Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2928/11

ΣτΕ 2928/2011


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2928/2011

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17-02-2010, με την εξής σύνθεση: N. Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, καθώς και της αρχαιότερης του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ιωάννης Μαντζουράνης, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Σύμβουλοι, Όλγα Παπαδοπούλου, Ρ. Γιαννουλάτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη.

 

Για να δικάσει την από 07-12-2006 έφεση:

 

του __________, κατοίκου __________, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Μαρία Φλώρου (Αριθμός Μητρώου 13427), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των:

 

1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και ήδη Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ο οποίος δεν παρέστη και

 

2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη (Αριθμός Μητρώου 12571), που τον διόρισε με πληρεξούσιο ο Νομάρχης,

 

κατά των παρεμβαινόντων: α) __________, και β) __________, κατοίκων __________, οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Παναγιώτα Ασημακοπούλου, (Αριθμός Μητρώου 18460), που την διόρισαν με πληρεξούσιο,

 

και κατά της υπ' αριθμόν 1860/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του εκκαλούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση, την πληρεξουσία των παρεμβαινόντων και τον πληρεξούσιο της καθ' ης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2569012, 3618617/2006 ειδικό έντυπο παραβόλου σειράς Α').

 

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1860/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 27-01-2006 αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος κατά: α) της 11416/1942/ 2004/15-09-2005 απόφασης του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής με την οποία διορθώθηκε η υπ' αριθμόν 1 Πράξη Εφαρμογής του Ρυμοτομικού Σχεδίου στην περιοχή 3η Πολεοδομική Ενότητα Πόρτο Ράφτη του Δήμου Μαρκοπούλου Αττικής, ως προς την ιδιοκτησία με κωδικό 010130, για το λόγο ότι μη νομίμως την εμφανίζει ως ενιαία ιδιοκτησία, ενώ αποτελούσε συνιδιοκτησία του εκκαλούντος και των __________ και __________ (εφεσίβλητων) κατά 50,93% και 49,07%, και διορθώθηκαν οι πίνακες της πράξης εφαρμογής με αναφορά όλων των ιδιοκτητών και β) της σιωπηρής απόρριψης από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής της 58431/13-10-2005 προσφυγής του εκκαλούντος κατά της παραπάνω απόφασης του Νομάρχη, τεκμαιρόμενης από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των 60 ημερών εντός της οποίας έπρεπε να αποφανθεί επ' αυτής.

 

3. Επειδή, προς εφαρμογή εγκεκριμένης πολεοδομικής μελέτης και πραγματοποίηση της οφειλομένης εισφοράς σε γη συντάσσεται, κατά το άρθρο 12 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983), πράξη εφαρμογής. Η σύνταξη της πράξεως αυτής χωρεί κατά την προβλεπόμενη στις παραγράφους 5 και 6 του ως άνω άρθρου ειδική διαδικασία, που περιλαμβάνει και στάδιο προσκλήσεως και ενστάσεων των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών. Η πράξη κυρώνεται, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 7 περίπτωση α' του αυτού άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988), με απόφαση του οικείου νομάρχη, αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαιώσεως για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και μεταγράφεται στο υποθηκοφυλακείο. Με την μεταγραφή επέρχονται, κατά την ίδια διάταξη, όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από αυτές για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για την εκτέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (ΦΕΚ 223/Α/1923) και του νόμου 2882/2001 (ΦΕΚ 17/Α/2001) (παλαιότερα του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 (ΦΕΚ 1/Α/1971)). Στην επόμενη περίπτωση β' της αυτής παραγράφου 7 ορίζεται ότι αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής, ο οικείος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέρχονται σ' αυτούς, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της περίπτωση α' και ότι δικαιώματα της περίπτωσης δ' της αυτής παραγράφου 7 (δηλαδή δικαιώματα για δένδρα, εγκαταστάσεις και κατασκευές νομίμως υφιστάμενες) μετατρέπονται σε ενοχική αξίωση για αποζημίωση. Στην περίπτωση γ' της αυτής παραγράφου ορίζεται ότι η μεταβολή ακινήτων που επέρχεται με την πράξη εφαρμογής συνεπάγεται την άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου που υφίστατο στα μεταβαλλόμενα ακίνητα, ενώ, κατά την περίπτωση ε' της αυτής παραγράφου 7 του άρθρου 12, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988) και ίσχυε πριν από την εκ νέου αντικατάστασή της από το άρθρο 11 παράγραφος 1 του νόμου 3212/2003 (ΦΕΚ 308/Α/2003):

