλλων Παραλαβής Αφανών Εργασιών,

(2) 7.984.040, ως αποζημίωση, επειδή είχε αυξηθεί ο φόρος κατανάλωσης καυσίμων τον Αύγουστο 1992,

(3) 37.799.600, ως αποζημίωση για ημεραργίες προσωπικού, μηχανημάτων κ.τ.λ.,

(4) 30.760.964, ως αποζημίωση για καθυστερήσεις στην πρόοδο του έργου,

(5) 7.305.309 ως αμοιβές μελετών, και

(6) 655.933, ως κράτηση του νόμου 2166/1993, που κατ' αυτήν είχε καταβληθεί αχρεωστήτως.

 

β. Συγκροτήθηκε η επιτροπή παραλαβής του ένδικου έργου και καταρτίστηκε το από 12-07-1996 πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής, με το οποίο όμως απορρίφθηκαν τα αιτήματα αυτά της αναδόχου, και γι' αυτό η τελευταία το υπέγραψε με επιφύλαξη. Ακολούθησε η από 26-07-1996 ένσταση της κατά του πρωτοκόλλου, με την οποία ζητήθηκε η τροποποίηση του για να περιλάβει τις εργασίες που, κατ' αυτήν μη νομίμως περικόπηκαν, και για να ικανοποιηθούν τα λοιπά οικονομικά της αιτήματα αυτά. Με την απόφαση 4228/92-Κ-326/17-09-1996 της προϊστάμενης αρχής του έργου εγκρίθηκε το πρωτόκολλο, όπως είχε καταρτιστεί, και απορρίφθηκε η ένσταση. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η από 28-10-1996 αίτηση θεραπείας της εργολήπτριας, η οποία όμως απορρίφθηκε σιωπηρά από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

γ. Κατά της τελευταίας αυτής απόρριψης η ανάδοχος άσκησε την κρινόμενη προσφυγή της, το αιτητικό της οποίας μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το υπόμνημα της επί της προσφυγής αυτής. Με την τελευταία επιδιώκεται τελικά να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι πρέπει να περιληφθούν στο πρωτόκολλο οι εργασίες που περικόπηκαν και να καταβληθούν, και μάλιστα νομιμοτόκως, τα πιο πάνω ποσά ή το συνολικό ποσό των 115.448.438 δραχμών, όπως εκτίθεται αναλυτικότερα σε επόμενες σκέψεις.

 

3. α. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 (παράγραφος 7) του νόμου 1418/1984 (ΦΕΚ 23/Α/1984), η πληρωμή στον ανάδοχο του έργου γίνεται, αφού προηγηθεί πιστοποίηση των εργασιών που έχουν εκτελεστεί. Εξάλλου, στο προεδρικό διάταγμα 609/1985 (ΦΕΚ 223/Α/1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του νόμου 1418/1984, χαράσσεται ειδικότερα η σχετική διαδικασία και ορίζεται ότι η πληρωμή του αναδόχου γίνεται με βάση το λογαριασμό και την πιστοποίηση (παράγραφο 1 ως 9 του άρθρου 40). Ο λογαριασμός, ωστόσο, περιέχει και άλλα στοιχεία, εκκαθαριστικά των μέχρι τη σύνταξη του συμβατικών οικονομικών εκκρεμοτήτων, όπως τυχόν αναθεώρηση τιμών, τόκους υπερημερίας, ποινικές ρήτρες, καθώς και τυχόν κρατήσεις λόγω επιβαρύνσεων του αναδόχου από φόρους, τέλη, εισφορές κ.τ.λ. (παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου).

 

Έτσι, ο λογαριασμός - πιστοποίηση, που αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αποτελεί για τα συμβαλλόμενα μέρη το αποκλειστικό μέσο ρύθμισης των χρηματικών συναλλαγών στο πλαίσιο λειτουργίας της διοικητικής σύμβασης κατασκευής δημόσιου έργου (παράβαλε και Χατζηχαλκιά Δίκαιο Δημόσιων Έργων 1989 σελίδες 78-79). Λογική συνέπεια όλων αυτών είναι ότι, πριν εκδοθεί και εγκριθεί από τη διευθύνουσα υπηρεσία ο λογαριασμός-πιστοποίηση, δεν μπορεί να πληρωθεί το αντίστοιχο εργολαβικό αντάλλαγμα στον ανάδοχο και ότι οι αμφισβητήσεις του τελευταίου σε σχέση με το αντάλλαγμα αυτό κρίνονται με την προσβολή του σχετικού λογαριασμού - πιστοποίησης, που αποτελεί τη μόνη και τελευταία διαδικαστική πράξη στο πλαίσιο της εκτέλεσης των δημοσίων έργων, η οποία έχει χρηματικό αντικείμενο (παράβαλε και ΣτΕ 4162/1997, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 3013/1993, 569/1995 Διοικητική Δικαιοσύνη 1996 σελίδα 452).

