Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3053/09

ΣτΕ 3053/2009


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3053/2009

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-11-2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ν. Σκλίας, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Αικατερίνη Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Αθανάσιος Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Χρήστος Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αθανάσιος Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Ηρακλής Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Β. Ραφτοπούλου, Α. Σδράκα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη.

 

Για να δικάσει:

 

Α. Την από 12-11-2006 αίτηση:

 

των: 1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτωλοακαρνανίας, που εδρεύει στο Μεσολόγγι (Νέο Διοικητήριο 1), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Γ. Χριστοφορίδη (Αριθμός Μητρώου 15651), β) Χρήστο Ροκόφυλλο (Αριθμός Μητρώου 1091) και γ) Βασίλη Δωροβίνη (Αριθμός Μητρώου 3177), που τους διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή,

2) Δήμου Αγρινίου, που εδρεύει στο Αγρίνιο (Χαριλάου Τρικούπη 10),

3) Δήμου Οινιάδων του δημοτικού διαμερίσματος Νεοχωρίου νομού Αιτωλοακαρνανίας, οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Γ. Χριστοφορίδη, Χρήστο Ροκόφυλλο και Βασίλη Δωροβίνη, που τους διόρισαν με απόφασή τους οι Δημαρχιακές τους Επιτροπές,

4) Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αιτωλοακαρνανίας, που εδρεύει στο Αγρίνιο (Παπαστράτου 53), το οποίο παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Γ. Χριστοφορίδη, Χρήστο Ροκόφυλλο και Βασίλη Δωροβίνη, που τους διόρισε με απόσπαση πρακτικού της η Διοικητική Επιτροπή του,

5) Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αγρινίου, που εδρεύει στο Αγρίνιο (Παπαϊωάννου 23), η οποία παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Γ. Χριστοφορίδη, Χρήστο Ροκόφυλλο και Βασίλη Δωροβίνη, που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

6) αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία Αιτωλική Εταιρεία Προστασίας Τοπίου και Περιβάλλοντος, που εδρεύει στο Αγρίνιο (Στάικου 21) και

7) σωματείου με την επωνυμία Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, που εδρεύει στην Αθήνα (Βασιλέως Ηρακλείου 24), οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: α) Γ. Χριστοφορίδη (Αριθμός Μητρώου 15651), β) Χρήστο Ροκόφυλλο (Αριθμός Μητρώου 1091) και γ) Βασίλη Δωροβίνη (Αριθμός Μητρώου 3177), που τους διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο,

 

κατά των Υπουργών:

 

1) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων,

2) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης,

3) Οικονομίας και Οικονομικών,

4) Ανάπτυξης,

5) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και

6) Πολιτισμού,

 

οι οποίοι παρέστησαν με τον Δ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων:

 

1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Κωνσταντίνο Δογάνη (Αριθμός Μητρώου 9964) και β) Αντώνη Τίγκα (Αριθμός Μητρώου 102 Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων), τους οποίους διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή,

 

2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξ. Κοντιάδη (Αριθμός Μητρώου 16381), που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή και

 

3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Χ. Χρυσανθάκη (Αριθμός Μητρώου 12163) και β) Χ. Συνοδινό (Αριθμός Μητρώου 13863), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:

 

1. η πράξη έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006.

 

2. η πράξη έγκρισης του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 3481/2006.

 

Β. Την από 11-11-2006 αίτηση των:

 

1) αστικής εταιρείας με την επωνυμία Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που εδρεύει στην Αθήνα (Τριπόδων 28), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Ν. Αλιβιζάτο (Αριθμός Μητρώου 6976), β) Χρήστο Ροκόφυλλο (Αριθμός Μητρώου 1091), γ) Γ. Χριστοφορίδη (Αριθμός Μητρώου 15651), δ) Ελ. Κιουσοπούλου (Αριθμός Μητρώου 12022) και ε) και Βασίλη Δωροβίνη (Αριθμός Μητρώου 3177), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

2) Δήμου Μεσολογγίου, που εδρεύει στο Μεσολόγγι (Μάγιερ 20),

3) Δήμου Αιτωλικού, που εδρεύει στο Αιτωλικό (πλατεία Γ. Λιακατά),

4) Δήμου Ινάχου, που εδρεύει στο Νέο Χαλκιόπουλο, οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Ν. Αλιβιζάτο, Χρήστο Ροκόφυλλο, Γ. Χριστοφορίδη, Ελ. Κιουσοπούλου και Βασίλη Δωροβίνη, που τους διόρισαν με αποφάσεις τους οι Δημαρχιακές τους Επιτροπές και

5) Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αιτωλοακαρνανίας, που εδρεύει στο Μεσολόγγι (πλατεία Μπότσαρη), η οποία παρέστη με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους Ν. Αλιβιζάτο, Χρήστο Ροκόφυλλο, Γ. Χριστοφορίδη, Ελ. Κιουσοπούλου και Βασίλη Δωροβίνη, που τους διόρισε με απόφασή του το Διοικητικό της Συμβούλιο και με ειδικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Δ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων:

 

1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Χ. Χρυσανθάκη (Αριθμός Μητρώου 11855) και β) Χ. Συνοδινό (Αριθμός Μητρώου 13863), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας, που εδρεύει στην Καρδίτσα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Α. Κορμαλή (Αριθμός Μητρώου 12163), που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή,

3) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξ. Κοντιάδη (Αριθμός Μητρώου 16381), που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή και

4) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Αντώνη Τίγκα (Αριθμός Μητρώου 102 Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων) και β) Κωνσταντίνο Δογάνη (Αριθμός Μητρώου 9964), που τους διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:

 

1. η υπ' αριθμόν 375/ΚΕ1900/2005 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που ενέκρινε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας για την εκτέλεση του έργου αποπεράτωση φράγματος Συκιάς, η οποία επανήλθε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 4 του νόμου 3481/2006,

 

2. η μονομερής κατακυρωτική πράξη του ίδιου Υπουργού, η έκδοση της οποίας συνάγεται, κατά τους αιτούντες, από τη σύναψη συμβάσεως με την εταιρεία ΜΗΧΑΝΙΚΗ ανώνυμη εταιρεία, για την κατασκευή του ως άνω έργου, βάσει της αυτής, ως άνω, διατάξεως του νόμου 3481/2006,

 

3. η γραπτή ή προφορική εντολή του ίδιου Υπουργού και κάθε αρμοδίου οργάνου του Δημοσίου για την εκτέλεση του έργου και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Γ. Την από 14-11-2006 αίτηση:

 

του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία Παγκόσμιο ταμείο για τη φύση - WWF Ελλάς, που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 26), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Μ. Ασημακοπούλου (Αριθμός Μητρώου 11517), που τη διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

 

κατά των Υπουργών:

 

1) Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων,

2) Ανάπτυξης,

3) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων,

4) Πολιτισμού,

5) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και

6) Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τον Δ. Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων:

 

1) α) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λάρισας, που εδρεύει στην Λάρισα (Παπαναστασίου και Κουμουνδούρου), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γ. Σιούτη (Αριθμός Μητρώου 8005), που τη διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακής της Επιτροπής,

β) η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) του νομού Τρικάλων, που εδρεύει στα Τρίκαλα (Ασκληπιού 3),

γ) Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) του νομού Λαρίσης, που εδρεύει στην Λάρισα (Πανός 14),

δ) Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) του νομού Καρδίτσας, που εδρεύει στην Καρδίτσα (Μεγάλου Αλεξάνδρου 34),

οι οποίες παρέστησαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο Γ. Σιούτη, που τη διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο και

ε) Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας / Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, που εδρεύει στην Λάρισα (Καλλιθέας 7 και Τζαβέλλα), το οποίο παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Γ. Σιούτη, που τη διόρισε με απόφασή της η Διοικούσα Επιτροπή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας,

2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ξ. Κοντιάδη, που τον διόρισε με απόφασή της η Νομαρχιακή της Επιτροπή και

3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Χ. Χρυσανθάκη (Αριθμός Μητρώου 11855) και β) Χ. Συνοδινό (Αριθμός Μητρώου 13863), που τους διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:

 

1. η πράξη έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006, β) οι άδειες κατασκευής, αποπεράτωσης και λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και έργων της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού που αφορούν σε έργα εκτροπής ή σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες περιβλήθηκαν το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006, γ) η πράξη έγκρισης του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 3481/2006 και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε:

 

Α. τους πληρεξούσιους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον εκπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Β. τους πληρεξούσιους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Γ. την πληρεξούσια του αιτούντος ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και τον εκπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση των κρινόμενων αιτήσεων έχει καταβληθεί το κατά νόμο παράβολο (βλέπε ειδικά έντυπα παραβόλου Σειράς Α υπ' αριθμούς 818156, 1735454, 818157, 1735455, 818182, 1735480/2006).

 

2. Επειδή, με την πρώτη από τις αιτήσεις αυτές ζητείται η ακύρωση:

 

{1. Της πράξης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006.

