Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 173/03

ΝΣΚ 173/2003


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 173/2003 (18-04-2003)

 

Αριθμός ερωτήματος: 109977/3404/19-12-2001 Γενικής Γραμματείας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος.

 

Περίληψη ερωτήματος: Αν απαιτείται η προηγουμένη έγκριση του Υπουργού Γεωργίας, όταν πρόκειται να εκδοθεί οικοδομική άδεια για οικόπεδα που υπάγονται στην περίπτωση του άρθρου 29 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του νόμου 2831/2000.

 

Για το ανωτέρω θέμα, η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

Ι. Ισχύουσες διατάξεις:

 

A. To άρθρο 29 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του νόμου 2831/2000 Τροποποίηση των διατάξεων του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός και άλλες πολεοδομικές διατάξεις (ΦΕΚ 140/Α/2000) κατά το οποίο:

 

{Όταν στα ακραία σημεία των ήδη εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων προβλέπεται η ύπαρξη δρόμου και απέναντι από τα αντίστοιχα οικοδομικά τετράγωνα προβλέπονται ρυμοτομικές γραμμές, η δόμηση των οικοπέδων που έχουν πρόσωπο στο δρόμο αυτόν, γίνεται με βάση το πλάτος του, όπως προβλέπεται από το σχέδιο, μέχρι την απέναντι ρυμοτομική γραμμή. Αν απέναντι από τα οικοδομικά τετράγωνα που βρίσκονται στα ακραία σημεία του ρυμοτομικού σχεδίου που έχει εγκριθεί μέχρι τις 13-03-1983, προβλέπεται οικοδομική γραμμή, τα γήπεδα που έχουν πρόσωπο στη γραμμή αυτή εφόσον έχουν δημιουργηθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (δηλαδή μέχρι 18-12-1985) είναι οικοδομήσιμα μόνο κατά το τμήμα τους το οποίο έχει επιφάνεια που αντιστοιχεί στις ελάχιστες απαιτούμενες για το εμβαδόν και το πρόσωπο διαστάσεις αρτιότητας, οι οποίες προβλέπονται από τις πολεοδομικές διατάξεις που ισχύουν για το απέναντι οικοδομικό τετράγωνο. Τη γήπεδα αυτά οικοδομούνται μόνο κατά το παραπάνω τμήμα τους, σύμφωνα με τους όρους δόμησης, που ισχύουν για το απέναντι οικοδομικό τετράγωνο, με τον περιορισμό ότι ο συντελεστής δόμησης δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος από τον οριζόμενο στο άρθρο 6 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει. Για τα παραπάνω οικόπεδα τα οποία θεωρούνται ότι ευρίσκονται εντός σχεδίου, έχουν εφαρμογή όλες οι πολεοδομικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τις εντός σχεδίου περιοχές. Η κατάτμηση TU>V παραπάνω οικοπέδων επιτρέπεται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τη δόμηση σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλης. Υπόλοιπο τυχόν τμήμα των γηπέδων αυτών, πέρα από εκείνο που έχει τις παραπάνω ελάχιστες διαστάσεις αρτιότητας, οικοδομείται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη δόμηση εκτός σχεδίου μόνο εφόσον το εμβαδόν του υπόλοιπου αυτού τμήματος καλύπτει το ελάχιστο απαιτούμενο εμβαδόν για τη δόμηση εκτός σχεδίου.}

 

Η εντός εισαγωγικών φράση: τα οποία θεωρούνται ότι ευρίσκονται εντός σχεδίου προστέθηκε με το άρθρο 24 του νόμου 2831/2000.

