Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 430/91

ΝΣΚ 430/1991


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 430/1991 (06-06-1991)

 

Αριθμός ερωτήματος: Αριθμός πρωτοκόλλου 9786/1282/1991 και 56051/2268/1992 έγγραφα της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται: Αν, συνεχόμενα άρτια οικόπεδα ή γήπεδα, κείμενα σε περιοχές εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου που έχουν περιέλθει με διαφορετικά συμβόλαια στον αυτόν κύριον ή σε περισσότερους συγκυρίους, χάνουν την αυτοτέλειά τους και αποτελούν ένα ενιαίο οικόπεδο ή γήπεδο και συνεπώς η περαιτέρω μεταβίβαση αυτών αποτελεί κατάτμηση ενιαίου οικοπέδου ή γηπέδου, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αρτιότητας και λοιπές συναφείς πολεοδομικές διατάξεις ή διατηρούν την αρτιότητά τους και μπορούν να μεταβιβάζονται περαιτέρω ως αυτοτελή οικόπεδα ή γήπεδα.

 

Για το παραπάνω ερώτημα το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

Ι. Κατά το άρθρο 2 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός):

 

{12. Το γήπεδο είναι η συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου.

 

13. Οικόπεδο είναι κάθε γήπεδο που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια Οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο.}

 