 

2. Της πράξης έγκρισης του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 3481/2006.}

 

Περαιτέρω, με την δεύτερη κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση:

 

{1. της υπ' αριθμόν 375/ΚΕ1900/2005 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, που ενέκρινε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας για την εκτέλεση του έργου αποπεράτωση φράγματος Συκιάς, η οποία επανήλθε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 4 του νόμου 3481/2006,

 

2. της μονομερούς κατακυρωτικής πράξεως του ίδιου Υπουργού, η έκδοση της οποίας συνάγεται, κατά τους αιτούντες, από τη σύναψη συμβάσεως με την εταιρεία ΜΗΧΑΝΙΚΗ ανώνυμη εταιρεία, για την κατασκευή του ως άνω έργου, βάσει της αυτής, ως άνω, διατάξεως του νόμου 3481/2006,

 

3. της γραπτής ή προφορικής εντολής του ίδιου Υπουργού και κάθε αρμοδίου οργάνου του Δημοσίου για την εκτέλεση του έργου,

 

4. κάθε άλλης συναφούς διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως προγενέστερης ή μεταγενέστερης.}

 

Τέλος, με την τρίτη υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση:

 

{α) της πράξης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών για την κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και για την ενεργειακή αξιοποίηση των υδάτων του, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006,

 

β) των αδειών κατασκευής, αποπεράτωσης και λειτουργίας δημοπρατηθέντων δημοσίων έργων και έργων της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού που αφορούν σε έργα εκτροπής ή σε έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες περιβλήθηκαν το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006,

 

γ) της πράξης έγκρισης του εκπονηθέντος από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων Σχεδίου Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού, που περιβλήθηκε το ένδυμα τυπικού νόμου, ήτοι του άρθρου 13 παράγραφος 2 του νόμου 3481/2006 καθώς επίσης και κάθε τυχόν συναφούς προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξης ή παράλειψης.}

 

3. Επειδή, οι κρινόμενες αιτήσεις, οι οποίες εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν των από 17-11-2006 πράξεων του Προέδρου του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητος (άρθρο 14 παράγραφος 2 εδάφιο α' του προεδρικού διατάγματος 18/1989, (ΦΕΚ 8/Α/1989)), είναι συνεκδικαστέες, λόγω συνάφειας.

 

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνουν για να αποκρούσουν την πρώτη από τις κρινόμενες αιτήσεις οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις Τρικάλων και Μαγνησίας που ισχυρίζονται ότι τα επίμαχα έργα, συντελούν στην αναβάθμιση των περιοχών που βρίσκονται στην εδαφική τους περιφέρεια και η Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, διότι τα έργα, στα οποία αφορά η προσβαλλόμενη πράξη εξυπηρετούν και τους σκοπούς της δημόσιας επιχείρησης αυτής και έχουν ενταχθεί στο σχεδιασμό των δραστηριοτήτων της. Παραδεκτώς, επίσης, παρεμβαίνουν για να αποκρούσουν την δεύτερη από τις κρινόμενες αιτήσεις, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις Καρδίτσας, Τρικάλων και Μαγνησίας και η Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού. Παραδεκτώς, τέλος, παρεμβαίνουν για να αποκρούσουν την τρίτη υπό κρίση αίτηση οι Τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) Νομών Τρικάλων, Λάρισας, Καρδίτσας, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις Λάρισας και Μαγνησίας, η Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, καθώς και το Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, εφ' όσον, μεταξύ των σκοπών του, συγκαταλέγεται και η προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 4 παράγραφος 2 του νόμου 1486/1984 (ΦΕΚ 161/Α/1984)).

 

5. Επειδή, περιβαλλοντικοί όροι για επιμέρους τεχνικά έργα, εντασσόμενα στο συνολικό σχέδιο εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία είχαν εγκριθεί αρχικώς αφενός μεν με την απόφαση 61414/1992 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Τουρισμού, Γεωργίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, η οποία αφορούσε σήραγγα διοχέτευσης των υδάτων προς τη Θεσσαλία, μήκους 18.5 km, καθώς και φράγματα με τους αντίστοιχους ταμιευτήρες ύδατος και άλλα συναφή έργα στις θέσεις Πύλη του Νομού Τρικάλων και Μουζάκι του Νομού Καρδίτσας, αφετέρου δε με την απόφαση 16058/1991 των ίδιων Υπουργών, η οποία αφορούσε φράγματα με τους αντίστοιχους ταμιευτήρες και άλλα συναφή έργα στη φυσική κοίτη του ποταμού, στις θέσεις Μεσοχώρα του Νομού Τρικάλων και Συκιά που εμπίπτει στην περιφέρεια των Νομών Άρτας και Καρδίτσας. Οι δύο κοινές αυτές υπουργικές αποφάσεις ακυρώθηκαν, ύστερα από σχετικές αιτήσεις τριών από τους ήδη αιτούντες, με τις αποφάσεις 2759/1994 και 2760/1994, αντιστοίχως, του Συμβουλίου της Επικρατείας για το λόγο ότι δεν είχαν στηριχθεί σε συνθετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία να έχει υποβληθεί και αξιολογηθεί κατά τη διαδικασία που θεσπίζεται με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του νόμου 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος (ΦΕΚ 160/Α/1986) και την κοινή απόφαση 75308/5512/1990 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ 691/Β/1990) και η οποία να καλύπτει το σύνολο των επιμέρους έργων που προορίζονται για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος της εκτροπής των υδάτων, ώστε να καταστεί δυνατό να διαγνωσθεί και αξιολογηθεί η συνολική επίδραση στο περιβάλλον από την αλλοίωση του υδρολογικού ισοζυγίου μεταξύ Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας και να εκτιμηθούν, σε όλη τους την έκταση, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εκτροπής.