 

Β. Το άρθρο 3 παράγραφος 6 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 189/Α/1979), περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας κατά το οποίο:

 

{6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) ... ε) Οι περιοχές δια τις οποίες υφίστανται εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται από οικισμούς προϋφιστάμενους του έτους 1923, ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του νόμου 947/1979.}

 

Γ. Το άρθρο 1 παράγραφος 5 εδάφιο γ' του από 24-05-1985 προεδρικού διατάγματος Τροποποίηση των όρων και περιορισμών όρων δόμησης των γηπέδων, των κειμένων εκτός ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων και εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προς του 1923 οικισμών (ΦΕΚ 70/Δ/1985) εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 9, 10, 17 και 85Α του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων και άρθρων 87 και 125 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού κατά το οποίο:

 

{Οι αποστάσεις του κτιρίου ορίζονται εκ του ορίου της ζώνης της απαλλοτριώσεως για σιδηροδρομική γραμμή 15 m τουλάχιστον, από την όχθη ρέματος 10 m τουλάχιστον και 10 m τουλάχιστον από τα όρια δασικής έκτασης.}

 

Δ. Κατά το ισχύον Σύνταγμα:

 

άρθρο 24 παράγραφος 1: {Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός εάν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.}

 

άρθρο 24 παράγραφος 2: {Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.}

 

άρθρο 117 παράγραφος 3: {Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.}

 

II. Ερμηνεία διατάξεων.

 

Α. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (τμήμα Α) με την 463/2001 γνωμοδοτεί του έκρινε ότι δεν απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας για τα ως άνω αναφερόμενα ακίνητα, διότι τα ακίνητα αυτά εξαιρούνται της δασοπροστασίας κατ' άρθρο 3 παράγραφος 6 του νόμου 998/1979, με το αιτιολογικό ότι οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό προφανώς αφορούν και τα τμήματα οικοπέδων τα οποία χαρακτηρίζονται ρητά από το νόμο ως ευρισκόμενα εντός σχεδίου και οικοδομούνται κατά τις ειδικές διατάξεις του άνω άρθρου 29 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του κατ' άρθρο 24 του νόμου 2831/2000, για τα οποία εφαρμόζονται όλες οι πολεοδομικές διατάξεις για τις εντός σχεδίου περιοχές. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την ανωτέρω γνωμοδότηση, για την έκδοση οικοδομικής αδείας δεν απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας ή τήρηση της προϋποθέσεως του άρθρου 1 παράγραφος 5 περίπτωση γ' του από 24-05-1985 προεδρικού διατάγματος (απόσταση 10 m από το δάσος) που είναι αναγκαία για την ανοικοδόμηση στις λοιπές, πλην των ανωτέρω, εκτάσεις, οι οποίες ευρίσκονται εκτός σχεδίων πόλεων ή εκτός οικισμών προ του 1923, κατά τη ρητή απαίτηση του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος.

 

Β. Εξάλλου, με την υπ' αριθμόν 975/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε συνταγματική η ειδική αυτή ρύθμιση της δομήσεως των εκτός σχεδίου πόλεως ακινήτων, που βρίσκονται απέναντι από τα ακραία όρια ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο περιβάλλεται από οδό με προβλεπόμενες εκατέρωθεν οικοδομικές γραμμές. Ειδικότερα, κατά την απόφαση αυτή:

 

{Η ρύθμιση αυτή επιτρέποντας περιορισμένη δόμηση γηπέδων εκτός σχεδίου πόλεως για την ολοκλήρωση της οικιστικής διαμορφώσεως της ήδη προβλεπόμενης περιφερειακής οδού, είναι συνταγματικώς θεμιτή. Πράγματι, ως προς τους περιορισμούς δομήσεως που τίθενται ως προς το οικοδομούμενο τμήμα του γηπέδου και τον εφαρμοζόμενο συντελεστή δομήσεως, επεκτείνεται, σε μικρή κλίμακα, χάριν του ανωτέρω σκοπού, η ισχύουσα στο απέναντι οικοδομικό τετράγωνο πολεοδομική ρύθμιση και δεν παρακωλύεται ιδιαιτέρως η μελλοντική πολεοδομική σχεδίαση της πέραν της οδού ευρύτερης εκτός σχεδίου περιοχής.}

 

