Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 216/96

ΣτΕ 216/1996


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 216/1996

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 23-05-1995, με την εξής σύνθεση: Χρήστος Γεραρής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Σύμβουλοι, Ελένη Δανδουλάκη, Κ. Ευστρατίου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου.

 

Για να δικάσει την από 14-02-1992 αίτηση:

 

των 1) Σωματείου με την επωνυμία __________, το οποίο εδρεύει στο __________, το οποίο δεν παρέστη, αλλά με έγγραφη δήλωση του Προέδρου του έχει παραιτηθεί, 2) __________, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Χριστοφιλόπουλο (Αριθμός Μητρώου 4462), που τον διόρισε στο ακροατήριο

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Λάζο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

και κατά των παρεμβαινόντων 1) __________ και 2) __________, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Δημήτρη Πανταρώτα (Αριθμός Μητρώου 2448), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 9944/1991 απόφαση του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκόπουλου της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής με την οποία απορρίφθηκε η υπ' αριθμόν 5777/1991 απόφαση του ιδίου Γραφείου.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Ευστρατίου.

 

Κατόπιν, το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος που παρέστη, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (9688351, 9688352/1992 διπλότυπα εισπράξεως της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 1032750, 4465762/1992 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 9944/1991 αποφάσεως του Προϊσταμένου του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκόπουλου της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, με την οποία έγινε δεκτή ένσταση του __________ και ακυρώθηκε η 5777/1991 απόφαση υπαλλήλων της ίδιας υπηρεσίας. Η τελευταία απόφαση είχε διατάξει την κατεδάφιση περιφράξεως, κάθετης προς την ακτή, στο πλάγιο όριο του ακινήτου των ασκησάντων την ένσταση με την αιτιολογία ότι η περίφραξη εμποδίζει την πρόσβαση στον αιγιαλό. Το ακίνητο αυτό βρίσκεται στο 36,52 km της παραλιακής λεωφόρου Βουλιαγμένης - Σουνίου.

 

3. Επειδή, στη δίκη παραδεκτώς παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως με κοινό δικόγραφο οι ανωτέρω __________, φερόμενοι ως ιδιοκτήτες του ακινήτου με την περίφραξη στο πλάγιο όριο.

 

4. Επειδή, το αιτούν σωματείο Εξωραϊστικός σύλλογος οικιστών Αγίας Μαρίνας Δήμου Κορωπίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως με την από 14-03-1995 δήλωσή του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν τούτου η κρινόμενη αίτηση πρέπει να εξετασθεί ως προς τον δεύτερο αιτούντα __________, ο οποίος, φερόμενος ως κάτοικος της περιοχής όπου βρίσκεται η επίμαχη περίφραξη, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς ασκεί την κρινόμενη αίτηση που επιδιώκει την κατεδάφιση της περίφραξης για τη διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στον αιγιαλό.

 

5. Επειδή, η απόφαση κατεδάφισης της περιφράξεως και η ακυρωτική αυτής προσβαλλόμενη απόφαση έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 23 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (ΦΕΚ 33/Α/1983), όπου ορίζονται τα εξής:

 

{Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του 1923 και σε ζώνη πλάτους 500 m από την ακτή ή την όχθη δημοσίων λιμνών ... δεν επιτρέπονται οι περιφράξεις. Κατ' εξαίρεση περιφράξεις επιτρέπονται σε περίπτωση που είναι αναγκαίες για την προστασία καλλιεργειών ή άλλων ειδικών χρήσεων που προσδιορίζονται με προεδρικό διάταγμα ... Επίσης από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού στις πιο πάνω περιοχές είναι δυνατό, με απόφαση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, να επιβληθεί η διακοπή των εργασιών κάθε είδους περίφραξης, καθώς και η κατεδάφιση περιφράξεων που έχουν τελειώσει, εφόσον οι περιφράξεις αυτές παρεμποδίζουν την πρόσβαση προς την ακτή ή την όχθη δημοσίας λίμνης και στο μέτρο που η διακοπή ή η κατεδάφιση εξυπηρετεί την πρόσβαση αυτή ή που συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι περιφράξεις κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού θεωρούνται αυθαίρετες και εφαρμόζονται για την κατεδάφισή τους οι διαδικασίες του άρθρου 17 του παρόντος ...