 

Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Αχελώος ποταμός, ο οποίος με μήκος 220 km περίπου και πλάτος έως 90 m, πηγάζει από το όρος Λάκμος της οροσειράς της Πίνδου, στην περιοχή του Μετσόβου, και, εμπλουτιζόμενος με τα νερά αρκετών παραποτάμων, εκβάλλει δυτικά του Μεσολογγίου, διασχίζει ένα από τα σημαντικότερα υδατικά διαμερίσματα της Χώρας και συνιστά πολύ σημαντικό ποτάμιο οικοσύστημα. Ενόψει των δεδομένων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι το εγχείρημα της εκτροπής μέρους των υδάτων του ποταμού αυτού προς το θεσσαλικό κάμπο αποτελεί σύνθετο και πολύπλοκο τεχνικό έργο μεγάλης κλίμακας, η συνολική επίδραση του οποίου στο φυσικό περιβάλλον των επηρεαζόμενων περιοχών της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας δεν ισούται προς το άθροισμα των τοπικώς μόνον εξεταζόμενων συνεπειών των επιμέρους τεχνικών έργων που απαιτούνται για την πραγματοποίησή του, αλλά είναι πολλαπλάσιο, λόγω του δυναμικού και μη γραμμικού χαρακτήρα των διαταρασσόμενων φυσικών και ανθρωπογενών συστημάτων, ως και ότι, κατά συνέπεια, για την καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων του εγχειρήματος αυτού δεν αρκεί η σύνταξη μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων για καθένα από τα προγραμματιζόμενα επιμέρους τεχνικά έργα, αλλά απαιτείται η σύνταξη συνολικής μελέτης, στην οποία, με την κατάλληλη επιστημονική μέθοδο, θα συσχετίζονται και συνεκτιμώνται οι επιμέρους, καθώς και οι απώτερες συνέπειες για το περιβάλλον.

 

Μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις αυτές συντάχθηκε, με ευθύνη της Ειδικής Υπηρεσίας Δημόσιων Έργων Αχελώου της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ενιαία μελέτη για το σύνολο των έργων της εκτροπής και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η απόφαση 68526/3359/1995 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, με την οποία προεγκρίθηκε η χωροθέτηση των επιμέρους έργων που απαιτούνται για την εκτροπή.

 

Στη συνέχεια, με την κοινή απόφαση ΑΠ/23271/1995 των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Πολιτισμού, Γεωργίας και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και των Αναπληρωτών Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και, συγκεκριμένα, α) φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μεσοχώρας Νομού Τρικάλων, β) σήραγγας μήκους 7.400 m από Μεσοχώρα έως την περιοχή Γλύστρας, γ) φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Συκιάς, σε θέση που εμπίπτει στις περιφέρειες των Νομών Άρτας και Καρδίτσας, δ) σήραγγας εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία, μήκους 17.400 m, ως και υδροηλεκτρικού σταθμού στην έξοδο της σήραγγας και ε) αναρρυθμιστικής δεξαμενής και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μαυρομματίου Νομού Καρδίτσας.

