Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 331/11

ΝΣΚ 331/2011


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 331/2011

 

Αριθμός Ερωτήματος: Το υπ' αριθμόν 10240/2009 έγγραφο ερώτημα του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατόπιν του νεωτέρου υπ' αριθμόν 238/2010 εγγράφου του Γραφείου της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής περί κινήσεως της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως επί του ερωτήματος.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται εάν είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικής αδείας σε εκτάσεις που χαρακτηρίζονται από την αρμόδια δασική υπηρεσία ως χορτολιβαδικής μορφής, κατά την έννοια της παραγράφου 6 περίπτωση (β) ή βραχώδης και πετρώδης της παραγράφου 6 περίπτωση (γ) του ιδίου άρθρου 3 του νόμου 998/1979, όπως ισχύει σήμερα, σε συνδυασμό με το άρθρο 62 του νόμου 998/1979 και ειδικότερα στις περιοχές που ρητά αναφέρονται στην τελευταία διάταξη και για τις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου.

 

I. Σύντομο ιστορικό

 

Το υπό έρευνα ερώτημα σκοπεί στην επίλυση προβλημάτων που δημιουργήθηκαν σε ορισμένες Πολεοδομικές Αρχές εν όψει της υποβολής αιτήσεων προς έκδοση οικοδομικών αδειών σε γήπεδα χορτολιβαδικής μορφής της παραγράφου 6 περιπτώσεις (β) και (γ) του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 και ειδικότερα σε περιοχές, για τις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου. Τα ζητήματα αυτά προκλήθηκαν από τις αντικρουόμενες θέσεις αφ' ενός μεν της Διευθύνσεως Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (τότε Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η έκδοση οικοδομικής αδείας σε εκτάσεις όπως αυτές του ερωτήματος εφ' όσον, στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία από τον αιτούντα και η αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του από το Δημόσιο περιορίζεται μόνον στην επίκληση της μορφής της εκτάσεως ως χορτολιβαδικής, αφ' ετέρου δε της αρμόδιας Διευθύνσεως Προστασίας Δασών και φυσικού Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται εκ του νόμου υποχρέωση να θεωρούνται οι εκτάσεις αυτές μη δημόσιες, εάν δεν έχουν νόμιμα αναγνωρισθεί ως ιδιωτικές με την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8 του νόμου 998/1979 ή με δικαστική απόφαση μετά από άσκηση διεκδικητικής αγωγής, εφαρμοζόμενης περαιτέρω της διατάξεως του άρθρου 3 παράγραφος 7 του ιδίου νόμου 998/1979, η οποία έχει εφαρμογή και σε εκείνες τις περιοχές της χώρας, στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου.

 

II. Νομικό πλαίσιο

 

Α. 1. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 24 του Συντάγματος, όπως ισχύει, ορίζεται ότι:

 

P1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κρότους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικό ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικό με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.}

 

2. Στις παραγράφους 3, 6 και 7 του άρθρου 3 του ιδίου άνω νόμου 998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε εν σειρά με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003) και εν συνεχεία με την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του νόμου 3818/2010 (ΦΕΚ 17/Α/2010) και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 25 του νόμου 3889/2010 (ΦΕΚ 182/Α/2010), ορίζονται, μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

{3. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων. Στις εν λόγω εκτάσεις, πέραν επιτρεπτών επεμβάσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του νόμου 1734/1987 (ΦΕΚ 189/Α/1987) και τα άρθρα 45 έως 61 του παρόντος νόμου, ουδεμία άλλη επέμβαση επιτρέπεται. Οι εκτάσεις των περιπτώσεων α', δ' και ε' της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτής της παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις.

