Προεδρικό διάταγμα 11/02 - Άρθρο 1

Κεφάλαιο 1: Γενικές απαιτήσεις σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1.1 Αρμόδιος φορέας για το σχεδιασμό καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες.

 

1.1.1 Αρμόδιος φορέας για την κατάρτιση και παρακολούθηση εφαρμογής του εθνικού σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες είναι το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας

 

Ο σχεδιασμός υλοποιείται μέσω της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Λιμενικών Αρχών.

 

1.1.2 Στην ως άνω αποστολή το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ενισχύεται και από άλλους φορείς της κεντρικής διοίκησης, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, τους φορείς διοίκησης των λιμένων. τις βιομηχανίες πετρελαίου καθώς και τις επιχειρήσεις ναυαγιαίρεσης, ρυμούλκησης και επιθαλάσσιας αρωγής, τις εξειδικευμένες εταιρείες καταπολέμησης ρύπανσης, και τις εταιρείες εκτέλεσης υποθαλάσσιων εργασιών - διατηρώντας σε κάθε περίπτωση τον κεντρικό συντονιστικό του ρόλο - δεδομένου ότι η επιτυχής καταπολέμηση κάθε τυχαίου περιστατικού προϋποθέτει την συνεργία πληθώρας συντελεστών που επιτρέπουν πρόσβαση σε πληροφορίες και υποδομές σχετικές με: επιθαλάσσια αρωγή - μετεωρολογία - ωκεανογραφία - ναυσιπλοΐα - αεροπλοΐα - προστασία περιβάλλοντος και αλιευτικών πόρων - διεπιστημονική προσέγγιση σύνθετων προβλημάτων - τεχνικά έργα αιγιαλού και παραλίας - νομικά θέματα - τελωνειακή νομοθεσία και λογιστική παρακολούθηση εργασιών των συνεργείων καταπολέμησης - υγιεινή και ασφάλεια εργαζομένων - τηλεπικοινωνίες και εκτέλεση γυμνασίων εκπαίδευσης προσωπικού.

 

Οι εξειδικευμένες δράσεις προστασίας των εμβίων ειδών που μολύνονται από τη διαφυγή πετρελαίου στο περιβάλλον αναλαμβάνονται από ειδικά κέντρα που λειτουργούν στη χώρα όπως για παράδειγμα το Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζώων και Πουλιών.

 

Στις κατά τόπου ενέργειες που αναλαμβάνονται βάσει του σχεδιασμού για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ρύπανσης των ακτών συνδράμουν μη κυβερνητικές οργανώσεις και εθελοντές που έχουν τεθεί στη διάθεση της κατά περίπτωση Λιμενικής Αρχής και τα στοιχεία των οποίων περιλαμβάνονται στα σχετικά ευρετήρια του τοπικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης.

 

1.2 Το σύστημα ετοιμότητας για την αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών.

 

1.2.1 Το εθνικό σύστημα ετοιμότητας καθορίζει ως Εθνικό Συντονιστή το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας σε συνεργασία με την Διεύθυνση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και προβλέπει την κλιμάκωση των ενεργειών αντιμετώπισης ανάλογα με την βαρύτητα του κάθε περιστατικού ρύπανσης. Σε κάθε επίπεδο κινητοποίησης των Αρχών αντιστοιχεί το ανάλογο σχέδιο έκτακτης ανάγκης.

 

Το Εθνικό Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης (National Contingency Plan: NCP) καλύπτει το σύνολο της επικράτειας, ενώ το Τοπικό Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης (Local Contingency Plan : LCP) - όπως αναλύεται στο υπόδειγμα που επισυνάπτεται - αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεωγραφικό τομέα χωρικής αρμοδιότητας της Λιμενικής Αρχής.

