Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 907/86

ΝΣΚ 907/1986


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 907/1986 (21-11-1986)

 

Αριθμός Ερωτήματος: Υπ' αριθμόν οίκοθεν 74536/13396/1986 έγγραφο της Διεύθυνσης Γ4 του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται: Α) Αν η παράγραφος 3 του άρθρου 9 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1985) ισχύει και για τα χαμηλά κτίρια, όπως ορίζονται αυτά στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του ίδιου Νόμου.

 

Β) Αν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 παρέχεται η δυνατότητα στη Διοίκηση να ορίσει αποστάσεις του κτιρίου από τα όρια του οικοπέδου, μικρότερες ή μεγαλύτερες από την απόσταση Δ, όπως προσδιορίζεται στη παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ή παρέχεται η δυνατότητα να ορισθεί συγκεκριμένα η θέση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο) ενώ η παραπάνω απόσταση δεν μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από την απόσταση Δ της πρώτης παραγράφου και

 

Γ) Αν στη περίπτωση που καθορίζονται τέτοιοι περιορισμοί της θέσης του κτιρίου έχουν εφαρμογή οι διατάζεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14, που αφορούν τα χαμηλά κτίρια, οπότε η απόσταση του κτιρίου από τα όρια του οικοπέδου περιορίζεται στα 2,50 m.

 

Στο ανωτέρω ερώτημα η Συνέλευση των Νομικών Συμβούλων της Διοικήσεως γνωμοδότησε τα εξής:

 

Ι. Κατά το άρθρο 9 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1985):

 

{1. Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύφος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).

 

2. Κατ' εξαίρεση από την προηγούμενη παράγραφο, κατά την έγκριση, επέκταση η αναθεώρηση σχεδίων πόλεων είναι δυνατό να καθορίζονται περιορισμοί, για τη θέση του κτιρίου σε σχέση με τα όρια του οικοπέδου, εφόσον αιτιολογούνται από την αντίστοιχη μελέτη της περιοχής.

 

3. Σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο κτίριο κατοικίας που είχε ανεγερθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο και όταν η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από την απόσταση Δ της παραγράφου 1 του κτιρίου που πρόκειται να ανεγερθεί, τότε αυτό τοποθετείται σε απόσταση τουλάχιστον 2,50 m από το κοινό όριο και σε όσο τμήμα προβάλλεται στο κοινό όριο η απέχουσα όψη του κτιρίου που προϋφίσταται. Τα παραπάνω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται στο προς οικοδόμηση οικόπεδο, κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 8.00 m, διαφορετικά ισχύει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού.}

 

Εξάλλου κατά το άρθρο 14 του ίδιου Νόμου:

 

{1. Χαμηλό κτίριο είναι αυτό του οποίου κύρια χρήση είναι η κατοικία και το οποίο έχει μέγιστο ύφος το πολύ 8.50 m μη συμπεριλαμβανομένης της στέγης, από την οριστική στάθμη του εδάφους και έχει συνολική επιφάνεια που υπολογίζεται στο συντελεστή δόμησης το πολύ 400 m2 ...

 

4. Τα χαμηλά κτίρια τοποθετούνται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όταν δεν εφάπτονται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, η ελάχιστη απόσταση του κτιρίου από τα όρια αυτά είναι: Δ = 2,50 m.

 

Μέσα στην απόσταση Δ, εκτός από αρχιτεκτονικές προεξοχές και αρχιτεκτονικά στοιχεία επιτρέπονται και εξώστες πλάτους μέχρι 0,40 m σε τμήματα των όψεων του κτιρίου ...

 

7. Κατά τα λοιπά η δόμηση των χαμηλών κτιρίων διέπεται από τις διατάζεις του παρόντος νόμου ...}

 