 

Εξάλλου, με την απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ.32/53451/1544/1995 του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε η πραγματοποίηση των ως άνω έργων εκτροπής, τα οποία ήταν μερικώς διαφορετικά από εκείνα, στα οποία αφορούσαν οι αρχικώς ακυρωθείσες διοικητικές πράξεις, ενώ και για την εκτροπή προβλέφθηκε ανώτατο επιτρεπόμενο όριο εκτρεπόμενης ποσότητας ύδατος 600 εκατομμυρίων m3 ετησίως, κατά μείωση του ορίου των 1.100 εκατομμυρίων m3 ετησίως που είχε ορισθεί με την αρχική πράξη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, η οποία είχε ακυρωθεί από το Δικαστήριο. Κατά των ως άνω πράξεων ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως από τους ήδη αιτούντες, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθμόν 3478/2000 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι, ενόψει των διαπιστώσεων και αξιολογήσεων που περιέχονται στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, συνάγεται ότι έγινε ενδελεχής και με επαρκή τεκμηρίωση στάθμιση των συνεπειών των επίμαχων έργων για το περιβάλλον προς την καλυπτόμενη με τα έργα αυτά ανάγκη, η οποία αφορά κυρίως στη διατήρηση και ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της θεσσαλικής πεδιάδας.

 

Κρίθηκε όμως, περαιτέρω, με την τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι με τη μελέτη αυτή δεν εξετάσθηκαν εναλλακτικές λύσεις, ως προς τον τρόπο κατασκευής, τη διάρθρωση και το μέγεθος των επίμαχων έργων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκτροπή του Αχελώου κατά τρόπο, ώστε να αποτραπεί η καταστροφή, τουλάχιστον των περισσότερο αξιόλογων από τα μνημεία της περιοχής των έργων, μεταξύ των οποίων το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυρόφυλλου Τρικάλων, εκκλησίες και τοξωτά λιθόκτιστα γεφύρια, και να μειωθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις από τα έργα αυτά. Κατόπιν τούτων, οι ως άνω πράξεις κρίθηκαν ακυρωτέες στο σύνολό τους, διότι η ήδη μνημονευθείσα παράλειψη της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αναφέρεται σε ζήτημα κρίσιμο για την επιλογή της τελικής θέσης των επίμαχων έργων και τον καθορισμό του μεγέθους και του τρόπου κατασκευής και λειτουργίας τους και, επομένως, για το συνολικό σχεδιασμό των έργων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση της μερικής εκτροπής των υδάτων του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία.

 

Μετά την ως άνω ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων αποφάσισε την εκπόνηση συμπληρωματικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων εκτροπής του Αχελώου ποταμού προς Θεσσαλία, με σκοπό, όπως στην ίδια τη μελέτη που εκπονήθηκε το 2002 αναφέρεται:

 

{τη διερεύνηση ολοκληρωμένων εναλλακτικών σχημάτων εκτροπής του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία (που εξασφαλίζουν την εκτροπή συνολικής ποσότητας νερού ίσης με 600.000.000 m3 και καθιστούν το σύνολο του εγχειρήματος οικονομικά βιώσιμο), την εξαντλητική εξέταση της δυνατότητας προστασίας και διατήρησης in situ της μονής Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου, την ενσωμάτωση των νέων διοικητικών πράξεων και ρυθμίσεων που αφορούν στο σύνολο της περιοχής εξέλιξης των έργων και των περιοχών που επηρεάζονται από αυτά, την παρουσίαση των νέων οικολογικών, χωροταξικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιστορικών και πολιτιστικών δεδομένων, τα οποία έχουν εν τω μεταξύ προκύψει στις παραπάνω περιοχές και την εξειδίκευση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των επανορθωτικών μέτρων με βάση τις ειδικές τεχνικές μελέτες που έχουν εκπονηθεί στην περιοχή από το 1995 που συντάχθηκε η συνολική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων μέχρι το χρόνο συντάξεως της ως άνω μελέτης του 2002.}

 

Εξάλλου, μεταξύ των στοιχείων που έχουν ληφθεί υπόψη για την εκπόνηση της νεώτερης αυτής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αναφέρεται σειρά ειδικών τεχνικών μελετών που συντάχθηκαν κατά τα έτη 1998-2000, η επικαιροποίηση της μελέτης οικονομικής σκοπιμότητας των έργων εκτροπής του Αχελώου στη Θεσσαλία (1997), η μελέτη αρχιτεκτονικής τεκμηρίωσης του συγκροτήματος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου (2000), μελέτη για τη διαχείριση και παρακολούθηση του προγράμματος μελετών αναγνώρισης και περιγραφής των τύπων οικοτόπων (Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2001). Τέλος, ως πηγή για τα υδρολογικά δεδομένα του Αχελώου χρησιμοποιήθηκε η μελέτη του ΕΜΠ/ΤΥΠΥΘΕ (Ναλμπάντης, 1999), ενώ η γεωργοτεχνική μελέτη για τον προσδιορισμό των υδατικών αναγκών της Θεσσαλίας αποτελεί επικαιροποίηση της μελέτης του 1995, προκειμένου, όπως αναφέρεται στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να γίνει η κατά το δυνατό προσαρμογή των στοιχείων στους επιμέρους περιορισμούς και όρους που τίθενται με την εφαρμογή της Agenda 2000. Η ως άνω συμπληρωματική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων εγκρίθηκε, κατ' επίκληση του νόμου 3028/2002 (ΦΕΚ 153/Α/2002), μετά τη σχετική γνωμοδότηση (11/2003) του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, με την υπ' αριθμόν ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Α1/Φ.39/73006/4608/2003 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.