 

β. Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη διαφωνία δεν γεννήθηκε από πιστοποίηση-λογαριασμό. Επομένως, νομίμως, έστω και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκαν τα αιτήματα της αναδόχου για καταβολή των πιο πάνω ποσών χρημάτων και αβασίμως επαναλαμβάνει τα αιτήματα αυτά στην κρινόμενη προσφυγή, η οποία, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, κατά το σκέλος της εκείνο που επιδιώκει την καταβολή χρηματικών ποσών, όπως βάσιμα σχετικώς προβάλλει το καθ' ου.

 

γ. Εξάλλου, από τις παρακάτω εκτιθέμενες διατάξεις του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 περί του πρωτοκόλλου παραλαβής του έργου συνάγεται ότι αντικείμενο της προσωρινής παραλαβής είναι ο από τεχνικής απόψεως ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος του έργου. Συνεπώς, δεν είναι νομικώς επιτρεπτή η προβολή και ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων εξ αφορμής των πρωτοκόλλων παραλαβής του δημόσιου έργου (παράβαλε ΣτΕ 3485/1994 Διοικητική Δικαιοσύνη 1995, σελίδα 655).

 

δ. Τέλος, επαλλήλως χωρεί και η απάντηση ότι ως προς τα χρηματικά αιτήματα αυτά η κρινόμενη προσφυγή είναι δεύτερη (βλέπε παρακάτω, στη σκέψη του πραγματικού) και, σύμφωνα με το άρθρο 29 (παράγραφος 1) του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1406/1983, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

4. α. Επειδή, στο άρθρο 53 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 (ΦΕΚ 223/Α/1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του νόμου 1418/1984 (ΦΕΚ 23/Α/1984), προβλέπονται και τα εξής: Για τη διενέργεια της προσωρινής παραλαβής η προϊστάμενη αρχή ορίζει την επιτροπή παραλαβής, αφού προηγουμένως η διευθύνουσα υπηρεσία της ανακοινώνει την περάτωση των εργασιών και τη σύνταξη της τελικής επιμέτρησης. Για την παραλαβή συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από όλα τα μέλη της επιτροπής, από τον τελευταίο επιβλέψαντα, ο οποίος και παρίσταται κατά τη διενέργεια της, καθώς και από τον ανάδοχο, που παραδίδει το έργο (παράγραφος 1). Η Επιτροπή παραλαβής παραλαμβάνει το έργο ποσοτικά και ποιοτικά, ελέγχει κατά το δυνατό την επιμέτρηση με γενικές ή σποραδικές καταμετρήσεις, καταγράφει στο πρωτόκολλο τις ποσότητες της τελικής επιμέτρησης, όπως τυχόν διορθώνονται από τους ελέγχους που γίνονται, αιτιολογεί τις τυχόν τροποποιήσεις στις ποσότητες και αναγράφει τις παρατηρήσεις της (παράγραφος 2).

 

β. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι δεν νοείται να υπάρχει μη αιτιολογημένη από την επιτροπή παραλαβής διαφορά, ως προς τα αριθμητικά δεδομένα των ποσοτήτων εργασιών, μεταξύ της τελικής επιμέτρησης και του πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής. Συνακόλουθα, αν υπάρχουν αμφισβητήσεις του αναδόχου ως προς τα δεδομένα της, κατά το άρθρο 38 (παράγραφος 4) του προεδρικού διατάγματος 609/1985, τελικής επιμέτρησης ή, κατ' επέκταση, ως προς τα δεδομένα των τμημάτων επιμετρήσεων και των πρωτοκόλλων παραλαβής αφανών εργασιών της παρ. 3 του ίδιου άρθρου (αφού με βάση αυτά καταρτίζεται η τελική επιμέτρηση), μεταφέρονται τελικά στο πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής του έργου τα αριθμητικά δεδομένα των επιμετρήσεων, όπως αυτά οριστικοποιούνται μετά την άρση των αμφισβητήσεων του αναδόχου.

 

γ. Τέλος, στο άρθρο 121 (παράγραφος 2) του ΚΦΔ - το οποίο εφαρμόζεται και στις διαφορές που αναφύονται κατά την εκτέλεση των διοικητικών συμβάσεων δημόσιων έργων, σύμφωνα με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 1 (παράγραφος 1 περίπτωση ι'), 4, 7, 31 του νόμου [Ν] 1406/1983, 42 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978 - ορίζονται τα εξής: πραγματικά γεγονότα που είναι κοινώς γνωστά ή που έγιναν γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη.

 

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η προσφεύγουσα, με την από 16-09-1991 διοικητική σύμβαση, ανέλαβε, ως ανάδοχος, την εκτέλεση του δημόσιου έργου με τίτλο Κατασκευή παράκαμψης Λειβαδιάς - αριθμός έργου 8471011 ΔΕ, κύριος του οποίου ήταν το Ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Η συνολική προσφορά της αναδόχου ανερχόταν σε 351.525.820 δραχμές, που αντιστοιχεί σε μέση τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας 71,42%. Συντάχθηκαν πέντε συγκριτικοί πίνακες και η συνολική δαπάνη του έργου ανήλθε σε 556.629.820 δραχμές. Η προθεσμία ήταν δωδεκάμηνη, αλλά παρατάθηκε ως τις 30-06-1993.