 

{Η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωσή της, γίνεται οριστική και αμετάκλητη. Διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνονται με απόφαση των αρμόδιων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση, όπως ειδικότερα ορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού.}

 

Τέλος, κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής παραγράφου 10 του άρθρου 12 εξεδόθη η υπ' αριθμόν 79881/13445/1984 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Διαδικασία και τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης (ΦΕΚ 862/Β/1984), με το άρθρο 4 της οποίας καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω περίπτωσης ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης εκδίδεται κατά ειδική διοικητική διαδικασία που περιλαμβάνει και στάδιο ενστάσεων από τους ενδιαφερομένους, κατόπιν προσκλήσεώς τους, πριν από την κύρωση της πράξεως. Εξ άλλου, με την ως άνω πράξη επέρχονται, μετά την κύρωση και μεταγραφή της, οι αναγκαίες για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εμπράγματες μεταβολές στα ακίνητα της περιοχής. Κατά τον ρητό δε ορισμό αλλά και την έννοια της ως άνω διατάξεως της περίπτωσης ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983, η πράξη αυτή καθίσταται οριστική και αμετάκλητη μετά την κύρωσή της. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος ενδιαφερομένου, η επάνοδος της διοικήσεως επί του θέματος, οι πράξεις δε αυτές δεν υπόκεινται σε ανάκληση ή ανασύνταξη ούτε για λόγους νομιμότητας. Δεν επιτρέπεται, εξ άλλου, η ανάκληση ή ανασύνταξη κυρωθείσης πράξεως εφαρμογής ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με απόφαση των αρμοδίων κατά το Σύνταγμα δικαστηρίων βεβαιώνονται διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή ο νόμος προβλέπει την μετατροπή των διαφορών αυτών σε χρηματική αποζημίωση. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι συνταγματικώς θεμιτές, διότι δικαιολογούνται από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών διαφορών και αποφυγής της διηνεκούς αμφισβητήσεως του επιβληθέντος με την πράξη εφαρμογής νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής αλλά και από την ανάγκη προστασίας των καλόπιστα αποκτώμενων κατόπιν της μεταγραφής της πράξεως εφαρμογής εμπραγμάτων δικαιωμάτων (Ολομέλεια ΣτΕ 1730-2/2000).

 

4. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις τροποποιήθηκαν στη συνέχεια, με το νόμο 3212/2003 (ΦΕΚ 308/Α/2003). Μεταξύ άλλων, με το άρθρο 11 του νόμου, ορίστηκαν τα εξής:

 

{1. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ' εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή η πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2882/2001 (ΦΕΚ 17/Α/2001).}

 

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 24). Στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 11 παράγραφος 1 του νόμου 3212/2003 αναφέρεται ότι:

 

{η Διοίκηση εφήρμοσε την τροποποιούμενη με την παράγραφο 1 διάταξη της παραγράφου 7 (ε) του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983, όπως σε όλες τις διοικητικές πράξεις. Όπου υφίσταται λανθασμένη ή παράνομη πράξη εφαρμογής, προέβαινε σε διορθωτική πράξη, με ανάκληση της προηγουμένης μέσα σε εύλογο χρόνο. Η τακτική αυτή εκρίθη από το Συμβούλιο της Επικρατείας, με σειρά αποφάσεών του, ως αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 1730/2000, 1731/2000). Κατόπιν τούτου κρίνεται σκόπιμο να ρυθμισθεί νομοθετικά η δυνατότητα της Διοίκησης να προβαίνει στη διόρθωση πράξεων εφαρμογής. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τίθενται όροι και περιορισμοί στην διορθωτική παρέμβαση της Διοίκησης και διασφαλίζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Η αναγκαιότητα της προτεινόμενης ρύθμισης υπαγορεύεται από την διαπίστωση ότι οι πράξεις εφαρμογής στηρίζονται συνήθως σε ελλιπή ή λανθασμένα στοιχεία που συλλέγονται κατά το στάδιο της κτηματογράφησης.}

 