Γ. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφασή του αυτή, έκρινε συνταγματικώς ανεκτή τη διάταξη του άρθρου 29 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ερμηνεύοντας όμως αυτήν όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 24 του νόμου 2831/2000, περιορίστηκε δε αυστηρά με την κρίση του αυτή, στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών πολεοδομικών διατάξεων. Σε κάθε δε περίπτωση, το δικαστήριο δεν αποκλίνει από την άποψη ότι, κατά την ανοικοδόμηση των τμημάτων αυτών οικοπέδων, επιφυλάσσεται η παράλληλη εφαρμογή εκείνων των διατάξεων της εκτός σχεδίου πόλεως ισχύουσας νομοθεσίας, οι οποίες ρυθμίζουν θέματα αναγόμενα ειδικώς στη δόμηση οικοπέδων εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου (Οράτε σχετικώς το άρθρο 1 παράγραφος 5 εδάφιο γ' του από 24-05-1985 προεδρικού διατάγματος περί όρων δομήσεως εκτός σχεδίου). Μετά τη θέσπιση της προσθήκης του άρθρου 24 του νόμου 2831/2000: τα οποία θεωρούνται ότι ευρίσκονται εντός σχεδίου, γεννάται το ζήτημα εάν για τις περιπτώσεις αυτές, εξακολουθούν ισχύουν οι διατάξεις της νομοθεσίας περί δομήσεως εκτός σχεδίου - στις οποίες εντάσσονται αναμφισβήτητα και οι προστατευτικές του ισχύοντος Συντάγματος διατάξεις περί προστασίας δασών, περιπτώσεις για τις οποίες εκδίδεται, μεταξύ άλλων και η επίμαχη άδεια του Υπουργού Γεωργίας - ή αντίθετα δεν ισχύουν σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην υπ' αριθμόν 463/2001 γνωμοδότηση του Α' τμήματος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά την οποία όμως η επιφύλαξη που εκφράζει το Ανώτατο Δικαστήριο περί της παράλληλης εφαρμογής των διατάξεων της εκτός σχεδίου νομοθεσίας, δεν εφαρμόζεται υπό το σημερινό νομικό καθεστώς, που είναι μεταγενέστερο της ως άνω αποφάσεως.

 

III. Ήδη η Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος ισχυριζόμενη ότι η ανωτέρω γνωμοδότηση έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων χωρίς να έχει τεθεί υπόψη και των υπηρεσιών της, ζητά από την Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, την ερμηνεία της παραπάνω διατάξεως του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, και ειδικά της πρόσφατης προσθήκης που έγινε με το άρθρο 24 του νόμου 2831/2000, με βάση τις προστατευτικές για τα δάση και δασικές εκτάσεις διατάξεις του Συντάγματος (άρθρα 24 και 117) ως και του νόμου 998/1979. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, προκειμένου να ενταχθεί μια περιοχή σε ρυμοτομικό σχέδιο αποτυπώνονται στο σχετικό τοπογραφικό οι δασικές εκτάσεις ώστε να μην συμπεριληφθούν στη ρυμοτομική ρύθμιση. Η Υπηρεσία προβληματίζεται ότι, με τον τρόπο που ερμηνεύθηκε η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 του νόμου 2831/2000, αναιρείται η νόμιμη αυτή διαδικασία και είναι δυνατή η υπαγωγή δασικών εκτάσεων στην εξαιρετική της ρύθμιση χωρίς όμως να τηρούνται οι διασφαλιστικές διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων.

 