 

Κατά την εκτέλεση της σύμβασης η ανάδοχος υπέβαλε στη διευθύνουσα υπηρεσία σχέδια των 1ου, 2ου, 3ου Πρωτοκόλλων Παραλαβής Αφανών Εργασιών, καθώς και τον τελικό συνοπτικό επιμετρητικό πίνακα, μαζί με την υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ΔΕΚΕ 7551/27-06-1991 αίτηση της, με την οποία προέβαλε τα εκτιθέμενα παραπάνω στη δεύτερη σκέψη αιτήματα της. Εκδόθηκε τότε η πράξη 7551/4.1.1/1994 της διευθύνουσας υπηρεσίας, με την οποία κοινοποιήθηκαν διορθωμένα τα Πρωτόκολλα Παραλαβής Αφανών Εργασιών και η τελική επιμέτρηση και απορρίφθηκαν τα αιτήματα της αναδόχου. Ακολούθησαν ένσταση, αίτηση θεραπείας και η υπ' αριθμόν καταθετήριου 319/1995 προσφυγή της αναδόχου, η οποία εκδικάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στην ίδια την πιο πάνω δικάσιμο (με αριθμό πινακίου 3). Εκδόθηκε σχετικά η τελεσίδικη απόφαση 4138/1999 του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή και επικυρώθηκαν τα Πρωτόκολλα Παραλαβής Αφανών Εργασιών και ο τελικός επιμετρητικός πίνακας. Στο μεταξύ, ενόψει της περαίωσης και παραλαβής του έργου, η ανάδοχος έχει υποβάλει και την από 12-06-1996 αίτηση της, στην οποία περιέλαβε τα εκτιθέμενα στη δεύτερη σκέψη αιτήματα της, τα οποία αποτελούν ακριβή επανάληψη όσων είχαν αντιμετωπιστεί κατά την επίλυση της προηγούμενης διαφωνίας που κατέληξε στην απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν με το πρωτόκολλο παραλαβής και ακολούθησαν τα λοιπά εκτιθέμενα στη δεύτερη σκέψη της παρούσας.

 

6. α. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, στη σκέψη 4 (στοιχείο γ), το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το όλο περιεχόμενο της προαναφερόμενης τελεσίδικης απόφασης του, γιατί εμπίπτει στα γεγονότα που έγιναν γνωστά στο Δικαστήριο από άλλη δικαστική του ενέργεια (ίδια δικάσιμος, συναφείς υποθέσεις, κοινή διάσκεψη). Από την απόφαση αυτήν προκύπτει ότι δεν μεταβλήθηκαν τα ποσοτικά δεδομένα των Πρωτοκόλλων Παραλαβής Αφανών Εργασιών της τελικής επιμέτρησης, αλλά απορρίφθηκε η προσφυγή της αναδόχου. Οριστικοποιήθηκαν, επομένως τα δεδομένα αυτά, και μάλιστα με δύναμη δεδικασμένου, όπως ακριβώς είχαν προσδιοριστεί από τα όργανα διοίκησης του έργου και μεταφέρθηκαν στο ένδικο πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής. Κατά τα εκτιθέμενα παραπάνω, στην τέταρτη σκέψη και ιδίως υπό το στοιχείο β, δεν επιτρέπεται ούτε νοείται διάσταση μεταξύ του πρωτοκόλλου αυτού και των προηγούμενων του διαδικαστικών πράξεων (Πρωτοκόλλων Παραλαβής Αφανών Εργασιών, επιμετρήσεων κ.τ.λ.), ως προς τα αριθμητικά δεδομένα αυτά. Συνεπώς, αφού συμπίπτουν τα δεδομένα του πρωτοκόλλου με εκείνα των προηγούμενων οριστικών πια πράξεων, δεν μπορεί να ευσταθήσουν τα περιλαμβανόμενα στην κρινόμενη προσφυγή παράπονα της προσφεύγουσας ότι αυτά τα ποσοτικά δεδομένα είναι διαφορετικά και μάλιστα περισσότερα προς όφελος της τελευταίας, όπως αβασίμως αυτή προβάλλει και μάλιστα αναλυτικά και εκτεταμένα στην κρινόμενη προσφυγή της.

 

Εξάλλου, επαλλήλως χωρεί και η απάντηση ότι ως προς τις ποσότητες των εργασιών που περικόπηκαν η κρινόμενη προσφυγή είναι δεύτερη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

7. Επειδή, ύστερα από όλα αυτά, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθεί στην προσφεύγουσα δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, καθοριζόμενη σε 20.000 δραχμές, σύμφωνα με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 1 (παράγραφος 2), 2, 4, 7, 31 του νόμου [Ν] 1406/1983 και 82 (παράγραφοι 1 και 5) του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 341/1978, καθώς και 22 (παράγραφος 2) περίπτωση β') του νόμου [Ν] 3693/1957 (ΦΕΚ 79/Α/1957), που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 31 (παράγραφος 2, περίπτωση β') του από [ΒΔ] 07-06-1957 βασιλικού διατάγματος.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Επιβάλλει στην προσφεύγουσα δικαστική δαπάνη υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 16-09-1999 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 28-09-1999.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.