 

6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου:

 

α) Οι γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις

β) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι ευρισκόμενοι επί πεδινών εδαφών ή επί ανωμάλου εδάφους ή λόφων, εφ' όσον δεν εμπίπτουν εις τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή δεν έχουν κηρυχθεί ένεκα του προστατευτικού αυτών χαρακτήρας ή εξ άλλου λόγου δασωτέες κατά τα εις το άρθρου 38 του παρόντος νόμου οριζόμενα,

γ) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις, οι ευρισκόμενοι επί των ως άνω πεδινών ή ανωμάλων ή λοφωδών εδαφών,

δ) Οι αλυκές,

ε) Οι περιοχές δια τις οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του νόμου 947/1979.....

 

7. Οι δημόσιες μη εποικιστικές εκτάσεις των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 6, καθώς και οι δημόσιες εκτάσεις που λόγω του είδους της βλάστησης δεν εμπίπτουν στις παραγράφους 1, 2 και 4 (σημείωση η εδώ αναφερόμενη ως παράγραφος 4 έχει αναριθμηθεί σε παράγραφο 3), αλλά ευρίσκονται επί κλιτύων ορέων, που δεν παραδόθηκαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 στις γεωργικές υπηρεσίες εξακολουθούν να τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση της δασικής υπηρεσίας, με μέριμνα της οποίας χαρτογραφούνται και διατίθενται για την εξυπηρέτηση των σκοπών που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως και 61 του παρόντος νόμου και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του νόμου 1734/1987 ή χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι ή για τη δημιουργία νέων δασών. Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 8 Συμβούλια είναι αρμόδια και για τη διοικητική αναγνώριση της κυριότητας ή άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων επί αυτών των εκτάσεων. Οι υποθέσεις που προσάγονται στα Συμβούλια κρίνονται κατά τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου [Ν] 1539/1938 (ΦΕΚ 488/Α/1938) όπως ισχύει.}

 

Εξ άλλου στο άρθρο 74 ορίζεται ότι:

 

{(1. Δημόσια χορτολιβαδικά εδάφη, τα οποία δεν περιλαμβάνονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, ώστε να αποτελούν μετά της δασικής βλαστήσεως ενιαίο σύνολον κατά τα στο άρθρο 3 παράγραφος 3 προβλεπόμενα, ουδέ κηρύσσονται ένεκα του προστατευτικού αυτών χαρακτήρος ή εξ άλλου λόγου δασωτέα κατά τα στο άρθρο 38 παράγραφος 1 έως και 3 οριζόμενα, αφού χαρτογραφηθούν περιέρχονται, εντός πενταετίας από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, εις την διαχείριση της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργικής Αναπτύξεως και διατίθενται προς αγροτική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση κατά τις κείμενες διατάξεις ή παραχωρούνται προς εξυπηρέτησιν των στο κεφάλαιο ΣΤ' του παρόντος νόμου αναφερομένων σκοπών.)

 

2. Ιδιωτικά χορτολιβαδικά εδάφη τελούντα υπό τις εν παραγράφω 1 συνθήκες διέπονται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος υπό των διατάξεων της αστικής και αγροτικής νομοθεσίας, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 62 τον παρόντος νόμου.

 

3. Πάσα αμφισβήτησις περί του χαρακτήρος ή των ορίων εκτάσεως υπαγόμενης εις τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων επιλύεται υπό της κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 επιτροπής.}

 

Ως προς το άρθρο αυτό, επισημαίνεται ότι η διάταξη της παράγραφος 1 αυτού καταργήθηκε με το άρθρο 23 του νόμου 3208/2003.

 

Από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων συνάγεται ότι οι Επιτροπές του άρθρου 10 του νόμου 998/1979 είναι αρμόδιες, μεταξύ άλλων, να επιλύσουν διαφορές και ως προς τον χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως χορτολιβαδικής της παράγραφο 6)β του άρθρου 3 του ιδίου νόμου ή μη, αδιαφόρως αν αυτή είναι δημόσια ή ιδιωτική (ΣτΕ 986/2009 επταμελές, 838/2002 επταμελές, 883/2008, 356/2007, 409/2005, 1309/2005, 753/2000).