 

Το Τοπικό Σχέδιο κάθε Λιμενικής Αρχής περιλαμβάνει και αξιοποιεί τις δυνατότητες σε στελεχικό δυναμικό, τεχνικά μέσα και εξοπλισμό που διατηρούν σε ετοιμότητα, βάσει των εγκεκριμένων σχεδίων έκτακτης ανάγκης, οι υπεύθυνοι φορείς διοίκησης και εκμετάλλευσης στις παράκτιες εγκαταστάσεις διακίνησης πετρελαιοειδών, στα διυλιστήρια και στις πλατφόρμες εξόρυξης αργού πετρελαίου, στα εμπορικά λιμάνια, στις μαρίνες και στις κάθε είδους θαλάσσιες εγκαταστάσεις. Το Εθνικό και τα Τοπικά Σχέδια Έκτακτης Ανάγκης εμφανίζουν δομική αντιστοιχία και διαφοροποιούνται μόνον ως προς την κλίμακα κινητοποίησης για την προάσπιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος - ως προστατευόμενου δημόσιου αγαθού - και ως προς το βαθμό ανάλυσης των δράσεων των εμπλεκόμενων μερών για κάθε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ανάλογα με το βαθμό περιβαλλοντικής ευαισθησίας της.

 

1.2.2 Σε περίπτωση ανάγκης για κινητοποίηση του μηχανισμού αντιμετώπισης ενός περιστατικού ρύπανσης που υπερβαίνει τα δεδομένα όρια αρμοδιότητας μιας Λιμενικής Αρχής μπορεί να ενεργοποιούνται περισσότερα του ενός Τοπικά Σχέδια και να δρα ως Περιφερειακός Συντονιστής ο ιεραρχικά ανώτερος μεταξύ των εμπλεκομένων Τοπικών Συντονιστών, σύμφωνα με τις οδηγίες του Εθνικού Συντονιστή.

 

1.2.3 Οι παράκτιες εγκαταστάσεις διακίνησης πετρελαιοειδών, τα εμπορικά λιμάνια, οι εγκαταστάσεις εξόρυξης αργού πετρελαίου μακριά από τις ακτές, όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 της Διεθνούς Σύμβασης για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο, 1990 (International Convention on Oil Pollution Preparedness, Response and Co-operation, 1990:ΟPRC 90), που κυρώθηκε με το νόμο [Ν] 2252/1994 (ΦΕΚ 192/Α/1994), υποχρεούνται να διαθέτουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας, εναρμονισμένα με το τοπικό σχέδιο της οικείας Λιμενικής Αρχής και κατ' επέκταση με το εθνικό σχέδιο.

 

Με στόχο την αποτελεσματικότερη προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος τα κρατικά πλοία που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες καθώς και τα πολεμικά πλοία και οι ναύσταθμοι, οφείλουν στο μέτρο του δυνατού, να διαθέτουν σχεδιασμό και διαδικασίες συμβατές με τις ισχύουσες διεθνώς συστάσεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (International Maritime Organization: ΙΜΟ), καθώς και εξοπλισμό αντιμετώπισης περιστατικών ρύπανσης προερχόμενων από συνήθεις λειτουργικές διαδικασίες (πετρελεύσεις / εργασίες καθαρισμού κοκ), όπως επίσης και ευκολίες υποδοχής μιγμάτων πετρελαίου / νερού, όπου θα συγκεντρώνονται και τα εκπλύματα δεξαμενών καυσίμων για τελική νόμιμη διάθεσή τους στην ξηρά.

 

1.2.4 Η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού καταπολέμησης περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο προϋποθέτει τον υψηλό βαθμό συνεργασίας των Αρχών με τα στελέχη των εξειδικευμένων επιχειρήσεων αντιμετώπισης ρύπανσης και τους υπεύθυνους προστασίας περιβάλλοντος των παράκτιων εγκαταστάσεων.