ΙΙ. Κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, αποτελεσθείσα από τον Πρόεδρο Γ. Σγουρίτσα, τον Αντιπρόεδρο Δημήτρη Παπανικολάου, τους νομικούς συμβούλους Β. Ρεντζεπέρη, Δ. Διαμαντόπουλο, Π. Κυριαζή, Ν. Ρήγα, Α. Κομισόπουλο, Δ. Ράπτη, Α. Βουδούρη, Β. Κολοβό, Ρ. Αντωνακόπουλο, Γ. Παπασωτηρίου, Ι. Μισαηλίδη, Ν. Πούλο, Α. Σοφό και Θ. Αμπλιανίτη, προς την οποία συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Χ. Τσεκούρας και Κ. Μπακάλης, στο ως άνω τιθέμενο ερώτημα προσήκει η απάντηση, που έχει δοθεί κατά πλειοψηφία με την 904/1978 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σχετικά με την έννοια του άρθρου 4 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, περιέχοντος διατάξεις παρόμοιες με τις ως άνω εκτεθείσες. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη αυτή οικοπεδική έκταση αποχωριζόμενη από μεγαλύτερη έκταση και περιερχόμενη σε νέον κύριον καθίσταται νέο αυτοτελές οικόπεδο. Την αυτοτέλεια αυτού δεν επηρεάζει η κατά το χρόνο της δημιουργίας του ή μεταγενεστέρως κτήση από τον κύριο, δυνάμει άλλου παραγωγικού λόγου και δη συμβολαίου, άλλου συνεχόμενου αυτοτελούς ακινήτου, διότι τα οικόπεδα αυτά μνημονεύονται στις αρχικές πράξεις δημιουργίας τους και στις μεταγενέστερες ως ίδια και αυτοτελή ακίνητα, χωρίς να εκδηλώνεται καμία δικαιοπρακτική βούληση για την αντιμετώπισή τους ως ενός ενιαίου και αυτοτελούς οικοπέδου, ως αυτοτελή δε ακίνητα καθίστανται αντικείμενα ιδιαίτερων εννόμων σχέσεων και ιδία εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όπως υποθήκης κ.λ.π. Την βάσει του ιδιαιτέρου ως άνω τίτλου δημιουργία αυτοτελών οικοπέδων υποδηλώνει ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1985, όταν αναφέρεται σε αυτοτελές ενιαίο οικόπεδο, ως νομικώς αυθύπαρκτο πράγμα. Με την αντίθετη λύση, κατά την οποία τα ως άνω με χωριστούς τίτλους κτηθέντα όμορα οικόπεδα καθίστανται ένα ενιαίο και αυτοτελές οικόπεδο, επέρχεται μείωση της συναλλακτικής αξίας του καθενός οικοπέδου, το οποίο χάνει την αυτοτέλειά του και επομένως και τμήμα της αξίας του, πράγμα το οποίο, αν ήθελε ο νομοθέτης, θα το όριζε ρητά, δοθέντος ότι με τον τρόπο αυτό θίγεται ο συνταγματικά προστατευόμενος θεσμός της ιδιοκτησίας. Τυχόν δημιουργούμενα ζητήματα στις σχέσεις μεταξύ των κυρίων των ως άνω αυτοτελών οικοπέδων μετά των κυρίων γειτονικών ακινήτων (πχ. η τακτοποίηση ενός από τα οικόπεδα αυτά σε βάρος των γειτονικών ακινήτων) πρέπει να αντιμετωπίζονται με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης ή της καλής πίστης και της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ούτως ώστε να αποτρέπεται αδικαιολόγητη βλάβη των κυρίων των γειτονικών ακινήτων. Συνεπώς, σύμφωνα με την κρατήσασα ως άνω γνώμη, σε περίπτωση κτήσεως συνεχόμενων άρτιων οικοπέδων από τον αυτόν κύριο, με διαφορετικά συμβόλαια, τα οικόπεδα αυτά διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως αυτοτελή και άρτια οικόπεδα δύνανται να μεταβιβασθούν περαιτέρω από απόψεως εφαρμογής των περί αρτιότητας των οικοπέδων διατάξεων και λοιπών πολεοδομικών τοιούτων. Περαιτέρω από τα ως άνω εκτιθέμενα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κύριος των συνεχόμενων αυτοτελών οικοπέδων δικαιούται να ζητήσει τη δόμηση του καθενός χωριστά ή και τη δόμηση περισσότερων συνεχόμενων οικοπέδων, εκλαμβανόμενων στην περίπτωση αυτή ως ενιαίων. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα περί των συνεχομένων οικοπέδων ισχύουν, αναλόγως εφαρμοζόμενα, και ως προς τα γήπεδα, με την ως άνω έννοιά τους, για τα οποία ωσαύτως ορίζονται όρια αρτιότητας με διοικητικές πράξεις γενικής ή ειδικής ισχύος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα διαληφθέντα, πρέπει να γίνει δεκτό, κατά την κρατήσασα γνώμη της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, προκειμένου περί ζωνών οικιστικού ελέγχου (ΖΟΕ), κηρυσσόμενων με προεδρικό διάταγμα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 του νόμου 1337/1983, ότι εφόσον σε αυτές προβλέπεται όριο εμβαδού, κάτω από το οποίο δεν επιτρέπεται η κατάτμηση της γης, το όριο αυτό δεν αφορά συνεχόμενα γήπεδα, κτηθέντα από τον αυτόν κύριο με χωριστούς τίτλους, γιατί τα γήπεδα αυτά διατηρούν την αυτοτέλειά τους, σε τρόπο ώστε η περαιτέρω χωριστή μεταβίβαση του καθενός απ' αυτά σε τρίτο πρόσωπο δεν αποτελεί απαγορευμένη από το νόμο κατάτμηση.

 

ΙΙΙ. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, υποστηριζόμενη από τον Αντιπρόεδρο Σ. Κωσταρόπουλο και από τους νομικούς συμβούλους Ε. Σαρακηνό, Α. Παπαντωνόπουλο, Λ. Παπίδα, Μ. Βεκρή, Ε. Κορουγένη και Σ. Παπακώστα, που αποδίδει την μειοψηφήσασα γνώμη στην ως άνω 904/1978 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 προκύπτει ότι η ενότητα του οικοπέδου απορρέει από το ότι τούτο ανήκει σε ένα κύριο ή σε περισσότερους συγκυρίους εξ αδιαιρέτου κατά τα αυτά ιδανικά μερίδια σε όλη την έκτασή του, η αυτοτέλεια δε αυτού θεμελιώνεται στο ότι το ακίνητο έχει ιδιαίτερη υπόσταση και λειτουργικότητα έναντι των ομόρων οικοπέδων. Από τα ανωτέρω καταφαίνεται ότι, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ο τρόπος της κτήσης της κυριότητας του ακινήτου κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου και μάλιστα το αν το οικόπεδο αποκτήθηκε από τον ίδιο ιδιοκτήτη με ένα ή περισσότερους τίτλους, δεν διαφοροποιεί την από πολεοδομικής απόψεως κατάσταση αυτού και περαιτέρω ότι οι πολεοδομικές συνέπειες από την απόκτηση κατά κυριότητα συνεχόμενων εκτάσεων ή από την κατάτμηση ενιαίου ακινήτου προβλέπονται από τις ως άνω αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας και δεν επηρεάζονται από τις δηλώσεις των ενδιαφερομένων, ως προς την ύπαρξη ενός ή περισσότερων οικοπέδων ή ως προς την κατάτμηση αυτών, εφόσον οι δηλώσεις αυτές δεν μεταβάλλουν το περιεχόμενο και την έκταση της κυριότητας, ως εμπραγμάτου δικαιώματος.

