Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 137/09

ΣτΕ 137/2009


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 137/2009

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-03-2007, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Δ. Κ. Κουσούλης, Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 06-06-2005 έφεση:

 

των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, οι οποίοι παρέστησαν με τον Βασίλειο Κουρούμαλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

κατά της __________, κατοίκου Κάτω Σουλίου Μαραθώνα Αττικής (__________), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία Γκότζη (Αριθμός Μητρώου 8989), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

 

και κατά της υπ' αριθμόν 1112/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βασιλειάδη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα και του Υπουργού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και την πληρεξούσια της εφεσίβλητης, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως δεν απαιτείται, κατά το νόμο, η καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, με την κρινομένη έφεση ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της υπ' αριθμόν 1112/2005 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή (αίτηση ακυρώσεως) της εφεσίβλητης και ακυρώθηκε η υπ' αριθμ. 5086/01/2002 πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής. Με την τελευταία, διατάχθηκε η κατεδάφιση, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 114 του νόμου 1892/1990, κατασκευών (βάσης από μπετόν, λυομένου οικήματος, τοιχίου και περίφραξης), που είχαν ανεγερθεί αυθαιρέτως σε δασική έκταση, εκχερσωθείσα κατόπιν αδείας για γεωργική καλλιέργεια, στη θέση Πάτημα Κάτω Σουλίου της περιφέρειας του Δήμου Μαραθώνος Αττικής.

 

3. Επειδή, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 46 του νόμου 2145/1993 (ΦΕΚ 88/Α/1993):

 

{Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ή καθ' υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων εξαιρέσεων, την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση, εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση ... και με χρηματική ποινή ...}

 
ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 71 του νόμου 998/1979:

 

{... Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υπόχρεου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφιση των κτισμάτων.}

 

Εξ άλλου, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 114 του νόμου 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α/1990) ορίζεται ότι:

 

{Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημόσιων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά ...}

 

στη δε παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του νόμου 2880/2001 (ΦΕΚ 9/Α/2001), ορίζεται ότι:

 

{Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις, στις ανωτέρω εκτάσεις, κατεδαφίζονται υποχρεωτικά, κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και με τη συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας.}

 

Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 114 του νόμου 1892/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του νόμου 2145/1993:

 

{Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ 2 τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, του φερόμενου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας. Αν τα παραπάνω πρόσωπα είναι άγνωστα ή άγνωστης διαμονής, η κλήση τοιχοκολλάται στην είσοδο του κτίσματος. Κατά της αποφάσεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου ...}

 

ενώ, κατά την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου:

 

{Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979.}

 

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, προϋπόθεση για τη νομιμότητα διαταγής κατεδαφίσεως αυθαιρέτου κτίσματος είναι, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση της ανεγέρσεώς του εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως πρέπει, εν όψει των συνεπειών της, να είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1165/2002, 2659/1999, 5819/1996 κ.ά.).

 

4. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 102 του νόμου [Ν] 4173/1929 (ΦΕΚ 205/Α/1929), όπως τροποποιηθέν ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 317 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 (ΦΕΚ 7/Α/1969), επετράπη υπό προϋποθέσεις η χορήγηση άδειας εκχερσώσεως ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων προς μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια. Κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, με την άδεια εκχερσώσεως επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της εκτάσεως για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, αποκλείεται δε η περαιτέρω αλλαγή της χρήσεως της εκτάσεως σε οικιστική ή άλλη χρήση. Ως εκ τούτου η έκταση δεν χάνει οριστικά τον δασικό της χαρακτήρα, αλλά εφ' όσον και για όσον χρόνο καλλιεργείται γεωργικώς. Τούτων παρέπεται ότι η παράβαση της υπό του νόμου αποκλειστικώς επιτρεπομένης χρήσεως της εκχερσωθείσας δασικής εκτάσεως, πέραν της δυνατότητας ανακλήσεως της αδείας εκχερσώσεως με ρητή πράξη της Διοικήσεως (παράβαλε ΣτΕ 2051/2003, 2342/1999, 1592/1987, 3416/1974), συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 71 του νόμου 998/1979 και 114 του νόμου 1892/1990 (ΣτΕ 1661/2005, 2277/2004, 2078/2004 παράβαλε ΣτΕ 566/1979). Προς την ανωτέρω ρύθμιση του νόμου, άλλωστε στοιχούν οι διατάξεις της παραγράφου 1 της αποφάσεως 64629/1988 του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 243/Β/1988), εκδοθείσης κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του νόμου 998/1979, με τις οποίες ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι:

 

