Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2948/11

ΣτΕ 2948/2011


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2948/2011

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09-03-2011, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Χρήστος Ράμμος, Α. Ντέμσιας, Σύμβουλοι, Χρήστος Λιάκουρας, Χρήστος Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη.

 

Για να δικάσει την από 14-12-2007 αίτηση του Δήμου Λαρισαίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δ. Παπαδημητρίου (Αριθμός Μητρώου 4619), που τον διόρισε με απόφαση της Δημαρχιακής του Επιτροπής,

 

κατά του __________, κατοίκου Λάρισας (__________), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Νέλλη Κουτούνη - Καμπουργιάν (Αριθμός Μητρώου 7753), που την διόρισε στο ακροατήριο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 226/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας.

 

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χρήστου Λιάκουρα.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ' αριθμόν 226/2007 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του ήδη αναιρεσίβλητου κατά της υπ' αριθμόν 27551/13-10-2006 πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Με την πράξη αυτή είχε απορριφθεί ρητώς η από 24-05-2006 αίτηση του αναιρεσίβλητου για άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που επιβλήθηκε σε ακίνητό του που βρίσκεται στην συνοικία Σουφλάρια εντός της διοικητικής περιφέρειας του αναιρεσείοντος Δήμου.

 

3. Επειδή, το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 (ΦΕΚ 1/Α/1971), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του νόμου [Ν] 212/1975 (ΦΕΚ 252/Α/1975), προέβλεπε, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως, αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση, και, ειδικότερα, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται, αν παρέλθει οκταετία. Με τη διάταξη του άρθρου 36 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983) καταργήθηκε το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιας ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της.

 

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 2 - 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου 2882/2001 (ΦΕΚ 17/Α/2001):

 

{2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης ... Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς.

 

3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού.

 

Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη.}

 

Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους (παράβαλε ΣτΕ 3773/2007). Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (παράβαλε ΣτΕ 3933/2009, 3232/2008, 2084/2006, 2891/2004, 3269/2003 κ.ά.). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, από τις οποίες συνάγεται ότι η πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών της Χώρας κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, καθώς και εκείνες του άρθρου 17 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται την προστασία της ιδιοκτησίας, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό, απορρέει ο κανόνας ότι η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν καταρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης που ακυρώνει την άρνηση της Διοίκησης να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερομένους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Η Διοίκηση, δηλαδή, μη δεσμευόμενη να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του, όπως προκειμένου για ακίνητα με δασικό χαρακτήρα ή για ακίνητα εντός αιγιαλού ή σε ζώνη προστασίας ρέματος, και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει κατά τρόπο τεκμηριωμένο αφενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται (π.χ. οικισμός πυκνοδομημένος, παραδοσιακός, υπαγόμενος στην αρχαιολογική νομοθεσία, ευρισκόμενος σε περιοχή φυσικού κάλλους ή σε περιοχή προστασίας της φύσης), αφετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες, όπως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής και, τέλος, τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν (βλέπε ΣτΕ 3232/2008, παράβαλε ΣτΕ 3908/2007 επταμελές, επίσης, βλέπε ΠΕ 33/2011, 79/2010 κ.ά.). Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποίησης του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοίκησης, οι προαναφερθείσες κρίσεις πρέπει να εκφέρονται και από τα όργανα αυτά (ΠΕ 33/2011, 79/2010).

 

4. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος, φέρεται κύριος οικοπέδου έκτασης 1237 m2, το οποίο βρίσκεται στη συνοικία Σουφλάρια της πόλης της Λάρισας και, συγκεκριμένα, στη συμβολή της οδού Αγιάς και της πρώην Εθνικής Οδού Λάρισας - Θεσσαλονίκης. Το εν λόγω οικόπεδο χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου με το από 25-04-1989 προεδρικό διάταγμα με τίτλο Έγκριση πολεοδομικής μελέτης των πολεοδομικών ενοτήτων 15, 16 και 17 και τμημάτων των πολεοδομικών ενοτήτων 7, 8 και 13 του δήμου Λάρισας και τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου σε συνεχόμενη περιοχή (ΦΕΚ 388/Δ/1989). Με την υπ' αριθμόν 3492/24-05-2006 αίτησή του προς τον Νομάρχη Λάρισας, ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου λόγω παρέλευσης μακρού χρόνου από τη δέσμευση του εν λόγω ακινήτου χωρίς να συντελεστεί η απαλλοτρίωση. Η αίτηση αυτή διαβιβάστηκε λόγω αρμοδιότητας στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και στη συνέχεια απορρίφθηκε με την προαναφερόμενη υπ' αριθμόν 27551/13-10-2006 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Κατά της ρητής αυτής αρνητικής πράξης ασκήθηκε από τον αναιρεσίβλητο προσφυγή. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη ότι από την ημερομηνία κήρυξης της προαναφερόμενης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (14-06-1989), μέχρι την ημερομηνία εκδήλωσης με την προσβαλλόμενη με την προσφυγή άρνησης της άρσης αυτής (13-10-2006), παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των δεκαεπτά ετών, χωρίς η Διοίκηση να προβεί στη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και χωρίς να προκύπτουν ενέργειες των οργάνων της μαρτυρούσες σοβαρή πρόθεση προς το σκοπό αυτό, έκρινε ότι ο χρόνος αυτός υπερβαίνει τα εύλογα χρονικά όρια εντός των οποίων θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας του ήδη αναιρεσίβλητου και, συνεπώς, μη νομίμως η Διοίκηση αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του για άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου του. Ενόψει της σκέψης αυτής έκανε δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή.

 

5. Επειδή, από τον αναιρεσείοντα Δήμο, ο οποίος παρέστη ως καθ' ου διάδικος στη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη διότι δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι η επίδικη έκταση έχει ήδη απαλλοτριωθεί για την διαπλάτυνση του συλλεκτήρα Ι1 και Ι8, η δε αποζημίωση έχει προσδιορισθεί με την υπ' αριθμόν 1049/1967 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Λάρισας και έχει εισπραχθεί από τον δικαιοπάροχο του αναιρεσίβλητου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον κατ' αναίρεση, διότι συνδέεται με πραγματικό για το οποίο δεν προκύπτει ούτε προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση αν και με ποιο δικόγραφο είχε προβληθεί σχετικός ισχυρισμός ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας.

 

6. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η νομολογία, κατά την οποία, η ρυμοτομική απαλλοτρίωση διατηρούμενη πέραν ενός ευλόγου χρόνου, χωρίς να συντελεσθεί, αποτελεί νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας που αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και υποχρεώνει τη Διοίκηση να την ανακαλέσει και να προβεί σε τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, διαμορφώθηκε υπό τα Συντάγματα του 1952 και 1968, τα οποία δεν διελάμβαναν επιταγή περί ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει πλέον εφαρμογής υπό το Σύνταγμα του 1975, το οποίο καθιερώνει υποχρέωση του κράτους για ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό και ορίζει ότι τα απορρέοντα από την ιδιοκτησία δικαιώματα δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Επομένως, κατά τον αναιρεσείοντα Δήμο έσφαλε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία, δυνάμει της ανωτέρω νομολογίας, έκρινε ότι ο χρόνος των δεκαεπτά ετών υπερβαίνει τα χρονικά όρια μέσα στα οποία είναι συνταγματικά ανεκτή η επιβάρυνση της ιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου, δεδομένου, μάλιστα ότι τροποποίηση του σχεδίου πόλεως για ανάκληση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης επιτρέπεται μόνον κατ' εξαίρεση και μόνον για πολεοδομικούς λόγους και όχι κατ' επίκληση οικονομικής αδυναμίας του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης να καταβάλει την αποζημίωση εφόσον στην περίπτωση αυτή τη σχετική δαπάνη οφείλει να αναλάβει το Δημόσιο. Ενόψει, όμως, των προαναφερομένων στην σκέψη 3, η θέσπιση της συνταγματικής επιταγής για την ορθολογική πολεοδομική διαμόρφωση των οικισμών και για τη διασφάλιση των βέλτιστων δυνατών όρων διαβίωσης δεν αίρει την απορρέουσα από το άρθρο 17 του Συντάγματος υποχρέωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που έχει διατηρηθεί επί χρονικό διάστημα, το οποίο υπερβαίνει τα εύλογα όρια, είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι κατά την εκ νέου ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος του ακινήτου η Διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη κριτήρια σχετιζόμενα με την τήρηση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, τα οποία εκτίθενται στην παραπάνω σκέψη 3. Κατά συνέπεια, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

7. Επειδή, μη προβαλλόμενου άλλου λόγου αναίρεσης η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος Δήμου την δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 460 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15-03-2011.

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28-09-2011.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.