 

Εξ άλλου, οι διατάξεις περί της κατά παρέκκλιση αρτιότητας των οικοπέδων αποτελούν μέτρο εξαιρετικού και μεταβατικού χαρακτήρα, που προβλέπεται για ανοικοδόμηση οικοπέδων, που έχουν μειωμένο εμβαδόν και πρόσωπο έναντι των κατά τη νεωτέρα αντίληψη του νομοθέτη απαιτούμενων, ενόψει των υφισταμένων πολεοδομικών αναγκών, για την αρτιότητα των οικοπέδων (ΣτΕ 2846/1984). Κατόπιν των ανωτέρω και των ρητών επιταγών του συντακτικού νομοθέτη (άρθρο 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος) κατά τις οποίες η πολεοδόμηση και επέκταση των πόλεων τελεί υπό τη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του κράτους με σκοπό την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφάλισης καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης, οι οποίοι προδήλως επιτυγχάνονται με τη δημιουργία μεγάλων κατά το δυνατόν οικοπέδων, εχόντων τα εκάστοτε προβλεπόμενα για πολεοδομικούς λόγους κανονικά όρια αρτιότητας, η ως άνω μειοψηφούσα γνώμη δέχεται, σε σχέση με το τιθέμενο ερώτημα, ότι, όταν τα συνεχόμενα άρτια οικόπεδα έχουν περιέλθει στον αυτόν κύριον ή σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου συγκυρίους με διαφορετικά συμβόλαια, αποτελούν ένα οικόπεδο, διότι συνιστούν συνεχόμενη έκταση γης, που ανήκει στον αυτόν κύριο και διακρίνεται από τα όμορα ακίνητα, τα ανήκοντα σε άλλους κυρίους και συνεπώς η μεταβίβαση αυτών χωριστά προς τρίτους αποτελεί κατάτμηση ενιαίου ακινήτου από απόψεως της εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας. Με την αντίθετη γνώμη επέρχεται διαιώνιση της κατά παρέκκλιση αρτιότητας, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τη βούληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, αν τα ως άνω όμορα οικόπεδα είναι κατά παρέκκλιση άρτια, το οικόπεδο που δημιουργείται είναι άρτιο κατά παρέκκλιση ή κατά τον κανόνα (αν υπερβαίνει το όριο της κανονικής αρτιότητας), αλλά η κατάτμηση αυτού δημιουργεί μη άρτια οικόπεδα, αφού κατά το χρόνο αυτής δεν επιτρέπεται η δημιουργία κατά παρέκκλιση αρτίων οικοπέδων. Καθίσταται πρόδηλα ότι στην παραπάνω περίπτωση δεν υφίσταται κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την έννομη τάξη, που θα υπήρχε αν δεν θεσπιζόταν η κατά παρέκκλιση αρτιότητα, αφού ο αποκτών το δεύτερο όμορο οικόπεδο τελεί εν γνώσει των ως άνω πολεοδομικών συνεπειών της κτήσης αυτού.