 

Ο ρόλος των υπόψη φορέων είναι ιδιαίτερα σημαντικός στους τομείς της εκπαίδευσης του προσωπικού στην χρήση του ειδικού εξοπλισμού και των μέσων καταπολέμησης ρύπανσης, στη διεξαγωγή τακτικών ασκήσεων ετοιμότητας βάσει σεναρίων υποθετικών ατυχημάτων για προσομοίωση του συντονισμού των εμπλεκόμενων μερών του ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και στην συμμετοχή τους στις Ομάδες Σχεδίασης που προβλέπονται από τα Τοπικά Σχέδια Έκτακτης Ανάγκης.

 

1.2.5 Για την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο υιοθετείται κλιμακωτή ενεργοποίηση μηχανισμών αντιμετώπισης, βάσει του ακολουθούμενου εθνικού συστήματος που περιλαμβάνει τρία επίπεδα κινητοποίησης σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα (1) :

 

Πίνακας 1

Βαθμίδα κινητοποίησης

Εφαρμοζόμενο σχέδιο

Ποσότητα διαφυγόντος πετρελαίου στο περιβάλλον

Επίπεδο 1

PCF / FCP / LCP

Έως και 7 τόνους (βλέπε κατωτέρω σημείωση)

Επίπεδο 2

LCP / RCP / NCP

Άνω των 7 τόνων και μικρότερη των 700 τόνων

Επίπεδο 3

NCP

Από 700 τόνους και άνω

 

Υπόμνημα:

 

PCP: (Port Contingency Plan): Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης του φορέα διοίκησης ή εκμετάλλευσης του λιμένα.

 

FCP: (Facility Contingency Plan): Εγκεκριμένο σχέδιο έκτακτης ανάγκης της παράκτιας ή υπεράκτιας εγκατάστασης διακίνησης πετρελαιοειδών ή εξόρυξης πετρελαίου αντίστοιχα.

 

LCP: (Local Contingency Plan): Εγκεκριμένο τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης της Λιμενικής Αρχής.

 

RCP: (Regional Contingency Plan): Περιφερειακό σχέδιο έκτακτης ανάγκης που αποτελεί συνδυασμό των τοπικών σχεδίων των εμπλεκομένων Λιμενικών Αρχών υπό τον γενικό συντονισμό του ιεραρχικά ανώτερου Τοπικού Συντονιστή.

 

NCP: (National Contingency Plan): Εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες.

 

Σημείωση: Οι φορείς διοίκησης και εκμετάλλευσης των εμπορικών λιμένων εθνικής σημασίας, τα διυλιστήρια και οι κάθε είδους παράκτιες εγκαταστάσεις διακίνησης πετρελαιοειδών απαιτείται όπως διαθέτουν σχεδιασμό - προσωπικό, εξοπλισμό, μέσα και οργάνωση - για την αντιμετώπιση ρύπανσης που θα προέρχεται από ενδεχόμενη διαφυγή επιβλαβών ουσιών στο περιβάλλον συνεπεία ναυτικού ατυχήματος ή άλλης αιτίας και υποχρεούνται να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν άμεσα με μέσα που διαθέτουν αποκλειστικά για το σκοπό αυτό οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό προερχόμενο από διαφυγή υδρογονανθράκων στη θάλασσα σε ποσότητα ανάλογη προς το ωφέλιμο φορτίο των προσεγγιζόντων δεξαμενόπλοιων (Δ/Ξ - πλοίων) σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα (2).

 

Πίνακας 2: Συσχέτιση μεγέθους δεξαμενόπλοιου και εκτιμώμενης ποσότητας κηλίδας.

Ωφέλιμο φορτίο (Dead Weight Tons DWT)

30.000

50.000

70.000

100.000

200.000

240.000

Ποσότητα διαρρεύσαντος πετρελαίου (τόνοι)

700

1100

3.000

5.500

10.500

15.000

 

Το Επίπεδο 1 αναφέρεται στο σχεδιασμό αντιμετώπισης περιστατικών λειτουργικών ή ατυχηματικών ρυπάνσεων που κατά κανόνα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τις υφιστάμενες δυνατότητες κάθε συγκεκριμένης εγκατάστασης ή εμπορικού λιμένα.