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στις περιπτώσεις όπου η Διοίκηση διαπιστώνει, μετά την έναρξη ισχύος του νέου αυτού νόμου (31-12-2003), ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τροποποίηση των πράξεων εφαρμογής, μπορεί να προβαίνει στη διόρθωσή τους, χωρίς να εξετάζεται αν αυτές είχαν κυρωθεί πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, αφού κρίσιμο στοιχείο είναι πλέον ο χρόνος εκδόσεως των νέων διορθωτικών πράξεων και όχι αυτός της κυρώσεως των εσφαλμένων αρχικών. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται ήδη, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου περί ανακλήσεως των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα επανεξετάσεως και διορθώσεως των εσφαλμένων πράξεων εφαρμογής που είχαν κυρωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, θα το μνημόνευε ρητώς, ενώ περαιτέρω δεν φαίνεται να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον αποκλεισμό της επανεξετάσεως των πράξεων αυτών, ενώ εξ άλλου δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση αυτών εκ μόνο του τυχαίου γεγονότος του χρόνου κυρώσεως. Και τούτο, διότι βούληση του νομοθέτη ήταν να καταλάβει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Διοίκηση, θα διαπίστωνε τυχόν, εντός ευλόγου βεβαίως χρόνου, ότι είχε εκδώσει ή είχε κυρώσει εσφαλμένες πράξεις εφαρμογής. Άλλωστε, και από την εισηγητική έκθεση του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιτρέψει στη Διοίκηση να επανέλθει και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπόρεσε να επανεξετάσει, όπως έπρεπε μέχρι την έκδοση των 1730/2000, 1731/2000 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες η απαγόρευση διορθώσεως των κυρωθεισών πράξεων εφαρμογής ήταν απόλυτη, ακόμη και στις περιπτώσεις που τη διόρθωση επέβαλλαν λόγοι νομιμότητας. Εξάλλου, με την προβλεπόμενη στην πιο πάνω διάταξη διόρθωση των πράξεων εφαρμογής δεν ανατρέπεται ο γενικότερος πολεοδομικός σχεδιασμός της περιοχής, που ήδη έχει συντελεσθεί κατά το προηγούμενο στάδιο πολεοδομήσεως υπό το σύστημα του νόμου 1337/1983 (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και Πολεοδομική Μελέτη), ενώ υπάρχει πάντα η ασφαλιστική δικλείδα ότι σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας διορθώσεως, για λόγους ασφαλείας δικαίου ή καλής πίστεως, η αποκατάσταση της βλάβης ή της απώλειας δικαιωμάτων καθίσταται εφικτή με την μετατροπή της εμπράγματης αξιώσεως σε αξίωση χρηματικής αποζημιώσεως, η οποία ορίζεται στο μέτρο της πλήρους αποκαταστάσεως. Κατ' ακολουθία, η Διοίκηση δύναται κατά διακριτική ευχέρεια να προβεί εντός ευλόγου χρόνου στη σύνταξη των διορθωτικών πράξεων, μετά από έλεγχο, βεβαίως της συνδρομής των προϋποθέσεων, όπως αυτές ορίζονται στις κρίσιμες διατάξεις και υπαγωγή υπ' αυτές τις διατάξεις των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κάθε περιπτώσεως.

 

5. Επειδή, εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παράγραφος 1, 3, 4, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, 1 παράγραφος 1 και 3 του νομοθετικού διατάγματος 1024/1971, 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, δηλαδή χωριστής ιδιοκτησίας σε περισσότερα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί ή πρόκειται να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο, αλλά σε ορισμένο ξεχωριστό για κάθε συνιδιοκτήτη τμήμα, ο κύριος κάθε χωριστής οικοδομής θεωρείται έναντι μεν της πολιτείας συγκύριος του όλου οικοπέδου, έναντι δε του συνιδιοκτήτη του οικοπέδου και αποκλειστικού κυρίου χωριστής οικοδομής, αυτοτελής κύριος.

 

6. Επειδή, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι με την πράξη εφαρμογής ή την διορθωτική αυτής πράξη επέρχονται, μετά την κύρωση και μεταγραφή τους οι αναγκαίες για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου εμπράγματος μεταβολές στα ακίνητα της περιοχής. Σε περίπτωση συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, οι μεταβολές αυτές αφορούν στο ενιαίο οικόπεδο και έχουν έννομες συνέπειες για τους συνιδιοκτήτες κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους.