 

Ακολούθως, εκδόθηκε κοινή υπουργική απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων ΑΠ/131957/2003 των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης, Γεωργίας και Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και συγκεκριμένα: α) φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μεσοχώρας Νομού Τρικάλων, β) σήραγγας μήκους 7.400 m από Μεσοχώρα έως την περιοχή Γλύστρας και Υδροηλεκτρικού Σταθμού Γλύστρας, γ) φράγματος, ταμιευτήρα και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Συκιάς, σε θέση που εμπίπτει στις περιφέρειες των Νομών Άρτας και Καρδίτσας, δ) σήραγγας εκτροπής του ρου του ποταμού προς τη Θεσσαλία μήκους 17.400 μέτρων και υδροηλεκτρικού σταθμού στην έξοδο της σήραγγας και ε) αναρρυθμιστικής δεξαμενής και υδροηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή Μαυρομματίου Νομού Καρδίτσας.

 

Οι όροι αυτοί ακυρώθηκαν και πάλι με την 1688/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε, ενόψει των ισχυουσών, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διατάξεων του νόμου 1739/1987 (ΦΕΚ 201/Α/1987), υπό το φως της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000), ότι, σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων, ουσιώδους στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, η εκτέλεση έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων επιτρέπεται, μόνον εφόσον αυτό εντάσσεται σε πρόγραμμα αναπτύξεως υδατικών πόρων, τα δε επίμαχα έργα, παρά το ότι αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην υδρολογική λεκάνη δύο ποταμών, του Αχελώου και του Πηνειού, καθώς και στα χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα της περιοχής, ουδέποτε εντάχθηκαν σε πρόγραμμα διαχείρισης υδατικών πόρων, το οποίο, όπως άλλωστε προέκυπτε, δεν είχε καταρτισθεί. Με την ίδια απόφαση η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για να κρίνει, εάν εμμένει στην εκτέλεση του έργου, ενόψει των νέων πραγματικών και νομικών δεδομένων (είχε ήδη δημοσιευθεί ο νόμος 3199/2003 (ΦΕΚ 280/Α/2002) για τη μεταφορά της ως άνω Οδηγίας) που ισχύουν για το επίδικο έργο, κατ' εκτίμηση των υδατικών αναγκών της Θεσσαλίας και της Δυτικής Στερεάς, ως και της προβλεπόμενης μορφής ανάπτυξης των περιοχών αυτών, στο πλαίσιο πάντοτε της βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων.

 

Ενόψει της ακυρωτικής αυτής αποφάσεως, με την 1186/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η υπ' αριθμόν 375/Κ.Ε 1900Γ/2005 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία εγκρίθηκε το αποτέλεσμα της δημοπρασίας για το έργο Αποπεράτωση Φράγματος Συκιάς και ανατέθηκε η κατασκευή του στην εταιρεία ΜΗΧΑΝΙΚΗ ανώνυμη εταιρεία, διότι, μετά την ακύρωση της πράξεως εγκρίσεων περιβαλλοντικών όρων, εξέλιπε η νόμιμη προϋπόθεση διενέργειας του διαγωνισμού και αναθέσεως της εκτελέσεως του επίμαχου έργου.

 

Ακολούθησε ο νόμος 3481/2006 (ΦΕΚ 162/Α/2006), με το άρθρο 9 του οποίου τροποποιήθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 του νόμου 3199/2003 και προβλέφθηκε ότι μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της Χώρας και των Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών, μπορούν να εγκρίνονται Σχέδια Διαχείρισης των υδάτων συγκεκριμένης Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) και επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος σε άλλη, τα σχέδια δε αυτά, προκειμένου για έργα μεγάλης κλίμακας ή εθνικής σημασίας, εγκρίνονται με νόμο. Με τη διάταξη του άρθρου 13 (παράγραφοι 1-3) του ίδιου νόμου 3481/2006, τα έργα μερικής εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία χαρακτηρίσθηκαν ως έργα μεγάλης κλίμακας και εθνικής σημασίας, εγκρίθηκε το Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού και εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή και λειτουργία των επίμαχων έργων.