 

Το Επίπεδο 2 αναφέρεται στο σχεδιασμό αντιμετώπισης περιστατικού ρύπανσης, το μέγεθος του οποίου απαιτεί τον συντονισμό περισσοτέρων φορέων διάθεσης τεχνικών μέσων, εξοπλισμού και προσωπικού καταπολέμησης.

 

Η ποσότητα των 700 τόνων πετρελαίου αποτελεί το όριο ενεργοποίησης των δύο πρώτων επιπέδων. Ωστόσο, στην πράξη, δεν ακολουθείται απαρέγκλιτα η ως άνω κατηγοριοποίηση που συσχετίζεται μόνον με την ποσότητα, αφού οι επικρατούσες συνθήκες κατά την εκδήλωση του περιστατικού και οι βάσιμες προγνώσεις εξέλιξής του, με τις εκτιμώμενες συνακόλουθες συνέπειες, βαρύνουν καθοριστικά στην απόφαση για το επίπεδο ενεργειών που ενδείκνυται να αναληφθούν.

 

Το Επίπεδο 3 αναφέρεται σε μεγάλης έκτασης σοβαρά περιστατικά ρύπανσης όταν τίθενται σε ετοιμότητα όλα τα διαθέσιμα μέσα και ενεργοποιείται σε εθνική κλίμακα το δυναμικό καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας.

 

Στις περιπτώσεις αυτές ενημερώνονται τα κέντρα διεθνούς συνεργασίας και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, αιτείται η συνδρομή άλλων χωρών, είτε μέσω του Περιφερειακού Κέντρου Άμεσης Επέμβασης για την Αντιμετώπιση της Ρύπανσης της Μεσογείου Θαλάσσης (Regional Marine Pollution Emergency Response Center for the Mediterranean Sea: REMPEC), στο πλαίσιο του περιφερειακού συστήματος προστασίας της Μεσογείου που έχει καθιερωθεί από το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Environment Programme: UNEP), είτε μέσω του Τμήματος Επείγουσας Επέμβασης για Ρύπανση (Urgent Pollution Alert Section) Βρυξελλών στο πλαίσιο του σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συνεργασία των Κρατών Μελών (ΚΜ) σε περιπτώσεις καταπολέμησης της ατυχηματικής ρύπανσης.

 

Σε ανάλογες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντική η πρόνοια επίσπευσης των τελωνειακών διαδικασιών για την έγκαιρη μεταφορά του ειδικού εξοπλισμού και την ανάπτυξή του στις πληγείσες περιοχές.

 

1.3 Προσδιορισμός θαλάσσιων περιοχών πιθανής εκδήλωσης σοβαρού περιστατικού ρύπανσης.

 

Ο αρχιπελαγικός χαρακτήρας της χώρας επιβάλλει όπως κατά τον σχεδιασμό κατανομής των μέσων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης δίδεται έμφαση τόσο στις θαλάσσιες περιοχές όπου υπάρχει αντικειμενικά αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης σοβαρού περιστατικού λόγω συχνής διέλευσης δεξαμενόπλοιων και λειτουργίας παράκτιων εγκαταστάσεων διακίνησης πετρελαίου ή εξεδρών εξόρυξης, όσο και στις περιβαλλοντικά ευαίσθητες ειδικά προστατευόμενες περιοχές (θαλάσσια πάρκα, λιμνοθάλασσες, δέλτα ποταμών, περιοχές ωοτοκίας προστατευόμενων ειδών, περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κ.ο.κ.).

 

1.4 Συμπεριφορά του πετρελαίου στη θάλασσα.

 

Τόσο οι φυσικοχημικές μεταβολές (εξάπλωση, εξάτμιση, διάλυση, βιοαποικοδόμηση, γαλακτωματοποίηση, φωτοοξείδωση, καταβύθιση), στις οποίες υπόκειται το πετρέλαιο ύστερα από τη διαρροή του στην θάλασσα, όσο και η αρχική του σύνθεση σε συνδυασμό με τις ωκεανολογικές και καιρικές συνθήκες, θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την επιλογή των τεχνικών καταπολέμησης.