 

7. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγουμένων παραγράφων του άρθρου αυτού μπορεί να ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.}

 

Κατ' εφαρμογήν της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 44353/1812/1983 απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η οποία ρυθμίζει τη διαδικασία κατεδαφίσεως περιφράξεων προϋφιστάμενων της ενάρξεως της ισχύος του νόμου και προσδιορίζει τις ειδικότερες περιπτώσεις που η κατεδάφιση είναι αναγκαία για την πρόσβαση στη θάλασσα και την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα η υπουργική αυτή απόφαση, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όριζε στην παράγραφο 2 ότι η κατεδάφιση των περιφράξεων θεωρείται αναγκαία:

 

{α. Όταν μία ή περισσότερες συνεχείς περιφράξεις, ανεξαρτήτως μήκους, λόγω της μορφολογία του εδάφους αποκλείουν πλήρως ή δυσχεραίνουν ιδιαίτερα την πρόσβαση του κοινού προς την ακτή ...

 

β. Όταν μία ή περισσότερες περιφράξεις που επεκτείνονται σε μεγάλο μήκος προς οποιαδήποτε κατεύθυνση μέσα στη ζώνη των 500 m παρεμποδίζουν την προσπέλαση προς τις διεξόδους που οδηγούν στην ακτή. Το πέμπτο συνεχές μήκος των περιφράξεων αυτών εκτιμάται κατά περίπτωση από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, δεν μπορεί πάντως να είναι μεγαλύτερο των 300 m}

 

Όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες διατάξεις, απαγορεύεται γενικώς από την έναρξη ισχύος του νόμου 1337/1983 η περίφραξη ακινήτων εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφιστάμενων του 1923 σε ζώνη πλάτους 500 m από την ακτή της θάλασσας, ενώ ειδικώς περιφράξεις που είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται ή αποπερατώθηκαν πριν από την ισχύ του νόμου (14-03-1983) κατεδαφίζονται με απόφαση της πολεοδομικής αρχής, κατά το μέτρο που παρεμποδίζουν την προσπέλαση προς την ακτή. Η κατ' εφαρμογήν του νόμου εκδοθείσα υπουργική απόφαση εξειδικεύει ενδεικτικώς τις περιπτώσεις που είναι αναγκαία η κατεδάφιση και δεν θέτει, ούτε μπορούσε από απόψεως νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως να θέσει, αυτοτελείς προϋποθέσεις για την κατεδάφιση των παρακωλυουσών την πρόσβαση στην θάλασσα περιφράξεων (βλέπε ΣτΕ 121/1987). Έτσι, ούτε από το νόμο ούτε από την κανονιστική υπουργική απόφαση τίθεται ως αυτοτελής προϋπόθεση υποχρεωτικό κατώτατο όριο 300 m μεταξύ δύο προσβάσεων προς τη θάλασσα, αλλά η απόσταση αυτή συνεκτιμάται μαζί με άλλα κριτήρια, όπως η μορφολογία του εδάφους, η χλωρίδα της περιοχής, η αισθητική του τοπίου και εν γένει η προστασία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό πάντοτε με τις υφιστάμενες ανάγκες εξυπηρετήσεως του κοινού για πρόσβαση προς την ακτή. Ενόψει των ανωτέρω, αβασίμως προβάλλεται με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ότι μοναδικό κριτήριο για την υποχρεωτική κατεδάφιση περιφράξεως και τη διάνοιξη διόδου προς τη θάλασσα είναι η απόσταση των 300 m από την εγγύτερη δίοδο και ότι, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η επόμενη εγγύτερη διέξοδος προς την ακτή απείχε 327 m, η προσβαλλόμενη ακυρωτική απόφαση, κατά παράβαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου, δέχθηκε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση κατεδαφίσεως της επίδικης περίφραξης για την εξασφάλιση προσπέλασης προς την ακτή.