ΙΙ. Ως προς το πρώτο ζήτημα που αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 και για τα χαμηλά κτίρια, ως αυτά καθαρίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των νομικών συμβούλων που αποτελέστηκε από τους Ε. Κουρτικάκη, Δ. Παπανικολάου, Ε. Σαρακηνό, Α. Καμπίτση, Ε. Οικονόμου, Β. Ρεντζεπέρη, Α. Παπαντωνόπουλο, Ν. Τριανταφύλλου, Ι. Ιακωβάκη, Λ. Παπίδα, Ε. Κορουγένη, Π. Κυριακή, Δ. Παπαπετρόπουλο, Ν. Ρήγα, Κ. Παπακώστα, Δ. Ράπτη, Π. Καμαρινέα, Β. Κολοβό, Ρ. Αντωνακόπουλο και Β. Παπαχρήστου, η παράγραφος 4 του άρθρου 14 που ρυθμίζει τη θέση των χαμηλών κτιρίων μέσα στο οικόπεδο είναι αντίστοιχη με τη παράγραφο 1 του άρθρου 9, που αφορά τα λοιπά κτίρια, ήτοι και οι δύο δεν λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη κτιρίου σε όμορο ακίνητο. Συνεπώς σε περίπτωση που πρόκειται να ανεγερθεί χαμηλό κτίριο σε οικόπεδο και στο όμορο αυτού υφίσταται κτίριο κατοικίας, που έχει ανεγερθεί πριν από την ισχύ του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985, πρέπει να εφαρμοσθούν ως προς τη θέση του χαμηλού κτιρίου οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9, σύμφωνα με τη παράγραφο 7 του άρθρου 14, που επιφυλάσσει κατά τα λοιπά, ήτοι όταν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο άρθρο αυτό, την ισχύ των διατάξεων του παραπάνω νόμου, επομένως και της παραγράφου 3 του άρθρου 9. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από το ότι, όπως προκύπτει από τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, η επίμαχη παράγραφος 3 εκφράζει την βασική δικαιοπολιτική αρχή της ισότητας, που θα παραβιαζόταν στη περίπτωση που ο οικοδομών θα έκτιζε το κτίριό του σε επαφή με τα πλάγια ή οπίσω όρια του οικοπέδου του(επωφελούμενος από ακάλυπτο χώρο, που υποχρεωτικά πριν από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό 1985 είχε αφήσει ο κύριος του γειτονικού οικοπέδου κατά την ανέγερση του κτιρίου του. Η αρχή δε αυτή βρίσκει εφαρμογή και στη περίπτωση της ανέγερσης χαμηλών κτιρίων, τα οποία φθάνουν μέχρι ύφους 8,5 m, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι και το κτίριο που υπάρχει στο όμορο οικόπεδο μπορεί να μη υπερβαίνει το ύφος αυτό. Μάλιστα το αρχικώς κατατεθέν στη Βουλή νομοσχέδιο είχε στη προκειμένη περίπτωση αυστηρότερη ρύθμιση, ήτοι όριζε ότι σε περιοχές ήδη εγκεκριμένων σχεδίων το κτίριο τοποθετείται σε σχέση με τα πλάγια και οπίσω όρια του οικοπέδου, σύμφωνα με το οικοδομικό σύστημα που ίσχυε στη περιοχή (συνεχές, πανταχόθεν ελεύθερο). Άλλωστε, το άρθρο 14, όπως προκύπτει από τη δομή των διατάξεων του εν γένει εισάγει εξαιρετικό δίκαιο για τα χαμηλά κτίρια κατοικίας και συνεπώς οι διατάξεις αυτού πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθό μέρος αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τη δόμηση των λοιπών κτιρίων.

 

Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας της συνέλευση που σχηματίστηκε από τους νομικούς συμβούλους Γ. Σγουρίτσα, Α. Χρυσανθακόπουλο, Μ. Βεκρή, Δ. Διαμαντόπουλο και Α. Κομισόπουλο, ο νομοθέτης,έχοντας τη πρόθεση να δημιουργήσει κίνητρα για την ανέγερση χαμηλών κτιρίων, η οποία είναι πολεοδομικά επιθυμητή,ως μόνους περιορισμούς ως προς τη θέση αυτών μέσα στο οικόπεδο όρισε τους αναφερόμενους στη παράγραφο 4 του άρθρου 14, αποκλείοντας την εφαρμογή συμπληρωματικώς άλλων σχετικών με το θέμα αυτό διατάξεων του άρθρου 9 όπως της παραγράφου 3 του τελευταίου τούτου άρθρου. Η παράγραφος 7 του άρθρου 14 επιφυλάσσει την ισχύ όχι των διατάξεων εκείνων που αναφέρονται στη θέση του κτιρίου στο οικόπεδο, αλλά των αναφερομένων σε άλλα θέματα, μη ειδικά ρυθμιζόμενα στο άρθρο αυτό.

 