 

3. Στο άρθρο 14 του ιδίου άνω νόμου (υπό τον τίτλο Προσωρινή επίλυσις αμφισβητήσεων ορίζεται επίσης:

 

{1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι Δασολόγιο, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων τον παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ αίτηση οιουδήποτε έχοντος έννομο ν συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δια πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.}

 

Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι:

 

{3. Παρά τη έδρα εκάστου νομού συγκροτείται Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία είναι αρμοδία δια την επίλυσιν διαφορών αναφερομένων εις τον χαρακτήρα περιοχής τίνος ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή εις τα όρια ταύτης. Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ταύτης χωρεί προσφυγή ενώπιον Δευτεροβαθμίου Επιτροπής.}

 

Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας των δασών (άρθρα 24 παράγραφος 1 και 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος), συνάγεται ότι θεσπίζεται ειδική ενδικοφανής διαδικασία για το χαρακτηρισμό μιας εκτάσεως ως δασικής, προκειμένου να παρασχεθεί στην έκταση αυτή η οφειλόμενη κατά το Σύνταγμα προστασία (ΣτΕ 3286/2009, 3317/2003, παράβλεπε 838/2001, 4309/2001) και να επιλυθεί το σχετικό ζήτημα κατά τρόπο δεσμευτικό τόσο για τη Διοίκηση, όσο και για τους ενδιαφερομένους ιδιώτες. Εν όψει του χαρακτήρα και των συνεπειών της, η ανωτέρω απόφαση του Δασάρχη ή η απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατ' αυτής ή η απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής που εκδίδεται επί προσφυγής κατά της τελευταίας είναι αμετάκλητες (ΣτΕ 3627/2003 επταμελές, 1518/2010, 753/2000, 1628/1997, 688/1996, 1148/1988, 5018/1984, 1561/1983, 2266).

 

4. Στο άρθρο 62 (με τίτλο Βάρος αποδείξεως) του νόμου 998/1979 ορίζεται ότι:

 

{1. Επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων, ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθ' ου ή αίτησις και φυσικού ή νομικού προσώπου, όπερ επικαλείται ή αξιώνει οιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των εις το άρθρο 74 του παρόντος νόμου αναφερομένων εδαφών, το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπον οφείλει να απόδειξη την παρ' αυτό ύπαρξη του δικαιώματος του. Κατ' εξαίρεση η διάταξις αυτή δεν ισχύει στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων.}

 

5. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του νόμου αυτού (με τίτλο Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών) ορίζεται ότι:

 

{1. Δια την διοικητική αναγνώριση εκ μέρους του Δημοσίου της κυριότητος ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ιδιωτών ή νομικών προσώπων δημοσίου ή, ιδιωτικού δικαίου επί δασών ή δασικών εκτάσεων, συνιστώνται τέσσερα Συμβούλια ιδιοκτησίας Δασών, έχοντα αντιστοίχως ως έδρα

 

3. Τα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών επιλαμβάνονται της αναγνωρίσεως της κυριότητος η άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος τη αιτήσει του ενδιαφερομένου ιδιώτη ή νομικού προσώπου, κρίνουν δε επί τη βάσει των υπό τούτου προσκομιζομένων, ως και των παρά τη δασική υπηρεσία τηρουμένων στοιχείων, δυνάμενα να ζητήσουν και την παρ' άλλων δημοσίων υπηρεσιών αποστολή παντός χρησίμου εγγράφου ή άλλου στοιχείου ή να διατάξουν την διενέργειαν ειδικής έρευνας ή πραγματογνωμοσύνης προς μόρφωση ασφαλούς κρίσεως περί των προβαλλομένων ιδιωτικών δικαιωμάτων.}

 

6. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο μεν δασάρχης είναι αρμόδιος για τον χαρακτηρισμό περιοχής ή τμήματος επιφανείας γης ως δάσους ή δασικής ή χορτολιβαδικής εκτάσεως δυνάμει ειδικής διαδικασίας και ανεξαρτήτως ζητημάτων κυριότητας και εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτής, τα δε Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών είναι αρμόδια να γνωμοδοτούν επί ζητημάτων αναγομένων στην κυριότητα ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων.