 

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου και την εκκαλούμενη απόφαση, με την 4977/1052/03-04-2000 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής κυρώθηκε η με αριθμό 1 Πράξη Εφαρμογής του Ρυμοτομικού Σχεδίου στην περιοχή 3η Πολεοδομική Ενότητα Πόρτο Ράφτη του Δήμου Μαρκοπούλου Αττικής, η οποία μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο του Δήμου Αχαρνών. Στη συνέχεια, μετά από αίτηση διόρθωσης που υπέβαλαν ο εκκαλών και οι εφεσίβλητοι, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής η 1018/1766/01/12-12-2002 διορθωτική πράξη, με την οποία αποφασίστηκε η διόρθωση της παραπάνω Πράξης Εφαρμογής ως προς το ακίνητο με αριθμό 010130, στο οικοδομικό τετράγωνο 195, το οποίο εμφανιζόταν ως ενιαία ιδιοκτησία, ενώ αποτελούσε συνιδιοκτησία του εκκαλούντος και των εφεσίβλητων. Η διορθωτική αυτή πράξη ακυρώθηκε με την 3221/2003 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη 1732/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η Πράξη Εφαρμογής μετά την κύρωση και την μεταγραφή της είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν επιτρέπεται η ανάκληση ή η ανασύνταξη αυτής ούτε για λόγους νομιμότητας. Μετά τη δημοσίευση του νόμου 3212/2003, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 11 παράγραφος 1, μετά από αίτηση των εφεσίβλητων, εκδόθηκε η πράξη διόρθωσης 11416/1942/2004/15-09-2005 της με αριθμό 1 Πράξης Εφαρμογής του Ρυμοτομικού Σχεδίου στην περιοχή 3η Πολεοδομική Ενότητα Πόρτο Ράφτη του Δήμου Μαρκοπούλου Αττικής. Σύμφωνα με την ως άνω πράξη, από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ενδιαφερόμενοι προέκυψε ότι ο εκκαλών είναι κύριος κάθετης ιδιοκτησίας με ποσοστό συνιδιοκτησίας 50,93% επί του οικοπέδου που αναγράφεται στον πίνακα της πράξης εφαρμογής στο οικοδομικό τετράγωνο 195 με κτηματολογικό αριθμό 010130 και οι εφεσίβλητοι είναι κύριοι κάθετης ιδιοκτησίας με ποσοστό συνιδιοκτησίας 49,07% επί του παραπάνω οικοπέδου, ότι στην πραγματικότητα η έκταση που περιγράφεται στον πίνακα της Πράξης Εφαρμογής στο οικοδομικό τετράγωνο 195 με κτηματολογικό αριθμό 010130 αποτελεί δύο αυτοτελή οικόπεδα και ότι στους πίνακες της Πράξης Εφαρμογής αναγράφεται ως ιδιοκτήτης μόνο ο εκκαλών. Με την ως άνω πράξη αποφασίστηκε η διόρθωση της προαναφερόμενης Πράξης Εφαρμογής ως προς την ιδιοκτησία με κωδικό 010130 επιφάνειας 1286,11 m2, μετά την αφαίρεση του ρυμοτομούμενου τμήματος, και των πινάκων εφαρμογής με αναφορά ως συνιδιοκτητών του οικοπέδου με κωδικό 010130, τόσο του εκκαλούντος (ποσοστό συνιδιοκτησίας 50,93%, που αντιστοιχεί σε 655,01 m2) όσο και των εφεσίβλητων (ποσοστό συνιδιοκτησίας 24,535% για τον καθένα, που αντιστοιχούν σε 315,55 m2). Τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η ανωτέρω πράξη προκύπτουν από το 33531/14-07-1987 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Αναγνωστόπουλου, το 5101/20-10-1995 συμβόλαιο κάθετης ιδιοκτησίας και το 5102/20-10-1995 συμβόλαιο μεταβίβασης, αμφοτέρων της Συμβολαιογράφου Κορωπίου Δήμητρας Κόλια, τα με αριθμό 7385/2004 πιστοποιητικά ιδιοκτησίας, το τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού __________, στο οποίο αποτυπώνεται η πιο πάνω ιδιοκτησία. Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη διορθωτική πράξη δημιουργήθηκε κτηματολογικός αριθμός 010130Α, στο οικοδομικό τετράγωνο 195, που αντιστοιχεί στο ρυμοτομούμενο τμήμα της ιδιοκτησίας, επιφάνειας 53,10 m2 για τη δημιουργία πεζόδρομου, το οποίο είχε στην πλήρη κυριότητά του ο εκκαλών δυνάμει του 3353/14-07-1987 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Αναγνωστόπουλου, και το οποίο παραχωρήθηκε από τον εκκαλούντα στην κοινή χρήση με το 5100/20-10-1995 συμβόλαιο μεταβίβασης της Συμβολαιογράφου Κορωπίου Δήμητρας Κόλλια. Ο εκκαλών άσκησε την από 07-10-2005 προσφυγή κατά της διορθωτικής πράξεως ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Η ως άνω προσφυγή τεκμαίρεται απορριφθείσα λόγω της παρέλευσης της εξηκονθήμερης προθεσμίας, όπως βεβαιώνεται και με το 71593/14-12-2005 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας.