IV. Κατά την πλειοψηφήσασα στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους άποψη, με την οποία ετάχθησαν ο Πρόεδρος Ε. Βολάνης, οι Αντιπρόεδροι Κ. Βολτής, Γ. Πουλάκος, Κ. Μπακάλης, και Ιωάννης Πράσινος, οι Νομικοί Σύμβουλοι Σ. Σκουτέρης, Π. Κισσούδης, Η. Παπαδόπουλος, Α. Τζεφεράκος, Ν. Κατσίμπας, Θεόδωρος Θεοφανόπουλος, Ι. Πετρόπουλος, Χ. Θωμόπουλος, Β. Ασημακόπουλος, Δ. Παπαγεωργόπουλος, Ε. Τριτάς, Ι. Μάσβουλας, Σ. Δελλαπόρτας, Κ. Μανωλής, Β. Βούκαλης, Β. Κοντόλαιμος, Κ. Καποτάς, Φ. Τάτσης, Δ. Παπαδόπουλος, Ν. Κανιούρας, Β. Σουλιώτης, Ι. Σακελλαρίου, Β. Χασαπογιάννης, Μ. Απέσσος, Π. Τριανταφυλλίδης, Γ. Λάζος, Η. Ψώνης, Η. Δροσογιάννης και Θ. Ράπτης, από τα άρθρα 24 παράγραφος 1 και 117 παράγραφοι 3 και 4 του ισχύοντος Συντάγματος, προκύπτει ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της χώρας υπάγονται ως φυσικά αγαθά, σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς με σκοπό να διατηρηθεί η κατά προορισμό χρήση τους. Η προστασία αυτή αφορά και σε εκτάσεις που καλύπτονται πράγματι από δασική βλάστηση φυσική ή τεχνητή, εγγύς ή εντός οικιστικών περιοχών ή σχεδίων πόλεων (ΣτΕ 89/1991). Περαιτέρω ανέχεται ο συνταγματικός νομοθέτης την κατ' εξαίρεση επέμβαση στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, υπό όρους όμως και προϋποθέσεις που τίθενται από ειδικούς προς τούτο νόμους όπως ο νόμος 998/1979, που καθόρισε συγκεκριμένα μέτρα προστασίας. Μεταξύ αυτών είναι και η προβλεπομένη έγκριση του Υπουργού Γεωργίας, προκειμένου για την έκδοση οικοδομικής άδειας για οικόπεδο το οποίο κείται εκτός σχεδίου. Επομένως, η έγκριση αυτή του Υπουργού Γεωργίας, ευρίσκει έρεισμα στη διαπίστωση του γεγονότος, εάν το προς ανοικοδόμηση γήπεδο τελεί ή όχι υπό το προστατευτικό καθεστώς του Συντάγματος και των νόμων για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις και εάν τούτο απέχει πέραν των 10 m από δάσος ή δασική έκταση.

 

Η επίμαχη διάταξη του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, μετά το νόμο 2831/2000: Για τα παραπάνω οικόπεδα τα οποία θεωρούνται ότι ευρίσκονται εντός σχεδίου, έχουν εφαρμογή όλες οι πολεοδομικές διατάξεις που εφαρμόζονται για τις εντός σχεδίου περιοχές, κατά πλάσμα δικαίου θεωρεί ως εντός του σχεδίου πόλεως τα επίμαχα εκτός σχεδίου οικόπεδα, χωρίς όμως να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αναιρεί κάθε περίπτωση υπαγωγής αυτών στις οποιεσδήποτε προστατευτικές διατάξεις του Συντάγματος (δάση, δασικές εκτάσεις, αναδασωτέες, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές ιδιαιτέρου φυσικού κάλους, άλση κ.λ.π.). Και τούτο διότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ακόμη και μετά την προαναφερομένη επίμαχη τροποποίησή τους, δεν παύουν να είναι διατάξεις καθαρά πολεοδομικής φύσεως και σαν τέτοιες πρέπει να ερμηνεύονται και να κρίνονται, με αποτέλεσμα, το προνόμιο που δίδεται σε ορισμένης κατηγορίας γήπεδα, όπως αυτά που κείνται απέναντι από οικοδομικά τετράγωνα - με πρόσωπο σε ενδιάμεσο δρόμο που οριοθετεί το ακραίο σημείο του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου - να διατηρείται μεν κατά πλάσμα δικαίου ως πολεοδομική ρύθμιση, χωρίς όμως να αντιστρατεύεται σε καμία εκ του Συντάγματος και των σε εκτέλεση αυτού απορρεόντων νόμων προστατευτική διάταξη, η οποία θα εφαρμοστεί παράλληλα για την εξακρίβωση τυχόν κωλυμάτων που αναιρούν την εφαρμογή του προνομίου αυτού σε συγκεκριμένα γήπεδα. (Οράτε σχετικώς με την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων ΣτΕ 1589/1999 κατά την οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει εξασφάλιση άθικτου και ακαλύπτου της λειτουργίας αυτών ως αυτοφυών συστημάτων ως εκ της συμβολής των στην οικολογική ισορροπία, καθώς επίσης και ΣτΕ 4005/1983 με την οποία απαγορεύεται η επέκταση ρυμοτομικού σχεδίου ere ιδιωτικό δάσος θεωρούμενο και αυτό, ότι τελεί υπό το ειδικό καθεστώς προστασίας του Συντάγματος και των νόμων).