 

Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 13 του νόμου 3481/2006 ορίσθηκαν τα εξής:

 

{... 4. Δημόσια έργα, καθώς και έργα της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού, τα οποία δημοπρατήθηκαν και κατασκευάσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής και αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς Θεσσαλία και έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπεται να λειτουργήσουν ή να ολοκληρωθεί η κατασκευή τους σύμφωνα με το εγκρινόμενο σχέδιο διαχείρισης και τους εγκρινόμενους κατά την προηγούμενη παράγραφο περιβαλλοντικούς όρους». Ενόψει της τελευταίας αυτής διατάξεως, δόθηκε εντολή στην ανάδοχο εταιρεία να συνεχίσει τις εργασίες στο επίμαχο έργο, που είχαν διακοπεί μετά την μνημονευθείσα, 1186/2006, ακυρωτική απόφαση (σχετικά τα υπ' αριθμούς 415/2006 και 567/2006 έγγραφα της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων Τμήματος κατασκευής Έργων Καρδίτσας).

 

6. Επειδή, οι κρινόμενες αιτήσεις ακυρώσεως στρέφονται, κατά τα αναφερόμενα στο εισαγωγικό τους τμήμα και το αιτητικό τους, κατά του άρθρου 13 του νόμου 3481/2006, για τον λόγο ότι, κατά τους αιτούντες, δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη, μέσω προσβολής της οποίας να είναι εφικτός ο κατοχυρούμενος από το Σύνταγμα έλεγχος της συμφωνίας του εν λόγω νόμου προς αυτό. Αναφέρεται, πάντως, στη δεύτερη και στη τρίτη από τις κρινόμενες αιτήσεις ότι αυτές στρέφονται και κατά πάσης συναφούς διοικητικής πράξεως.

 

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, για την πραγματοποίηση του αυτού έργου της εκτροπής των υδάτων του ποταμού Αχελώου προς την Θεσσαλία, με την κατασκευή των φραγμάτων της Μεσοχώρας και της Συκιάς, καθώς και της σήραγγας εκτροπής, είχε προηγουμένως εκδοθεί η κοινή απόφαση ΑΠ/131957/2003 των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης, Γεωργίας και Πολιτισμού, με την οποία είχαν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου. Η κοινή υπουργική απόφαση αυτή ακυρώθηκε, ως μη νόμιμη, με την υπ' αριθμόν 1688/2005 απόφαση του Δικαστηρίου. Με την ακυρωτική απόφαση, η υπόθεση αναπέμφθηκε ρητώς στην Διοίκηση (σκέψη 16), προκειμένου να εξετασθεί αν αυτή, εν όψει νεωτέρων πραγματικών και νομικών δεδομένων, εμμένει στην εκτέλεση του έργου. Μετά την ακυρωτική απόφαση, η Διοίκηση, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 415/2006 έγγραφο της ΕΥΔΕ ΟΣΥΕ, διέταξε τον ανάδοχο του εν τω μεταξύ εκτελούμενου έργου να διακόψει όλες τις εκτελούμενες εργασίες. Ακολούθησε ο προαναφερθείς νόμος 3481/2006 (ΦΕΚ 162/Α/2006), με τα άρθρα 9 και 13 του οποίου επετράπη η κατασκευή και λειτουργία των ως άνω έργων.

 

Ενόψει δε της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου 3481/2006, η ΕΥΔΕ ΟΣΥΕ, με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 567/2006 έγγραφό της, κάλεσε, όπως προαναφέρθηκε, τον ανάδοχο του έργου να προβεί ... άμεσα, (από τη λήψη του παρόντος), στην έναρξη και συνέχιση των εργασιών ... που είχαν διακοπεί μετά την μνημονευθείσα, 1186/2006, ακυρωτική απόφαση. Μετά την έκδοση του ως άνω νόμου και του προμνημονευθέντος εγγράφου άρχισε εκ νέου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η εκτέλεση του όλου έργου, κατά τα ανεκτέλεστα εισέτι τμήματά του.