 

Η ως άνω άποψη της μειοψηφίας είναι σύμφωνη με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε για την ενότητα του οικοπέδου κατά την εφαρμογή διαφόρων πολεοδομικών διατάξεων. Ειδικά το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ' αριθμόν 46/1990 απόφασή του δέχεται ότι δεν είναι τυφλό (στερούμενο προσώπου σε οδό) οικόπεδο περιελθόν στο κύριο δυνάμει συμβολαίου, αφού στον ίδιο κύριο είχε περιέλθει με άλλο συμβόλαιο συνεχόμενη έκταση γης, έχουσα πρόσωπο σε οδό, δοθέντος ότι έτσι ο κύριος έχει στην κυριότητα, ένα ενιαίο οικόπεδο, που έχει πρόσωπο σε οδό και όχι δύο αυτοτελή οικόπεδα. Ανάλογο συμπέρασμα προκύπτει και από την υπ' αριθμόν 4895/1988 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δέχθηκε ότι δύο συνεχόμενα ακίνητα, περιελθόντα στον αυτόν ιδιοκτήτη με διαφορετικά συμβόλαια, δεν αποτελούν ενιαίο οικόπεδο εκ του ότι όμως δεν είχαν κοινή γραμμή επαφής, όπως απαιτούσε το εφαρμοστέο εν προκειμένω άρθρο 4 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, (όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 205/1974), αντίστοιχο προς το άρθρο 2 παράγραφοι 12, 13 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985, το οποίο δεν απαιτεί τέτοια προϋπόθεση (παράβλεπε και 1314/1955 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου για τακτοποίηση συνεχόμενων οικοπέδων, ανηκόντων στον αυτόν κύριον, ως και 4257/1979 απόφαση, που αφορά συνένωση περισσότερων μη αρτίων οικοπέδων).

 

Η ως άνω άποψη εναρμονίζεται κατά τη μειοψηφούσα γνώμη προς τις λοιπές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας. Έτσι, μεταξύ άλλων, α) αποφεύγεται το δυσμενές για όλους τους ενδιαφερόμενους μέτρο της προσκύρωσης μη αρτίου ακινήτου σε ιδιοκτησία τρίτου ή η σε βάρος της γειτονικής ιδιοκτησίας αρτιοποίηση ακινήτου κατά το άρθρο 3 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948, όταν τούτο συνέχεται με ιδιοκτησία του ίδιου κυρίου με την οποίαν μπορεί να αποτελέσει άρτιο οικόπεδο, β) δεν πλήττεται κατά το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 η μεταβίβαση της κυριότητας μη άρτιας οικοπεδικής έκτασης προς τον κύριο ομόρου ακινήτου, για την επαύξηση τούτου, εφόσον η έκταση αυτή αποτελεί με το όμορο ακίνητο ένα ενιαίο οικόπεδο, γ) σε περίπτωση που προβλέπεται από τη νομοθεσία η ανέγερση ενός μόνο κτιρίου σε ένα οικόπεδο, αποτρέπεται η κατάτμηση αυτού και η μεταβίβασή του κατά τμήματα προς τον αυτόν κύριον, αντί της μεταβίβασής του ως ενιαίου, με σκοπό την καταστρατήγηση του σκοπού του νόμου.

 

Η ανωτέρω γνώμη της μειοψηφίας αφορά τόσο στα οικόπεδα όσο και στα γήπεδα. Ειδικότερα, καθόσον αφορά την κατάτμηση ακινήτων ευρισκόμενα μέσα σε ζώνες οικιστικού ελέγχου, που προβλέπουν ελάχιστο όριο κατάτμησης της γης, παρατηρείται ότι ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται ενόψει του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος από σπουδαίους πολεοδομικούς λόγους και ειδικότερα από την ανάγκη να αποτραπεί ο κατακερματισμός της γης και η ανάπτυξη πυκνής και άναρχης δόμησης, ως και να προστατευθεί το περιβάλλον (βλέπε ΣτΕ 1029/1985). Συνεπώς κατά τη μειοψηφούσα γνώμη ο ως άνω περιορισμός αφορά κάθε ενιαίο και αυτοτελές ακίνητο ενός ή περισσότερων συγκυρίων, όπως αυτό υφίσταται κατά τον χρόνο θέσπισης του εν λόγω περιορισμού, ανεξάρτητα από το αν το ακίνητο αποκτήθηκε από τον κύριό του με ένα ή περισσότερους τίτλους ιδιοκτησίας, εκτός βεβαίως αν το αντίθετο προκύπτει από το οικείο προεδρικό διάταγμα.

 

Θεωρήθηκε

 

Αθήνα, 21-06-1991

 

Ο Πρόεδρος

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.