Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 278/90

ΣτΕ 278/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 278/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η ακύρωση της υπ' αριθμόν ΤΠ/8867/19-11-1987 πράξεως του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Φθιώτιδας, ανακλητικής της υπ' αριθμόν 123/1985 πράξεως της ίδιας Αρχής, με την οποία είχε επιτραπεί στους αιτούντες να οικοδομήσουν οικόπεδό τους, κείμενο στη συμβολή των οδών Γ. Πλατή και Κωνσταντινουπόλεως της Λαμίας, που είχε ρυμοτομηθεί με το από 09-04-1964 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 69/Δ/1964) για τη δημιουργία κοινοχρήστου χώρου.

 

Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει στη δίκη ο Δήμος Λαμιέων, για να διατηρηθεί η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξεως.

 

Επειδή, σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 3 και 70 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, άρθρο 7 του νόμου 1337/1983) τα ρυμοτομικά σχέδια εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η σημασία της πράξεως αυτής και οι επιπτώσεις της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των πληττόμενων ιδιοκτητών επιβάλλουν, σύμφωνα άλλωστε και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, την έκδοση αντίθετης πράξεως, από την ίδια αρχή σε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την ανάκληση ή την άρση της. Αν δεν έχει εκδοθεί τέτοια πράξη, οποιαδήποτε άλλη διοικητική αρχή στην οποία προβάλλεται η συνδρομή των πιο πάνω λόγων, δεν μπορεί να κρίνει το ζήτημα αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις που η συνδρομή των λόγων αυτών θεωρείται από το Σύνταγμα ή το νόμο ότι επιφέρει την αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως. Πράγματι ο νομοθέτης με τη χρήση των όρων αυτοδίκαιη άρση (άρθρο 17 παράγραφος 4 εδάφιο 3 Συντάγματος 1968) ή ανάκληση (άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971) της απαλλοτριώσεως δεν είχε σκοπό να καταστήσει στις περιπτώσεις αυτές περιττή την έκδοση ρητής πράξεως ανακλητικής ρυμοτομικού σχεδίου επιτρέποντας σε κάθε διοικητική αρχή τον έλεγχο του ζητήματος αυτού και σε κάθε διοικούμενο την προβολή αμφισβητήσεων σχετικά με την ισχύ του ρυμοτομικού σχεδίου, αλλά ήθελε να τονίσει την υποχρέωση της αρμόδιας από το νόμο αρχής σε περίπτωση συνδρομής λόγων που επιβάλλουν την ανάκληση να προβεί στην έκδοση της σχετικής πράξεως έτσι ώστε να εκλείψει κάθε αμφιβολία για το κύρος του ρυμοτομικού σχεδίου, πράγμα που ενδιαφέρει προεχόντως το δημόσιο συμφέρον (παράβαλε ΣτΕ 2086/1975, 1245/1978, 3730/1980, 1653/1984, 3103/1988). Η εκδοχή ενισχύεται και από την αντιπαραβολή των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, στην πρώτη των οποίων γίνεται μνεία για αυτοδίκαιη ανάκληση της απαλλοτριώσεως και στη δεύτερη για υποχρέωση ανακλήσεώς της. Την ίδια έννοια, της υποχρεώσεως δηλαδή ανακλήσεως, είχε ο όρος αυτοδίκαιη ανάκληση στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 2731/1939, όπως πάγια ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 1965/1954, 233/1959, 1966/1961, 2797/1972, 495/1974, 2083/1975 κ.α.).

 

Έτσι τα μεταγενέστερα Συντάγματα περιέλαβαν τον όρο αυτό με την καθιερωμένη πια έννοιά του. Συνεπώς εφόσον ο νομοθέτης δεν έχει καθιερώσει ειδική για το σκοπό αυτό διαδικασία, όπως στην περίπτωση του άρθρου 11 παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, για τις απαλλοτριώσεις που επιβλήθηκαν μετά την ισχύ του, το ζήτημα της διατηρήσεως ή μη της ισχύος ρυμοτομικού σχεδίου εξαρτάται από την έκδοση σχετικής ανακλητικής πράξεως της αρμόδιας γι' αυτό αρχής. Κατά την γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η έννοια των συνταγματικών διατάξεων που ίσχυσαν διαδοχικά (άρθρο 21 παράγραφος 4 εδάφιο 3 Συντάγματος 1968, άρθρο 4 ΣΠ της 1/01-08-1974, άρθρο 17 παράγραφος 4 εδάφιο 3 Συντάγματος 1975) περί αυτοδίκαιας άρσεως κηρυχθείσης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως λόγω μη συντελέσεώς της μέσα σε ορισμένη προθεσμία από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως που καθορίζει την καταβλητέα αποζημίωση, είναι ότι το έννομο τούτο αποτέλεσμα της άρσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως επέρχεται, όχι από και με την έκδοση διοικητικής πράξεως που απαγγέλλει τούτο και επάγεται μεταβολή της νομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε με την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αλλά αφ' εαυτού άμα, συντρέξουν οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται κατά νόμον η επέλευση αυτού. Και ναι μεν δεν είναι ασυμβίβαστη προς την ως άνω συνταγματικώς οριζόμενη αυτοδίκαια άρση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή εκ λόγων ασφαλείας δικαίου πρόβλεψη από το νόμο υποχρεωτικώς τηρητέας διοικητικής διαδικασίας προς έκδοση διοικητικής πράξεως που διαπιστώνει κατά τρόπο δεσμευτικό την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος της αυτοδίκαιης άρσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, οσάκις όμως δεν προβλέπεται από το νόμο τέτοια διοικητική διαδικασία, (όπως συμβαίνει προκειμένου περί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων κηρυχθεισών προ της ενάρξεως ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 797/1971), η διαπίστωση της αυτοδίκαιης άρσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως συνεπεία συνδρομής των τασσομένων προ τούτο υπό του νόμου πραγματικών προϋποθέσεων ενεργείται εκάστοτε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που τίθεται ως προκριματικό το ζήτημα αν εξακολουθεί ισχύουσα η κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση.

 

Επειδή, εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκε η προηγούμενη υπ' αριθμ. 123/1985 οικοδομική άδεια της πιο πάνω αρχής για το λόγο ότι το οικόπεδο στο οποίο αφορούσε είχε ρυμοτομηθεί με το [ΒΔ] 09-04-1964 βασιλικό διάταγμα, που εξακολουθεί να ισχύει εφόσον δεν ανακλήθηκε. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε με το διάταγμα αυτό έχει αρθεί αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος του 1968, διότι η αποζημίωση που καθορίσθηκε με την υπ' αριθμόν 93/1973 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατατέθηκε από το Δήμο Λαμιέων το έτος 1976 δηλαδή και μετά την πάροδο του χρόνου που όριζε η διάταξη αυτή. Οι λόγοι όμως αυτοί, σύμφωνα με την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι εφόσον δεν εκδόθηκε διοικητική πράξη ανακλητική του πιο πάνω ρυμοτομικού διατάγματος.

 

Επειδή, σύμφωνα με τα πιο πάνω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση που ασκήθηκε.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.