Νόμος 2190/94 - Άρθρο 26

Άρθρο 26: Προσφυγή κατά αδικαιολόγητων μεταβολών υπηρεσιακής κατάστασης


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Υπάλληλος του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του άρθρου 25 παράγραφος 1 του παρόντος, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, ο οποίος από 01-01-1990 μέχρι 31-10-1993 υπέστη μετάθεση ή μεταθέσεις τις οποίες θεωρεί αδικαιολόγητες δύναται, με αίτησή του που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, να ζητήσει την επαναφορά του στη θέση που κατείχε, όταν έγινε η κατά τη γνώμη του αδικαιολόγητη μετάθεση. Επανειλημμένες ακούσιες μεταθέσεις θεωρούνται σε κάθε περίπτωση ως δυσμενής μεταχείριση.

 

2. Η επανάκριση των μεταθέσεων γίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο με εφαρμογή των κριτηρίων του άρθρου 8 του νόμου [Ν] 2085/1992 για τους υπαγόμενους σε αυτόν υπαλλήλους και των οικείων διατάξεων για τους λοιπούς. Τυχόν απορριπτική απόφαση πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η απόφαση που δικαιώνει τον προσφεύγοντα προσδιορίζει επίσης και τη θέση, στην οποία κατά την κρίση της επιτροπής πρέπει ο προσφεύγων να επανέλθει. Εάν η θέση αυτή είναι κατειλημμένη, ο υπάλληλος τοποθετείται στην υπηρεσία σε προσωποπαγή θέση, που δημιουργείται αυτοδικαίως και που καταργείται αυτοδικαίως, όταν κενωθεί για οποιονδήποτε λόγο.

 

3. Υπάλληλος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά το ως άνω χρονικά διάστημα υπέστη μετάταξη ή μεταφορά αδικαιολόγητη ή καταχρηστική, δύναται με αίτησή του που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, να ζητήσει από την επιτροπή της παραγράφου 4 την επαναφορά του στη θέση που κατείχε όταν έγινε η κατά τη γνώμη του αδικαιολόγητη ή καταχρηστική μετάταξη ή μεταφορά. Δυσμενής διακριτική μεταχείριση λόγω πολιτικών πεποιθήσεων Θεμελιώνει δικαίωμα επαναφοράς του προσφεύγοντος στην προηγούμενη θέση του. Στην ίδια επιτροπή δύναται να προσφύγει και όποιος ισχυρίζεται ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση που αποδεικνύεται από προδήλως δυσμενή μετάταξη ή μεταφορά ή μετάθεση ή αδικαιολόγητη υπηρεσιακή μεταχείριση, εφόσον και μόνον προκύπτει από απόφαση πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή επέφερε ιδιαιτέρως επαχθείς προσωπικές συνέπειες που αφορούν σοβαρό πρόβλημα υγείας του ιδίου ή την οικογενειακή του κατάσταση λόγω εργαζόμενου ή εργαζόμενης συζύγου σε άλλη περιοχή και εφόσον κατά το χρόνο της παραίτησης δεν είχε θεμελιώσει πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των παραπάνω διατάξεων. Η μη θεμελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν συνιστά προϋπόθεση, εάν ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει την κατά τα ανωτέρω δικαστική απόφαση.

 

Η θεμελίωση ή όχι συνταξιοδοτικού δικαιώματος, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, νοείται βάσει πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του νόμου [Ν] 2527/1997 (ΦΕΚ 206/Α/1997).

 

4. Σε κάθε υπουργείο και Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου συγκροτείται επιτροπή, η οποία επέχει θέση ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου και της οποίας η αποστολή λήγει με το πέρας του έργου της. Οι επιτροπές είναι τριμελείς και αποτελούνται από μόνιμους υπαλλήλους από τους οποίους ο ένας υποδεικνύεται από την Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων. Συγκροτούνται με αποφάσεις του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού με τις οποίες καθορίζεται και ο πρόεδρος της καθεμιάς. Προκειμένου περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οι επιτροπές συγκροτούνται με απόφαση του μονομελούς οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου. Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται και οι γραμματείς των επιτροπών από μόνιμους υπαλλήλους. Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι τριμελείς επιτροπές των νομικών προσώπων αυτών συνιστώνται και συγκροτούνται με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων και με συμμετοχή εκπροσώπου του αντιστοίχου δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου ή του πρωτοβάθμιου, αν δεν υπάρχει δευτεροβάθμιο. Αν σε νεοσυσταθέν υπουργείο δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι υπάλληλοι του για τη συγκράτηση της επιτροπής, ορίζονται ως μέλη αυτής υπάλληλοι του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης που προτείνονται από τον προϊστάμενό τους υπουργό.

 

Σε περίπτωση κατά την οποία η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων ή το δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο δεν υποδείξει μέλος για τις επιτροπές της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 3 του άρθρου 25, μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) ημερών από την αποστολή της σχετικής πρόσκλησης, το αντίστοιχο μέλος ορίζεται από τον κατά περίπτωση αρμόδιο υπουργό ή με απόφαση του μονομελούς οργάνου διοίκησης στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και του διοικητικού συμβουλίου στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω εδάφιο προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 του νόμου 2206/1994 (ΦΕΚ 62/Α/1994).

