Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2712/12

ΣτΕ 2712/2012


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2712/2012

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-05-2010, με την εξής σύνθεση: Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Ν. Ρόζος, Ιωάννης Μαντζουράνης, Σύμβουλοι, Χρήστος Ντουχάνης, Ό. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 07-04-2006 αίτηση:

 

των: 1) __________ και 2) __________, κατοίκων Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο __________, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος παρέστη με την __________, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 18/2005 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης.

 

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χ. Ντουχάνη.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2028050, 2740478/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 18/2005 απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αιτούντων κατά της 159/2002 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Θεσσαλονίκης, και ακυρώθηκε τόσο η εν λόγω απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, όσο και η 5397/27-09-1990 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε χαρακτηρισθεί έκταση 3.343 m2, ευρισκόμενη στη θέση Κιοφεκέ Τσεσμεσί της εδαφικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Εξοχής του Δήμου Χορτιάτη του Νομού Θεσσαλονίκης, ως δασική έκταση.

 

3. Επειδή, με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979) ορίζεται ότι:

 

{Παρά τη έδρα εκάστου νομού συγκροτείται Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία είναι αρμόδια δια την επίλυσιν διαφορών αναφερομένων εις τον χαρακτήρα περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή εις τα όρια ταύτης. Επίσης η Επιτροπή αυτή αποφαίνεται επί παντός ετέρου θέματος παραπεμπόμενου εις αυτήν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου}

 

και ότι:

 

{Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ταύτης χωρεί προσφυγή ενώπιον Δευτεροβαθμίου Επιτροπής.}

 

Εξάλλου, στο άρθρο 14 του νόμου 998/1979 ορίζεται ότι:

 

{1. Εάν δεν έχει καταρτισθεί εισέτι δασολόγιο, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τις στο άρθρο 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτηση οιουδήποτε έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως δια πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.

 

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πράξις, ερειδόμενη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως αιτιολογημένη δι' αναφοράς εις την μορφολογία του εδάφους, το είδος, την σύνθεση, την έκταση της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τις τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφές, ως και εις παν έτερον χρήσιμο στοιχείον προς χαρακτηρισμό της εκτάσεως. Η πράξις αυτή κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετική αίτηση ιδιώτη ή νομικό πρόσωπον ή δημόσια υπηρεσία, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα με μέριμνα του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικό κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμο ή κοινότητα, μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικές εφημερίδες ή εις μίαν τοπική και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης.

 

3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης οι προηγούμενες παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομο συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγούμενη παράγραφο δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτηση έκτασις ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικό φάκελλο και τις προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτη, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήσει αυτοψία προς μόρφωση ασφαλέστερης γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων.

 

4. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο αποφάσεις των επιτροπών, δι' ων χαρακτηρίζονται περιοχές τινές ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικές εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ' όψιν κατά την μεταγενέστερη χαρτογράφηση και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωση αυτού, συμφώνως προς τα στα άρθρα 12 και 13 οριζόμενα.}

 

Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του νόμου 998/1979, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή, μετά την αντικατάσταση των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του νόμου 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003), ορίζονται τα εξής:

 

{1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).

 

2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

 

3. ...

 

4. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι), που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων ...

 

5. ...

 

6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) Οι γεωργικώς καλλιεργούμενες εκτάσεις, β) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι ευρισκόμενες επί πεδινών εδαφών ή επί ανωμάλου εδάφους ή λόφων, εφ' όσον δεν εμπίπτουν εις τις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή δεν έχουν κηρυχθεί ένεκα του προστατευτικού αυτών χαρακτήρος ή εξ άλλου λόγου δασωτέες ή αναδασωτέες κατά τα στο άρθρο 38 του παρόντος νόμου οριζόμενα, γ) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις, οι ευρισκόμενες επί των ως άνω πεδινών ή ανωμάλων ή λοφωδών εδαφών, δ) ... ε) ... στ) ...}

 

4. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 74 του αυτού νόμου 998/1979:

 

 

{1. Δημόσια χορτολιβαδικά εδάφη, τα οποία δεν περιλαμβάνονται εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, ώστε να αποτελούν μετά της δασικής βλαστήσεως ενιαίο σύνολον κατά τα στο άρθρο 3 παράγραφος 3 προβλεπόμενα, ουδέ κηρύσσονται ένεκα του προστατευτικού αυτών χαρακτήρος ή εξ άλλου λόγου δασωτέα κατά τα στο άρθρο 38 παράγραφοι 1 έως και 3 οριζόμενα, αφού χαρτογραφηθούν, περιέρχονται, εντός πενταετίας από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, εις την διαχείρισιν της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργικής Αναπτύξεως και διατίθενται προς αγροτική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση κατά τις κείμενες διατάξεις ή παραχωρούνται προς εξυπηρέτησιν των στο κεφάλαιο ΣΤ του παρόντος νόμου αναφερομένων σκοπών.