 

Β. Στο άρθρο 52 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι:

 

{2. Προς ανέγερση, επισκευή ή κατεδάφιση οιασδήποτε οικοδομής και προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε εργασιών δομήσεως και εν γένει οιωνδήποτε κατασκευών και εγκαταστάσεων προβλεπομένων υπό του παρόντος διατάγματος υπό οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, απαιτείται η προηγούμενη έγγραφος άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας.

 

3. Την κατά την προηγούμενη παράγραφο άδεια χορηγούν μόνον οι υπό του παρόντος διατάγματος οριζόμενοι αρμόδιοι υπηρεσίες}

 

και στο άρθρο 53 παράγραφος 4 του ιδίου διατάγματος ότι:

 

{4. Προς χορήγηση της περί ης το παρόν άρθρον αδείας δύναται η αρμοδία υπηρεσία να ζητεί οσάκις κρίνει αναγκαίο, την προσαγωγή των τίτλων ιδιοκτησίας του εφ' ου τα εκτελεσθησόμενα έργα οικοπέδου, ως και παν έτερον επίσημο έγγραφο διασαφηνιστικό των ορίων και της εν γένει καταστάσεως αυτού}

 

Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών, οι οποίες αναφέρονται στην έκδοση των οικοδομικών αδειών, σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις του άνω από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, με τις οποίες ρυθμίζονται η εποπτεία που ασκεί το Κράτος στις οικοδομές και οι αρμοδιότητες των πολεοδομικών υπηρεσιών, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν από τη σχετική πάγια και διαρκή επί του θέματος νομολογία, συνάγεται ότι, εφ' όσον εγερθούν σοβαρές αμφισβητήσεις ή αμφιβολίες ως προς την έκταση, τα όρια ή την κυριότητα του οικοπέδου, για το οποίο ζητείται να χορηγηθεί οικοδομική άδεια ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων εν γένει δικαιωμάτων που επηρεάζουν την δόμηση του οικοπέδου, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, προκειμένου να αποφασίσει εάν θα χορηγήσει ή όχι την οικοδομική άδεια, έχει υποχρέωση να εξετάσει και να κρίνει παρεμπιπτόντως το ζήτημα αυτό, βάσει των τιθεμένων υπόψη της από τους ενδιαφερομένους στοιχείων, του οποίου πάντως ζητήματος η τελική επίλυση ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Αναλόγως δε του πορίσματος της παρεμπίπτουσας αυτής έρευνας, οφείλει, εφ' όσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να εκδώσει την άδεια ή να αρνηθεί την χορήγησή της (ΣτΕ 369/2002, 772/2001, 1192/2000, 3308/1999, 648/1999, 4652/1997, 1555/1997, 5880/1995, 2332/1995, 3482/1991, 934/1989, 149/1987, 1320/1987, 258/1987, 2917/1986 κ.ά.)

 

III. Ερμηνεύοντας τις ανωτέρω διατάξεις, τα μέλη του Τμήματος διατύπωσαν την γνώμη ότι σε περίπτωση υποβολής αιτήματος εκδόσεως άδειας δομήσεως σε έκταση που έχει χαρακτηρισθεί ήδη χορτολιβαδική του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (β) (ή βραχώδης και πετρώδης του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (γ)) η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή εκδίδει την άνω άδεια κατά την συνήθη διαδικασία. Εφ' όσον, όμως, εγερθούν σοβαρές αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις ως προς την έκταση, τα όρια ή την κυριότητα του γηπέδου ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων που επηρεάζουν την δόμησή του, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία οφείλει, προκειμένου να χορηγήσει την άδεια δομήσεως, να προβεί σε παρεμπίπτουσα κρίση επί των ζητημάτων αυτών. Τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν η εκάστοτε επίμαχη έκταση κείται σε περιοχή όπου δεν ισχύει το δικονομικό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου του άρθρου 62 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο του νόμου 998/1979. Στην περίπτωση δε κατά την οποία υπάρχουν στην διάθεση των δημοσίων υπηρεσιών στοιχεία από τα οποία προκύπτει η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα του Δημοσίου που επηρεάζει την δόμηση στο γήπεδο, τότε οφείλει να αρνηθεί την χορήγηση της άδειας.