III. Περαιτέρω ως προς το δεύτερο ζήτημα, σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας, που σχηματίστηκε από τους νομικούς συμβούλους Ε. Κουρτικάκη, Δ. Παπανικολάου, Γ. Σγουρίτσα, Ε. Σαρακηνό, Α. Καμπίτση, Ε. Οικονόμου, Β. Ρεντζεπέρη, Α. Παπαντωνόπουλο, Ν. Τριανταφύλλου, Α. Χρυσανθακόπουλο, I. Ιακωβάκη, Λ. Παπίδα, Ε. Κορουγένη, Π. Κυριαζή, Δ. Παπαπετρόπουλο, Ν. Ρήγα, Α. Κομισόπουλο, Κ. Παπακώστα, Δ. Ράπτη, Π. Καμαρινέα, Β. Κολοβό, Ρ. Αντωνακόπουλο και Β. Παπαχρήστου, κατά την εκτεθείσα παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου 9 μπορεί να τεθούν μεγαλύτεροι (δυσμενέστεροι) περιορισμοί ως προς τη θέση του κτιρίου έναντι της ρυθμίσεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου υπό τον όρον ότι δεν θα παραβιάζεται η αρχή που τίθεται στην ίδια παράγραφο, κατά την οποία, αν το κτίριο δεν εφάπτεται προς τα πλάγια ή οπίσω όρια του οικοπέδου, πρέπει να αφήνεται απόσταση Δ, όπως αυτή ορίζεται στη παράγραφο αυτή. Έτσι θα μπορούσε, με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9, να αποκλεισθεί η οικοδόμηση σε επαφή με τα πλάγια ή πίσω όρια του οικοπέδου ή και να ορισθεί απόσταση Δ μεγαλύτερη από τη προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 και όχι μικρότερη απ' αυτή, γιατί στη τελευταία περίπτωση δεν τίθεται κατά τα εκτεθέντα, περιορισμός ως προς την ελευθερία της θέσης του κτιρίου, που εκφράζει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου, αλλά ρυθμίζεται κατ' άλλο τρόπο το ζήτημα αυτό. Με άλλους λόγους ο νομοθέτης με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 δεν παρέχει στη διοίκηση εξουσία να μειώσει την απόσταση Δ όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 1, η οποία πρέπει να τηρείται πάντοτε, αν το κτίριο δε κτίζεται σε επαφή με τα πλάγια ή οπίσω όρια του οικοπέδου. Μεταξύ των ανωτέρω περιορισμών είναι και ο καθορισμός συγκεκριμένης θέσης του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο, αλλά και στη περίπτωση αυτή θα πρέπει, αν το κτίριο δεν ανεγείρεται σε επαφή με τα πλάγια ή πίσω όρια του οικοπέδου, να τηρηθεί η απόσταση Δ, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, γιατί, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, η απόσταση αυτή αποτελεί τον ελάχιστο όρο, από τον οποίο αρχίζει ο καθορισμός από τη Διοίκηση άλλων περιορισμών ως προς τη θέση του κτιρίου. Με αντίθετη εκδοχή ο συγκεκριμένος καθορισμός της θέσεως του κτιρίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστρατήγηση του νόμου ως προς την τήρηση της απόστασης αυτής.

 

Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας των νομικών συμβούλων, την οποία αποδέχονται οι Μ. Βεκρής και Δ. Διαμαντόπουλος, η παράγραφος 2 του άρθρου 9 εισάγει εξαίρεση ως προς την γενική αρχή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, κατά την οποία το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο και συνεπώς η Διοίκηση κατά την έγκριση, επέκταση ή αναθεώρηση των σχεδίων πόλεων θα μπορούσε να επιτρέψει την ανέγερση του κτιρίου σε οποιαδήποτε απόσταση από τα πλάγια ή οπίσω όρια του οικοπέδου, η οποία είναι δυνατόν να είναι μικρότερη από την απόσταση Δ, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, ή να καθορίσει συγκεκριμένα τη θέση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο, σε οποιαδήποτε απόσταση από τα ανωτέρω όρια αυτού, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τούτο αιτιολογείται από την αντίστοιχη μελέτη της περιοχής.

 

IV. Ως προς το τιθέμενο τρίτο ζήτημα, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των νομικών συμβούλων, η οποία αποτελέστηκε από τους ίδιους νομικούς συμβούλους,όπως και η πλειοψηφία της παραγράφου II της παρούσης, η παράγραφος 2 του άρθρου 9 εφαρμόζεται και ως προς τα χαμηλά κτίρια, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 14, με βάση τις παραπάνω στην παράγραφο II εκτεθείσες σκέψεις ως προς την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του άρθρου 9 περί της θέσεως των κτιρίων και ως προς τα χαμηλά κτίρια με τη διαφορά ότι η απόσταση Δ στα κτίρια αυτά ισούται με 2,50 m. Ήτοι και για τα τελευταία αυτά κτίρια μπορεί με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 αποκλεισθεί η ανοικοδόμηση σε επαφή με τα πλάγια ή οπίσθια του οικοπέδου ή και να καθορισθεί απόσταση του κτιρίου από τα όρια του οικοπέδου μεγαλύτερη (όχι μικρότερη) των 2,50 m και να καθορισθεί συγκεκριμένη θέση του κτιρίου το οποίο αν δεν (άπτεται των ορίων του οικοπέδου πρέπει να απέχει 2,50 τουλάχιστον m. Το αν η συγκεκριμένη διοικητική ρύθμιση, που επιβάλλει τέτοιους περιορισμούς, αφορά και τα χαμηλά κτίρια, είναι ζήτημα ερμηνείας της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης.

 

Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, την οποία αποτέλεσαν οι αναφερόμενοι στην παράγραφο II της παρούσης τέσσερις νομικοί σύμβουλοι, η παράγραφος 2 του άρθρου 9 εισάγει εξαίρεση μόνο ως προς την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και ως προς τα χαμηλά κτίρια, η θέση των οποίων καθορίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985.

 

Ο Νομικός Σύμβουλος Διοίκησης

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.