 

2. Ιδιωτικά χορτολιβαδικά εδάφη τελούντα υπό τις εν παραγράφω 1 συνθήκες διέπονται από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος υπό των διατάξεων της αστικής και αγροτικής νομοθεσίας, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 62 του παρόντος νόμου.

 

3. Πάσα αμφισβήτησις περί του χαρακτήρος ή των ορίων εκτάσεως υπαγόμενης εις τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων επιλύεται υπό της κατά το άρθρο 10 παράγραφος 3 επιτροπής.}

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του νόμου 3208/2003 προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 3 του νόμου 998/1979 με το εξής περιεχόμενο:

 

{Οι δημόσιες μη εποικιστικές εκτάσεις των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 6, καθώς και οι δημόσιες εκτάσεις που λόγω του είδους της βλάστησης δεν εμπίπτουν στις παραγράφους 1, 2 και 4, αλλά ευρίσκονται επί κλιτύων ορέων, που δεν παραδόθηκαν κατά τις διατάξεις του άρθρου 74 στις γεωργικές υπηρεσίες, εξακολουθούν να τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση της δασικής υπηρεσίας, με μέριμνα της οποίας χαρτογραφούνται και διατίθενται για την εξυπηρέτηση των σκοπών που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως και 61 του παρόντος νόμου και στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του νόμου 1734/1987 ή χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι ή για τη δημιουργία νέων δασών ...}

 

Τέλος, με το άρθρο 23 του νόμου 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003), καταργήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 74 του νόμου 998/1979, όχι, όμως, και η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι Επιτροπές του άρθρου 10 του νόμου 998/1979 είναι αρμόδιες, μεταξύ άλλων, να επιλύουν διαφορές και ως προς το χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως χορτολιβαδικής. Οι αποφάσεις αυτές των εν λόγω Επιτροπών εφόσον δυνάμει της ειδικής διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 74 του νόμου 998/1979 είναι δεσμευτικές ως προς τον ανωτέρω χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως χορτολιβαδικής, προσβάλλονται με έννομο συμφέρον από τον φερόμενο ως ιδιοκτήτη μιας τέτοιας έκτασης. Τούτο δε διότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι εκ του νόμου διάφορος του χαρακτηρισμού μιας έκτασης ως γεωργικής και, προκειμένου μάλιστα περί ιδιωτικών εκτάσεων, επιφέρει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 74 συνέπειες (παράβαλε ΣτΕ 986/2009 επταμελές).

 