 

6. Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τρία αιτιολογικά ερείσματα για την ακύρωση της αποφάσεως που διέτασσε την κατεδάφιση της περιφράξεως του ακινήτου των παρεμβαινόντων.

 

Πρώτον, γίνεται δεκτό ότι η δίοδος που θα διανοιγόταν οδηγεί σε πολύ επικίνδυνη και απόκρημνη ακτή, με συνέπεια να δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για την ασφάλεια του κοινού, προς αποτροπή των οποίων απαιτείται η κατασκευή ειδικών έργων στο χώρο του αιγιαλού και της παραλίας.

 

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι στο σημείο από το οποίο θα άρχιζε η δίοδος από την λεωφόρο Σουνίου προς την ακτή έχει τοποθετηθεί μεταλλική μπάρα προστασίας από τα οχήματα, η οποία παρεμποδίζει την ελεύθερη παράλληλη και κάθετη προς την λεωφόρο κίνηση των πεζών με συνέπεια να υπάρχει κίνδυνος προκλήσεως ατυχημάτων.

 

Τρίτον, εκτιμάται ότι υπάρχει ασφαλής δίοδος σε απόσταση 327 m από την οποία είναι δυνατή η πρόσβαση στα επίμαχα λιμανάκια που βρίσκονται πλησίον στο ακίνητο των παρεμβαινόντων.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά το ως άνω πρώτο σκέλος, πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι, όπως βασίμως προβάλλεται δεν έλαβε υπόψη και δεν απαντά στους προβληθέντες, κατ' επανάληψη, με αναφορές και καταγγελίες του αιτούντος και λοιπών κατοίκων της περιοχής, ουσιώδεις ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους στο επίμαχο σημείο υπήρχε φυσικό μονοπάτι που οδηγούσε προς την ακτή, του οποίου αλλοιώθηκε η μορφολογία του εδάφους με ενέργειες των παρεμβαινόντων, και ότι με τις υφιστάμενες συνθήκες είναι δυνατή η ασφαλής προσπέλαση προς τα παρακείμενα δύο λιμανάκια με παράλληλη κίνηση κατά μήκος της ακτής και εκτέλεση απλών κατασκευαστικών εργασιών (ξερολιθιά) σε λωρίδα εδάφους εκτός του οριοθετημένου αιγιαλού.

 

Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη και κατά το δεύτερο σκέλος, όπως επίσης βασίμως προβάλλεται, διότι η τοποθετηθείσα μεταλλική μπάρα αποτελεί τεχνητή κατασκευή, η οποία δεν δύναται καθεαυτή να παρεμποδίσει τη δημιουργία ελεύθερης προσπέλασης προς την ακτή, εφόσον δεν βεβαιώνεται ότι η τοποθέτηση αυτής κατά τρόπον που να αποκλείει τη δίοδο είναι υποχρεωτική λόγω της μορφολογίας του εδάφους (απότομη καμπυλότητα της οδού ή κρημνός).

 

Τέλος, το τρίτο αιτιολογικό σκέλος δεν δύναται να στηρίξει αυτοτελώς την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον η απόσταση των 327 m συνηγορεί καταρχήν για τη διάνοιξη και άλλης διόδου, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη ο προταθείς ισχυρισμός, συνοδευόμενος και από σχετικό φωτογραφικό υλικό, ότι η δίοδος εκείνη οδηγεί σε βραχώδη και ακατάλληλη για κολύμβηση ακτή. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί, ως πλημμελώς αιτιολογημένη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον αιτούντα.

 

Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Π. Χριστόφορου η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδοθείσα μετά από εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλλου, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα και στο προοίμιο αυτής, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε ν' απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

9. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ν' απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Ακυρώνει κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό, την 9944/1991 απόφαση του Προϊσταμένου του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκόπουλου.

 

Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση.

 

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει, συμμέτρως, στο Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος που ανέρχεται σε 28.000 δραχμές.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29-05-1995.

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος

Η Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16-01-1996.

 

Ο Πρόεδρος του Δ' Τμήματος

Ο Γραμματέας του Δ' Τμήματος

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.