 

Η ανάλυση επιπτώσεων των ως άνω φυσικοχημικών διεργασιών περιλαμβάνεται στο Εγχειρίδιο Καταπολέμησης Ρύπανσης, ενώ τα χαρακτηριστικά του πετρελαίου περιλαμβάνονται σε ειδικό παράρτημα των τοπικών σχεδίων των Λιμενικών Αρχών.

 

1.5 Επιφανειακή κίνηση του πετρελαίου.

 

Για την εκτίμηση της κατεύθυνσης κίνησης μιας πετρελαιοκηλίδας εκτιμώνται τα υφιστάμενα εμπειρικά δεδομένα, και ιδίως, ότι κάθε κηλίδα κινείται κατά την έννοια της συνισταμένης του 3% του διανύσματος της ταχύτητας του ανέμου και του διανύσματος της ταχύτητας του θαλασσίου ρεύματος που επικρατεί στην περιοχή της ρύπανσης. Κοντά στις ακτές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η ένταση των παλιρροιακών ρευμάτων για την ακριβέστερη πρόβλεψη της κίνησης του πετρελαίου. Ο Εθνικός Συντονιστής, αξιοποιεί, για την ασφαλέστερη πρόγνωση της κίνησης της κηλίδας, πληροφορίες και ερευνητικά πορίσματα που προέρχονται από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία και από άλλα εξειδικευμένα κέντρα ή επιστημονικά ιδρύματα, συγκεντρώνονται δε από τους ανωτέρω φορείς με βάση διαρκώς επικαιροποιούμενα στοιχεία, που διαβιβάζονται ιδίως από πλοιάρχους επιβατηγών πλοίων και εναέριους παρατηρητές, και αναλύονται με ειδικά προγράμματα λογισμικού που αναπτύσσουν οι φορείς αυτοί

 

1.6 Χαρτογράφηση του βαθμού ευαισθησίας των ακτών και εξοπλισμός αποτροπής προσβολής παραγωγικών μονάδων.

 

Για πρακτικούς λόγους καθορισμού προτεραιοτήτων προστασίας των επαπειλούμενων ακτογραμμών, σε περίπτωση εκδήλωσης περιστατικού, είναι καταγεγραμμένα στα τοπικά σχέδια των Λιμενικών Αρχών τα οικονομικά ευπαθή σημεία και οι περιβαλλοντικά ευαίσθητες θαλάσσιες και παράκτιες περιοχές και ειδικότερα: τα τμήματα της ακτής όπου υπάρχουν ιχθυοπαραγωγικές και οστρακοκαλλιεργητικές μονάδες, υδροβιότοποι, μονάδες αφαλάτωσης, βιομηχανικές υδροληψίες, λουτρικές και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, μαρίνες, αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους καθώς και αβαθή ή θαλάσσιες περιοχές με μικρή υδροδυναμική κυκλοφορία, όπου πρέπει να αποφεύγεται η χρήση χημικών διασκορπιστικών ουσιών πετρελαίου.

 

Στις παραπάνω ευαίσθητες παράκτιες εγκαταστάσεις πρέπει να διατίθεται ικανό έκταμα φράγματος και επαρκής ποσότητα απορροφητικών υλικών για προστασία τους σε περίπτωση εκδήλωσης περιστατικού ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο, στην ευρύτερη περιοχή.

 

1.7 Προτεραιότητα προστασίας.

 

Σε πολλές περιπτώσεις είναι ανέφικτη η αποτροπή προσβολής των παραλίων και θεωρείται πλεονεκτική η εκτροπή της κηλίδας προς συγκεκριμένη περιοχή της ακτής, όπου υπάρχει ευχερής πρόσβαση και δυνατότητα πλήρους εκμετάλλευσης του διαθέσιμου τεχνικού εξοπλισμού ανάκτησης του διαρρεύσαντος πετρελαίου.