5. Επειδή, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, με την 5397/27-09-1990 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίσθηκε ως δασική έκταση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 998/1979 έκταση εμβαδού 3.343 m2, εμφαινόμενη ως δημόσια δασική έκταση στον Προσωρινό Κτηματικό Χάρτη της περιοχής Χορτιάτη και ευρισκόμενη στη θέση Κιοφεκέ Τσεσμεσί στην εδαφική περιφέρεια της τότε Κοινότητας Εξοχής του Νομού Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε η σύνταξη της από 21-09-1993 υπηρεσιακής έκθεσης φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών, σύμφωνα με την οποία η ως άνω έκταση διασχίζεται από ρέμα, έχει βόρειο και νότιο προσανατολισμό, μέση κλίση 40% και καλύπτεται από επτά άτομα φτελιάς, δεκατέσσερις αγριογκορτσιές ηλικίας περίπου 30 ετών και περιμετρικά και κατά μήκος του ρέματος από παλιούρια και πρίνους, έτσι ώστε το σύνολο της δασικής βλάστησης να ανέρχεται σε 20% επί της έκτασης. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση φωτοερμηνείας, η εν λόγω έκταση εμφάνιζε την ίδια μορφή και κατά τα έτη 1960, 1979 και 1988 και μόνο κατά το έτος 1945 καλυπτόταν από χορτολιβαδική βλάστηση, ενώ δεν εντοπίσθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο ίχνη γεωργικής καλλιέργειας. Κατά της εν λόγω πράξης χαρακτηρισμού ασκήθηκαν αντιρρήσεις από τους ..., ως ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους και ήδη αιτούντων ... Επί των αντιρρήσεων αυτών εκδόθηκε η 159/2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν συνεκτιμήσεως, μεταξύ άλλων, της από 21-09-1993 υπηρεσιακής έκθεσης φωτοερμηνείας, σύμφωνα με την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, η επίμαχη έκταση ουδέποτε εμφανίζεται να φέρει ίχνη γεωργικής καλλιέργειας, είχε χορτολιβαδικό χαρακτήρα το έτος 1945 και καλυπτόταν από δασική βλάστηση σε ποσοστό 20% κατά τα έτη 1960, 1979 και 1988, ενώ την ίδια μορφή είχε η εν λόγω έκταση και κατά το χρόνο διεξαγωγής δύο υπηρεσιακών αυτοψιών, οι οποίες διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1993 και 2001. Κατόπιν τούτων, με την ως άνω 159/2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες αντιρρήσεις κατά της 5397/27-09-1990 πράξης χαρακτηρισμού. Κατά της εν λόγω απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής ασκήθηκε προσφυγή από την πρώτη αιτούσα και τον ..., πατέρα αμφοτέρων των αιτούντων, εκδόθηκε δε επ' αυτής η 18/2005 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Θεσσαλονίκης. Η δευτεροβάθμια επιτροπή με την απόφασή της αυτή έκανε δεκτό, όπως είχε δεχθεί και η πρωτοβάθμια επιτροπή, ότι η έκταση δεν έφερε ίχνη καλλιέργειας, ότι από την τεθείσα υπόψη της έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών προέκυψε ότι η έκταση έφερε χορτολιβαδική βλάστηση κατά το έτος 1945, ενώ κατά τα έτη 1960, 1979 και 1988 εμφάνιζε την ίδια κατάσταση με αυτήν που διαπίστωσαν τα μέλη της επιτροπής κατά την αυτοψία που διενήργησαν στις 08-04-2005, δηλαδή, διαρρεόταν από ρέμα, καλυπτόταν από παλιούρια, διάσπαρτες γκορτζιές και έξι άτομα φτελιάς, χωρίς πάντοτε να φέρει ίχνη καλλιέργειας, εμφαίνεται δε στον ισχύοντα προσωρινό κτηματικό χάρτη Εξοχής ως δασική έκταση. Κατόπιν τούτων, η δευτεροβάθμια επιτροπή, κατ' επίκληση της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του νόμου 3208/2003, και η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή της την προσφυγή των αιτούντων, οι οποίοι επεδίωκαν το χαρακτηρισμό της επίμαχης έκτασης ως γεωργικής, έκρινε, όμως, ότι η έκταση αυτή δεν υπέκειτο, ως χορτολιβαδική, στη διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του νόμου 998/1979 και, κατόπιν τούτου, ακύρωσε τόσο την 159/2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων νομού Θεσσαλονίκης όσο και την 5397/27-09-1990 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Θεσσαλονίκης.

 

6. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους αιτούντες, οι οποίοι επιδιώκουν το χαρακτηρισμό της έκτασης ως γεωργικής και όχι ως χορτολιβαδικής (παράβαλε ΣτΕ 986/2009 επταμελές).

 

7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε, κατά την έννοια της απόφασης αυτής, ότι η ιδιότητα ορισμένης έκτασης ως χορτολιβαδικής, πέραν της εφαρμογής της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας για τις εκτάσεις αυτού του είδους, συνεπάγεται και την αδυναμία εφαρμογής της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 14 του νόμου 998/1979, είναι μη νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα σε προηγούμενη σκέψη, και πρέπει, για το λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται εμμέσως με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και διευκρινίζεται με το από 23-05-2008 υπόμνημα των αιτούντων, να ακυρωθεί. Για τον ίδιο λόγο είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το μέρος που ακύρωσε τόσο την 159/2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Θεσσαλονίκης όσο και την 5397/27-09-1990 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε κινηθεί, μη επιτρεπτά κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η διαδικασία χαρακτηρισμού της έκτασης κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του νόμου 998/1979. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ανεπαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την κρίση της καθ' εαυτή περί χορτολιβαδικού χαρακτήρα της επίμαχης έκτασης, βασικό αιτιολογικό έρεισμα της οποίας αποτελούν αεροφωτογραφίες μόνου του έτους 1945 (παράβαλε ΣτΕ 2515/2009, 1061/2008, 3925/2006 κ.ά.), και η οποία συνήφθη χωρίς να εκτιμηθούν τα στοιχεία του φακέλου, ενόψει των οποίων τόσο ο Δασάρχης Θεσσαλονίκης όσο και η Πρωτοβάθμια Επιτροπή είχαν καταλήξει στην κρίση περί του δασικού χαρακτήρα της έκτασης αυτής, αλλά ούτε και οι ισχυρισμοί των αιτούντων, οι οποίοι, αντιθέτως, επεδίωκαν το χαρακτηρισμό της ως γεωργικής. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης, ενώπιον της οποίας πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση, ώστε να κριθεί αιτιολογημένα ο χαρακτήρας της επίμαχης έκτασης.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

 

Ακυρώνει την 18/2005 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Θεσσαλονίκης, προς την οποία αναπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους αιτούντες.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, που ανέρχεται σε 920 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16-06-2011

 

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος

Η Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 19-07-2012.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.