 

8. Επειδή, ενόψει των διατάξεων του νόμου 3212/2003 που μεσολάβησαν και στις οποίες στηρίζεται η διορθωτική πράξη, δεν συντρέχει παραβίαση του δεδικασμένου που απέρρεε από την αρχική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (3221/2003), που έκρινε τη νομιμότητα πράξεως, η οποία είχε εκδοθεί πριν την ανωτέρω τροποποίηση και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

 

9. Επειδή, εξάλλου, από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο Νομάρχης Ανατολικής Αττικής, κατά την έκδοση της αποφάσεώς του 4977/1052/03-04-2000, με την οποία κυρώθηκε η επίμαχη πράξη εφαρμογής του Ρυμοτομικού Σχεδίου στην περιοχή 3η Πολεοδομική Ενότητα Πόρτο Ράφτη του Δήμου Μαρκοπούλου Αττικής, πλανήθηκε ως προς τη νομική και πραγματική κατάσταση του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς την έκταση και το ρυμοτομούμενο τμήμα του, δεδομένου ότι τα σχετικά για τη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας στοιχεία δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο της κυρώσεως, η πλάνη δε αυτή δικαιολογεί την, εντός ευλόγου χρόνου, διόρθωση της πράξης εφαρμογής. Δεν υπήρξε δε παραβίαση του ευλόγου χρόνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, εφόσον το αίτημα για τη διόρθωση υποβλήθηκε στις 05-07-2004, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση πενταετίας από την κύρωση της διορθούμενης πράξης εφαρμογής, λαμβανομένης υπ' όψιν και της μεταβολής του νομικού καθεστώτος.

 

10. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα προκύπτοντα από τα στοιχεία του φακέλου, εσφαλμένα ο εκκαλών αναφέρεται σε τμήμα του οικοπέδου επιφάνειας 600 m2 που μεταβίβασε στους εφεσίβλητους, διότι το συγκεκριμένο οικόπεδο αποτελεί ενιαία ιδιοκτησία, ανήκουσα σε περισσότερους συνιδιοκτήτες, δεδομένου ότι αποκλειόμενης κατά νόμο της κατάτμησης του οικοπέδου, ο εκκαλών δεν μεταβίβασε στους εφεσίβλητους τμήμα επιφάνειας 600 m2, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, εφόσον τούτο θα αποτελούσε μη νόμιμη κατάτμηση του οικοπέδου του, αλλά ποσοστό συνιδιοκτησίας 49,07% επ' αυτού. Εφόσον δε η συνολική επιφάνεια της ιδιοκτησίας με κωδικό αριθμό 010130, σύμφωνα με την νεότερη εμβαδομέτρηση είναι 1.286,11 m2, μαζί με τα μη δεσμευμένα τμήματα, η ανήκουσα στους συγκυρίους αυτής εκκαλούντα και εφεσίβλητους επιφάνεια ορθώς υπολογίστηκε με βάση το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που ανήκει στον καθένα επί της ανωτέρω επιφανείας. Αντίθετα, για να αποτελέσουν τα επιπλέον των αναφερομένων στα σχετικά συμβόλαια προκύπτοντα τετραγωνικά μέτρα, αντικείμενο ιδιοκτησίας του εκκαλούντος, σύμφωνα με το αίτημα που προέβαλε με την ένστασή του, έπρεπε αυτά να συνυπολογιστούν στο αναγραφόμενο στα συμβόλαια αυτά ποσοστό συνιδιοκτησίας, το οποίο η Διοίκηση δεν μπορεί να τροποποιήσει, όπως ορθά και με νόμιμη αιτιολογία κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα.

 

11. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την έφεση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, που ανέρχεται σε 460 € για κάθε διάδικο.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10-01-2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28-09-2011.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.