 

Περαιτέρω, ο Εισηγητής Πάρεδρος Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης (γνώμη χωρίς ψήφο), διατύπωσε την εξής άποψη: Σε όμοια περίπτωση υποβολής αιτήματος εκδόσεως άδειας δομήσεως επί εκτάσεως που έχει χαρακτηρισθεί χορτολιβαδική του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (β) (ή και βραχώδης και πετρώδης του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (γ)) του νόμου 998/1979 και της οποίας η Δασική Υπηρεσία επικαλείται τον δημόσιο χαρακτήρα, τότε, αδιαφόρως εάν η έκταση αυτή κείται σε περιοχή όπου δεν ισχύει το δικονομικό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου του άρθρου 62 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο του ιδίου νόμου, η αρμόδια πολεοδομική αρχή, προκειμένου να εκδώσει την αιτηθείσα άδεια, σε περίπτωση εγέρσεως καθ' οιονδήποτε τρόπον αμφιβολιών ή αμφισβητήσεων (π.χ. επί καταγγελιών κ.λ.π.) ως προς την κυριότητα ή τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα, παραπέμπει την επίλυση των ζητημάτων αυτών στα Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών του άρθρου 8 του δασικού νόμου, τα οποία, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 7 του άνω νόμου είναι τα μόνα αρμόδια όργανα για την διοικητική αναγνώριση της κυριότητας και των λοιπών εμπραγμάτων δικαιωμάτων, η διακρίβωση των οποίων αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο, όπως αναφέρθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ.Β), για την χορήγηση ή μη άδειας δομήσεως στους αιτούμενους αυτήν.

 

IV. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, επί του τεθέντος ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β') αποφαίνεται ομόφωνα ότι σε περίπτωση υποβολής αιτήματος εκδόσεως άδειας δομήσεως σε έκταση που έχει χαρακτηρισθεί χορτολιβαδική του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (β) (ή και βραχώδης και πετρώδης του άρθρου 3 παράγραφος 6 περίπτωση (γ)) η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή εκδίδει μεν την άνω άδεια κατά την συνήθη διαδικασία, πλην όμως, εφ' όσον εγερθούν σοβαρές αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις ως προς την έκταση, τα όρια ή την κυριότητα του γηπέδου ή ως προς την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων που επηρεάζουν την δόμησή του, η ίδια αρμόδια υπηρεσία οφείλει, προκειμένου να χορηγήσει την άδεια δομήσεως, να προβεί σε παρεμπίπτουσα κρίση επί των ζητημάτων αυτών και τούτο ανεξαρτήτως του εάν η εκάστοτε επίμαχη έκταση κείται σε περιοχή όπου δεν ισχύει το δικονομικό τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου του άρθρου 62 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο του νόμου 998/1979. Στην περίπτωση δε κατά την οποία υπάρχουν στην διάθεση των δημοσίων υπηρεσιών στοιχεία από τα οποία προκύπτει η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα του Δημοσίου που επηρεάζει την δόμηση στο γήπεδο, τότε οφείλει να αρνηθεί την χορήγηση της άδειας.

 

Νομικός Σύμβουλος

 

Θεωρήθηκε

Αθήναι 07/2011

 

Κωνσταντίνος Βαρδακαστάνης

Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.