{τα ιδιωτικά δάση και οι ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, οι οποίες έχουν εκχερσωθεί νομίμως για γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια μέχρι την έναρξη ισχύος του Συντάγματος (11-06-1975) και έκτοτε καλλιεργούνται γεωργικώς ή δενδροκομικώς, εξακολουθούν να διατηρούν το δασικό τους χαρακτήρα.}

 

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με αποφάσεις της Γενικής Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας (υπ' αριθμούς 43047/589/1951, 4901/70/1956 και 191645/2999/1957) επετράπη στους δασοκτήμονες του δάσους Κάτω Σούλι Μαραθώνος η εκχέρσωση δασικών εκτάσεων, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 102 του νόμου [Ν] 4173/1929, προς απόδοση σε μόνιμη γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια. Στη συνέχεια, με την προαναφερθείσα υπ' αριθμόν 64629/1988 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας ορίσθηκε ότι τα ιδιωτικά δάση και οι ιδιωτικές δασικές εκτάσεις που έχουν εκχερσωθεί νομίμως για γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια πριν από την ισχύ του Συντάγματος εξακολουθούν να διατηρούν το δασικό τους χαρακτήρα, επακολούθησε δε η υπ' αριθμόν 96346/525ΠΕ/989 απόφαση της Διεύθυνσης Προστασίας Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία ευρύτερες δασικές εκτάσεις στην προαναφερθείσα θέση αναγνωρίσθηκαν ως ιδιωτικές κτήσεις.

 

Κατόπιν αυτοψίας διενεργηθείσης στις 06-02-1991 από υπαλλήλους του Δασαρχείου Καπανδριτίου διαπιστώθηκε ότι στις θέσεις Πάτημα- Αγριλέζα Κάτω Σουλίου της περιφέρειας του Δήμου Μαραθώνος Αττικής, ορισμένοι ιδιώτες, μεταξύ των οποίων και η εφεσίβλητη, αξιοποίησαν οικιστικά μεταξύ των ετών 1989-1991, παράνομα, την αναγνωρισθείσα ως ιδιωτική και παραχωρηθείσα για γεωργική καλλιέργεια δασική έκταση εμβαδού 420 στρεμμάτων, η οποία περιλαμβάνεται σε ευρύτερη παραχωρηθείσα έκταση 4.419,28 στρεμμάτων, η δημοσιοποιηθείσα δε οικιστικά έκταση καλυπτόταν προ της κατά τα έτη 1956-1957 εκχερσώσεώς της, ύστερα από άδεια του Υπουργείου Γεωργίας προκειμένου να αποδοθεί σε γεωργική καλλιέργεια, από δάσος αείφυλλων - πλατύφυλλων και χαλεπίου πεύκης (βλέπε την από 06-02-1991 έκθεση αυτοψίας του τεχνολόγου δασοπονίας __________). Κατόπιν τούτου, υποβλήθηκε η υπ' αριθμόν 512/1991 μηνυτήρια αναφορά του Δασάρχη Καπανδριτίου και κλήθηκε η εφεσίβλητη, με την υπ' αριθμόν 4734/1991 πρόσκληση του αυτού Δασάρχη, να κατεδαφίσει τις αναφερόμενες στο έγγραφο αυτό κατασκευές και, συγκεκριμένα, βάση από μπετόν, λυόμενο οίκημα, τοιχίο από τσιμεντόλιθους και συρματόπλεγμα. Εν συνεχεία εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 189/1992 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία διατάχθηκε η κατεδάφιση των ανωτέρω κατασκευών, πλην η σχετική διαδικασία επαναλήφθηκε δια της υπ' αριθμόν 8431/2001 νέας προσκλήσεως του Δασάρχη Καπανδριτίου, λόγω της μη προσήκουσας κοινοποίησης της αρχικής προσκλήσεως προς οικειοθελή κατεδάφιση. Σύμφωνα με την από 07-12-2001 έκθεση επιδόσεως του δασοφύλακα __________, η μεταγενέστερη, υπ' αριθμόν 8431/2001, πρόσκληση του Δασάρχη Καπανδριτίου επιδόθηκε νομοτύπως στην εφεσίβλητη. Επακολούθησε, κατόπιν της υπ' αριθμόν 9090/2001 σχετικής πρότασης του Δασαρχείου Καπανδριτίου, η έκδοση της απόφασης 5086/01/2002 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής με την οποία διατάχθηκε εκ νέου, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 71 του νόμου 998/1979 και 114 του νόμου 1892/1990, η κατεδάφιση των ως άνω αυθαιρέτων κατασκευών, δηλαδή τσιμεντένιας βάσης 9 x 7 x 1 m, λυομένου οικήματος 9 x 7 x 4 m με σκέπαστρο από κεραμίδια, τοιχίου από τσιμεντόλιθους και περίφραξης από συρματόπλεγμα 114 x 0.3 x 1.5 m.