 

Με τα δεδομένα αυτά, ακόμη και μετά την ισχύ του άρθρου 24 του νόμου 2831/2000, δεν είναι νομικώς δυνατή η πλήρης εξομοίωση των εκτός σχεδίου συγκεκριμένων γηπέδων με τα εντός σχεδίου τοιαύτα, εάν προηγουμένως δεν ληφθούν υπόψη και δεν εφαρμοστούν από τη Διοίκηση οι προστατευτικές του Συντάγματος και ειδικών σε εκτέλεση αυτού νόμων διατάξεις.

 

Κατά την μειοψηφήσασα άποψη με την οποία ετάχθησαν οι Νομικοί Σύμβουλοι Θ. Ρεντζεπέρης, Χ. Παλαιολόγου, Δ. Αναστασόπουλος, Θ. Ηλιάκης, Χ. Παπαδόπουλος και Χ. Μπότσιος, από το συνδυασμό των προμνημονευόμενων διατάξεων προκύπτει ότι εξαιρούνται της δασοπροστασίας κατά το άρθρο 3 παράγραφος 6 του νόμου 998/1979, OL εκτάσεις που ευρίσκονται μέσα σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμών προ του 1923 ή οικιστικές κατά την έννοια και τις διαδικασίες του νόμου 947/1979, ήτοι δεν υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας κάθε περιοχή που δομείται κατά τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στις παραπάνω περιπτώσεις και προφανώς αφορούν και τα τμήματα οικοπέδων τα οποία χαρακτηρίζονται ρητά από το νόμο ως ευρισκόμενα εντός σχεδίου και οικοδομούνται κατά τις ειδικές διατάξεις του άνω άρθρου 29 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του κατ' άρθρο 24 του νόμου 2831/2000, για τα οποία εφαρμόζονται όλες οι πολεοδομικές διατάξεις για τις εντός σχεδίου περιοχές. Στις περιπτώσεις δε αυτές δεν απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας ή τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 παράγραφος 5 περίπτωση γ' του από 24-05-1985 προεδρικού διατάγματος (απόσταση 10 m από το δάσος) που είναι αναγκαία για την ανοικοδόμηση στις λοιπές, πλην των ανωτέρω, εκτάσεις, οι οποίες ευρίσκονται εκτός σχεδίων πόλεως ή εντός οικισμών προ του 1923, κατά τη ρητή απαίτηση του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος. Περαιτέρω η προαναφερομένη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ' αριθμόν 975/2000, ερμήνευσε το ως άνω άρθρο 29 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού προ της τροποποιήσεως του από το νόμο 2831/2000, όπου δεν υπήρχε ρητή αναφορά ότι τα τμήματα αυτά οικοπέδων (γηπέδων) θεωρούνται ότι ευρίσκονται εντός σχεδίου, ρύθμιση που προβλέφθηκε το πρώτον με το νόμο 2831/2000 και συνεπώς η επιφύλαξη της παράλληλης εφαρμογής των διατάξεων της εκτός σχεδίου νομοθεσίας, δεν αναφέρεται στο σημερινό νομικό καθεστώς που είναι μεταγενέστερο της ως άνω αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Με τα δεδομένα αυτά, στο ερώτημα που τέθηκε προσήκει η απάντηση ότι και μετά τη θέσπιση της διατάξεως του νόμου 2831/2000, οι τυχόν περιοριστικές διατάξεις από το Σύνταγμα ή το νόμο για τα κείμενα εκτός σχεδίου πόλεως ακίνητα, αφορούν και τα γήπεδα του άρθρου 29 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985).

 

Αθήνα, 06-05-2003

 

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.