 

Για το λόγο αυτό προκαθορίζονται με μέριμνα των Λιμενικών Αρχών στα αντίστοιχα τοπικά σχέδια οι περιοχές αυξημένης ανάγκης προστασίας, απεικονίζονται σε χάρτες περιβαλλοντικής ευαισθησίας (sensitivity maps) και δημοσιοποιούνται ευρέως στις τοπικές κοινωνίες, ώστε να αποφεύγεται η διάσταση απόψεων Αρχών και τοπικών φορέων εκπροσώπησης συμφερόντων κατά την πρώτη κρίσιμη φάση αντιμετώπισης κάθε τυχαίου περιστατικού.

 

1.8 Στρατηγική αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδων.

 

Ο προκαθορισμός μορφών και δικτύων επικοινωνίας υπό μορφή βάσεων δεδομένων (ευρετηρίων - πινάκων, ενσωματωμένων ως Παραρτημάτων στα τοπικά σχέδια έκτακτης ανάγκης) όλων των εμπλεκόμενων στην αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης φορέων επιταχύνει την ροή πληροφοριών μεταξύ των επιμέρους ομάδων επέμβασης και του συντονιστικού κέντρου (Τοπικού ή Εθνικού).

 

Η τυποποίηση της διαδικασίας υποβοηθεί την ασφαλή και ταχεία εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την αποτελεσματική κατανομή του εξοπλισμού καταπολέμησης.

 

Η κατηγοριοποίηση του τύπου της ακτογραμμής και των παραλίων σε συνδυασμό με την προεπιλογή των κατάλληλων μέσων καταπολέμησης και τον προκαθορισμό περιοχών με αυξημένη σχετική προτεραιότητα προστασίας, διευκολύνει στην λήψη απόφασης για την ακολουθητέα μέθοδο μεταξύ των παρακάτω εναλλακτικών δυνατοτήτων:

 

(i) Διακοπή ή κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση του ρυθμού διαφυγής του πετρελαίου στο περιβάλλον.

 

(ii) Παρακολούθηση της κίνησης της κηλίδας, εφόσον δεν συντρέχει κίνδυνος προσβολής ακτών, με πλωτά ή εναέρια μέσα.

 

(iii) Ανάκτηση του πετρελαίου από την επιφάνεια της θάλασσας.

 

(iv) Διασκορπισμός του πετρελαίου στην ανοιχτή θάλασσα.

 

(v) Προστασία των ευαίσθητων περιοχών (ευπαθών οικοσυστημάτων ή περιοχών οικονομικής δραστηριότητας).

 

(vi) Ανάκτηση του πετρελαίου από κατάλληλα σημεία της ακτής και στη συνέχεια καθαρισμός της παραλίας (βάσει των οδηγιών του Παραρτήματος ΧLΧ του Εγχειριδίου Καταπολέμησης Ρύπανσης.

 

(vii) Βιοαποκατάσταση ή

 

(viii) Οποιοσδήποτε πρόσφορος συνδυασμός των παραπάνω.

 

Η ταχύτητα στη λήψη των σχετικών αποφάσεων είναι πρωταρχικής σημασίας για τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των δυσμενών συνεπειών της ρύπανσης.

 

Η αντιμετώπιση της ρύπανσης σε απομακρυσμένες ακτές που έχουν προσβληθεί από πετρέλαιο θεωρείται λιγότερο επείγουσα και συχνά ενδείκνυται υπό προϋποθέσεις να συντελείται ο καθαρισμός από μόνη την δράση των φυσικών παραγόντων, αφού οι τεχνικές επεμβάσεις και οι εργασίες επιτείνουν σε ορισμένες περιπτώσεις την επιβάρυνση του περιβάλλοντος.

 

1.9 Οργάνωση για την καταπολέμηση της ρύπανσης της θάλασσας και των ακτών από πετρέλαιο.