 

Κατά της πράξεως αυτής η ήδη εφεσίβλητη άσκησε την από 06-03-2003 προσφυγή, με την εκκαλούμενη δε απόφαση έγινε δεκτό ότι το ένδικο αυτό βοήθημα, το οποίο αποτελεί αίτηση ακυρώσεως, ασκήθηκε παραδεκτώς και, περαιτέρω, ότι η πράξη κατεδαφίσεως είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι η επίδικη έκταση στην οποία έχουν ανεγερθεί οι προαναφερόμενες κατασκευές περιλαμβάνεται σε ευρύτερη έκταση, η οποία παραχωρήθηκε το έτος 1957 για γεωργική καλλιέργεια, και, συνεπώς, ήρθη ο δασικός της χαρακτήρας, εν όψει και του ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η επίμαχη έκταση διατήρησε το δασικό της χαρακτήρα και μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975.

 

Όπως, όμως, αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η παράβαση της υπό του νόμου αποκλειστικώς επιτρεπομένης χρήσεως της εκχερσωθείσας δασικής εκτάσεως, συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 71 του νόμου 998/1979 και 114 του νόμου 1892/1990. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδεχόμενο τα αντίθετα εσφαλμένως ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις, για τον λόγο δε αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, υπ' αριθμόν 1112/2005, απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

6. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 64 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως της αιτούσας - εφεσίβλητης.

 

7. Επειδή, προβάλλεται ότι η πράξη κατεδαφίσεως είναι ακυρωτέα, διότι ουδέποτε επιδόθηκαν στην αιτούσα η έκθεση αυτοψίας και η πρόσκληση για κατεδάφιση των επίμαχων κατασκευών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος κατά το πρώτο μεν σκέλος ως αβάσιμος, διότι από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν απαιτείται επίδοση της εκθέσεως αυτοψίας στον ενδιαφερόμενο, κατά το δεύτερο δε σκέλος, διότι ερείδεται σε ανακριβή προϋπόθεση, αφού, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν, η υπ' αριθμόν 8431/2001 πρόσκληση του Δασάρχη Καπανδριτίου επιδόθηκε στην εφεσίβλητη (βλέπε το από 07-12-2001 αποδεικτικό επιδόσεως του δασοφύλακα __________). Συνεπώς, ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 

8. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία, βάσει των οποίων κρίθηκε από τη Διοίκηση ότι αποδεικνύεται ο δασικός χαρακτήρας της εκτάσεως, αφού η περιοχή δεν έχει χαρακτηρισθεί νόμιμα ως δασική ούτε έχει συνταχθεί δασολογικός και κτηματολογικός πίνακας. Όπως, όμως, συνομολογείται με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, προκύπτει άλλωστε και από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου, η επίμαχη έκταση είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα και παραχωρήθηκε αποκλειστικά για γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια. Επομένως, ο προαναφερόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

9. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι η περιοχή στην οποία κείται η επίμαχη έκταση δεν είναι δασική, αλλά, μετά την άδεια για εκχέρσωση και διανομή ευρύτερης εκτάσεως, έχει προσλάβει εποικιστικό χαρακτήρα λόγω της ασφαλτόστρωσης οδών και της υδροδότησης από το Δήμο Μαραθώνος των αγροτεμαχίων, για την περιοχή δε αυτή έχει κατατεθεί και σχέδιο οικισμού στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Ο ανωτέρω λόγος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι η παραχώρηση δάσους για γεωργική και δενδροκομική καλλιέργεια δεν μεταβάλει το χαρακτήρα της εκτάσεως ως δασικής, αφού σε περίπτωση διακοπής της καλλιέργειας εξακολουθεί, κατά τα εκτεθέντα, η διαχείρισή της σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και αφετέρου διότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλείται η εφεσίβλητη - αιτούσα, ανεξαρτήτως αν είναι ακριβή, δεν καθιστούν, πάντως, την έκταση οικιστική, μια υπαγόμενη στην ανωτέρω νομοθεσία.

 

10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η από 06-03-2003 αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης-αιτούσας πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την υπό κρίση έφεση.

 

Εξαφανίζει την απόφαση 1112/2005 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το σκεπτικό.

 

Δικάζει την αίτηση ακυρώσεως της εφεσίβλητης - αιτούσας και την απορρίπτει.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου που κατατέθηκε για την αίτηση ακυρώσεως (υπ' αριθμούς 214417, 525511/2003 έντυπα παραβόλου σειράς Α').

 

Επιβάλλει στην εφεσίβλητη - αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσό των 920 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18-06-2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14-01-2009.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.