 

5. Οι επιτροπές λαμβάνουν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που ο προσφεύγων επικαλείται για την απόδειξη των ισχυρισμών του, με την αίτησή του και τυχόν υπόμνημα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2.

 

6. Η υποβολή των αιτήσεων του παρόντος άρθρου μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου τυχόν εκκρεμεί δίκη για το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης, να δικαιολογήσει τη διακοπή της δίκης ή την αναβολή της εκδίκασης μέχρι την έκδοση της απόφασης της επιτροπής. Απόφαση της επιτροπής που δικαιώνει τον αιτούντα καταργεί τη δίκη, εκτός εάν ο προσφεύγων αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον στην έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η επιτροπή απορρίψει την αίτηση, η δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου συνεχίζεται από το σημείο στο οποίο είχε τυχόν διακοπεί.

 

7. Αν οι αιτούντες σε κάθε υπουργείο, αυτοτελή υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο υπερβαίνουν τον αριθμό των 150, συγκροτείται με απόφαση του οικείου υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου και δεύτερη ή και τρίτη επιτροπή. Η κατά υπουργείο και νομικό πρόσωπο επιτροπή συγκροτείται εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Αν διαπιστωθεί η ανάγκη δεύτερης ή και τρίτης επιτροπής, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, αυτές συγκροτούνται εντός 15 ημερών από τη λήξη της μηνιαίας προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, με ταυτόχρονη κατανομή των υποθέσεων κατ αριθμό ή κατά κατηγορία, κατά την κρίση του οργάνου που τις συγκροτεί. Η σειρά προτεραιότητας των εξεταζόμενων αιτήσεων ορίζεται ως εξής:

 

α) απολύσεις,

β) μετατάξεις - μεταφορές,

γ) παραιτήσεις,

δ) λοιπά θέματα.

 

Η συμμετοχή στις επιτροπές αποτελεί την κύρια απασχόληση των υπαλλήλων που μετέχουν σε αυτές.

 

Το συνολικό έργο των επιτροπών περατώνεται εντός 75 ημερών από τη συγκρότησή τους, αλλά οι αποφάσεις για καθεμία από τις παραπάνω β', γ' και δ' περιπτώσεις υποβάλλονται για εκτέλεση ευθύς ως περατωθούν, άλλες δε εκτελούνται υποχρεωτικώς μέσα σε 20 ημέρες από την υποβολή τους στην αρμόδια υπηρεσία ή αρχή.

 

8. Οι υπάλληλοι του Δημοσίου, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου του άρθρου 25 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, οι οποίοι κατά την παραπάνω περίοδο μετατέθηκαν, μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν, επανατοποθετούνται με αίτηση τους, που υποβάλλεται στην οικεία υπηρεσία εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος, στη θέση από την οποία είχαν μετατεθεί ή από την οποία είχαν μεταταγεί ή μεταφερθεί, εφόσον έχει εκδοθεί ευνοϊκή για αυτούς πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση. Ως οικεία υπηρεσία για αυτούς που μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν νοείται η υπηρεσία από την οποία μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν. Εάν η θέση στην οποία επανέρχεται ο υπάλληλος είναι κατειλημμένη, τοποθετείται στην υπηρεσία σε προσωποπαγή θέση που δημιουργείται αυτοδικαίως και που καταργείται αυτοδικαίως, όταν κενωθεί για οποιονδήποτε λόγο. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται, χωρίς την προϋπόθεση έκδοσης υπέρ αυτών δικαστικής απόφασης και για όσους υπάγονται στις διατάξεις του νόμου [Ν] 1648/1986, οι οποίοι κατά την παραπάνω περίοδο υπέστησαν αναγκαστική μετάταξη ή μεταφορά.

 

9. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 1735/1987 (ΦΕΚ 195/Α/1987) ισχύουν και για υπαλλήλους δημόσιων επιχειρήσεων (Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, κ.λ.π.) σε περίπτωση παραίτησης τους από το βουλευτικό αξίωμα ή μη επανεκλογής τους. Στην αληθή έννοια του δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 1735/1987 περιλαμβάνονται και οι δημόσιοι λειτουργοί (μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων κ.λ.π.).

 

10. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 18 του νόμου [Ν] 1735/1987 εφαρμόζονται και για τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους που παραιτήθηκαν για να εκθέσουν υποψηφιότητα για το αξίωμα δημάρχου ή δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου. Η αίτηση για επαναφορά στην υπηρεσία υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, με την προϋπόθεση ότι ο αιτών δεν έχει καταληφθεί από το όριο ηλικίας. Η επαναφορά λογίζεται γενομένη από την έναρξη της ισχύος (27-04-1989) του νόμου [Ν] 1847/1989 (ΦΕΚ 105/Α/1989), αφ' ης ήρθη η υποχρέωση των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων να παραιτούνται, προκειμένου να είναι υποψήφιοι σε δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές. Ο μετά ταύτα χρόνος της εκτός υπηρεσίας παραμονής αυτών που επαναφέρονται λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, χωρίς δικαίωμα λήψεως αναδρομικών αποδοχών. Ως προς την ασφαλιστική κάλυψη εφαρμόζεται η παράγραφος 7 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.