 

1.9.1 Οι Λιμενικές Αρχές είναι υπεύθυνες για την κινητοποίηση των εμπλεκόμενων φορέων και αρχών και τον συντονισμό των ενεργειών τους, προκειμένου να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τα περιστατικά ρύπανσης στην περιοχή δικαιοδοσίας τους βάσει του κατά περίπτωση εγκεκριμένου τοπικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης.

 

1.9.2 Για την αντιμετώπιση σοβαρού περιστατικού ρύπανσης προβλέπεται η υπαγωγή των επιμέρους ομάδων καταπολέμησης - οι οποίες συγκροτούνται βάσει των τοπικών σχεδίων των Λιμενικών Αρχών και των υπόχρεων εγκαταστάσεων - στο Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Καταπολέμησης, που μεριμνά για τον συντονισμό των ομάδων καταπολέμησης σε ακτές και θάλασσα καθώς και την υποστήριξή τους κατά τις διαδοχικές φάσεις των εργασιών απορρύπανσης στις περιοχές που επλήγησαν, όπως φαίνεται σχηματικά στο ακόλουθο διάγραμμα:

 

pd.11.02.1

 

 

1.9.3 Του Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου Καταπολέμησης προΐσταται ο επικεφαλής του κλιμακίου του Εθνικού Συντονιστή, το οποίο μεταβαίνει στην περιοχή του συμβάντος.

 

Το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Καταπολέμησης είναι δυνατόν να εδρεύει στο κτίριο της πλησιέστερης Λιμενικής Αρχής, είτε στις εγκαταστάσεις ενός εκ των συνεργαζομένων φορέων, είτε σε κατάλληλο χώρο εκμισθούμενο για το σκοπό αυτό (ad hoc), ο οποίος θα διαθέτει υποδομές τηλεπικοινωνιών, ενδιαιτήματα και γραμματειακή υποστήριξη, για τον ευχερή συντονισμό των επιχειρησιακών ομάδων επέμβασης και των ομάδων υποστήριξης, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε όλες τις περιοχές όπου έχουν αναληφθεί, συνεχίζονται ή ολοκληρώνονται σταδιακά οι εργασίες καταπολέμησης, σύμφωνα με τις οδηγίες και τον προγραμματισμό που καταστρώνεται από το κλιμάκιο του Εθνικού Συντονιστή.

 

Ο επικεφαλής έχει, στον επιχειρησιακό τομέα καταπολέμησης της ρύπανσης στη θάλασσα και καθαρισμού των ακτών, την πλήρη και αποκλειστική αρμοδιότητα συντονισμού / κατανομής των διαθέσιμων μέσων στις πληγείσες περιοχές.

 

Παράλληλα καθορίζει κατά την κρίση του το μέλος του κλιμακίου που συντονίζει και εποπτεύει το έργο όλων των Αξιωματικών Διοικητικής Μέριμνας των επιμέρους Λιμενικών Αρχών που εμπλέκονται στις διοικητικής φύσης εργασίες υποστήριξης της αντιμετώπισης του περιστατικού και στην τήρηση των λογιστικών στοιχείων κόστους καταπολέμησης και των εξόδων του Δημοσίου ανά γεωγραφική περιοχή ή τομέα δραστηριοποίησης επιχειρησιακών μέσων και προσωπικού.

 

Το κλιμάκιο του Εθνικού Συντονιστή απαρτίζεται από έμπειρους και καταρτισμένους Αξιωματικούς Λιμενικού Σώματος σε θέματα καταπολέμησης ρύπανσης και οργάνωσης της αντιμετώπισης ανάλογων περιστατικών στη θάλασσα και στις ακτές, οι οποίοι επιλέγονται κατά περίπτωση από ειδικό πίνακα που καταρτίζεται κατ' έτος με μέριμνα της Διεύθυνσης Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και εγκρίνεται από τον Αρχηγό Λιμενικού Σώματος.

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.