 

Με τα δεδομένα αυτά, το τελευταίο αυτό έγγραφο, ανεξαρτήτως της ειδικότερης διατυπώσεως του περιεχομένου του, επάγεται μεταβολή στον νομικό κόσμο, αφού επιφέρει τη δυσμενή για τους αιτούντες συνέπεια της, δυνάμει των προβλέψεων του νόμου και των εγκριθέντων με αυτόν περιβαλλοντικών όρων, συνεχίσεως της εκτελέσεως του συνόλου του επιμάχου έργου και, μάλιστα, παρά την μεσολαβήσασα ακυρωτική απόφαση. Αποτελεί, συνεπώς, εκτελεστή διοικητική πράξη και προσβάλλεται παραδεκτώς με τις κρινόμενες αιτήσεις, καθ' ερμηνεία των δικογράφων της. Άλλωστε, για την επέλευση των εννόμων συνεπειών των εμπεριεχομένων στο συγκεκριμένο νόμο ατομικών ρυθμίσεων ήταν αναγκαία η έκδοση από όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία είναι η, κατά το Σύνταγμα, αρμόδια για την εκτέλεση των νόμων λειτουργία, διοικητικής πράξεως, ρητής ή σιωπηρής, έγγραφης ή προφορικής, με περιεχόμενο την εντολή εκτελέσεως της πράξεως του νομοθετικού οργάνου, όπως έγινε εν προκειμένω με το ως άνω έγγραφο. Υπό την εκδοχή, εξ άλλου, αυτή, παρέχεται στους αιτούντες η κατοχυρούμενη από το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ έννομη προστασία, μάλιστα δε και ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου, του οποίου προβάλλουν ότι δεν εκτελέσθηκε προσηκόντως η προηγουμένη ακυρωτική απόφαση. Συνεπώς, απαραδέκτως οι αιτήσεις στρέφονται ευθέως κατά των συγκεκριμένων διατάξεων του τυπικού νόμου, αλλά ασκούνται παραδεκτώς κατά της ως άνω πράξεως.

 

Κατά την γνώμη όμως των συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου, Αικατερίνης Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Χρήστου Ράμμου, Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, Α.Γ. Βώρου, Ι. Γράβαρη και Αντώνη Ντέμσια οι υπό κρίση αιτήσεις ασκούνται παραδεκτώς υπό την ακόλουθη έννοια: Διότι, ναι μεν η αίτηση ακυρώσεως χωρεί κατά πράξεων των διοικητικών αρχών (άρθρο 95 παράγραφος 1 στ. α του Συντάγματος) και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη αίτηση, με την οποία προσβάλλεται ευθέως διάταξη τυπικού νόμου, στην ειδική όμως περίπτωση, κατά την οποία η προσβαλλόμενη διάταξη, όπως εν προκειμένω, δεν συνιστά άσκηση νομοθετικής λειτουργίας, κατά το άρθρο 26 παράγραφος 1 του Συντάγματος, δηλαδή θέση απρόσωπου και αφηρημένου κανόνα δικαίου, δεκτικού, περαιτέρω, εφαρμογής, αλλά αποτελεί εξαντλητική ρύθμιση συγκεκριμένου ζητήματος διοικητικής φύσεως, έτσι ώστε τα έννομα αποτελέσματά της να επέρχονται αμέσως εκ του νόμου και να μην απομένει περιθώριο εκδόσεως εκτελεστής διοικητικής πράξεως εφαρμογής της, τότε, κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με τα οποία, αντιστοίχως, κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας και το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η αίτηση ακυρώσεως χωρεί παραδεκτώς κατά της διοικητικής πράξεως που, υπό τα δεδομένα αυτά, εμπεριέχεται στην προσβαλλόμενη νομοθετική διάταξη. Τούτο δε ισχύει, πολύ περισσότερο, σε περίπτωση κατά την οποία με τυπικό νόμο καταργούνται ουσιαστικώς, κατά παράβαση του άρθρου 95 παράγραφος του Συντάγματος, αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες είχαν ακυρωθεί προγενέστερες διοικητικές πράξεις που ρύθμιζαν το αυτό αντικείμενο. Εφόσον δε η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς αφορά στην προστασία των υδάτων και, γενικότερα, του φυσικού περιβάλλοντος, το απαράδεκτο των υπό κρίση αιτήσεων θα είχε ως επιπλέον συνέπεια να παραβιασθεί η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο.

 

Κατά την γνώμη, τέλος, του Προέδρου και των Συμβούλων Ν. Σκλία, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουλάκη, Ι. Ζόμπολα, Σ. Παραμυθιώτη και Β. Καλατζή, προς την οποία ετάχθη και η Πάρεδρος Α. Σδράκα, από τη διάταξη του άρθρου 95 παράγραφος 1 στ. α του Συντάγματος, κατά την οποία η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά πράξεων των διοικητικών αρχών, προκύπτει ότι το ένδικο αυτό βοήθημα είναι απαράδεκτο, όταν στρέφεται ευθέως κατά τυπικού νόμου. Συνεπώς, οι κρινόμενες αιτήσεις, με τις οποίες ζητείται ευθέως η ακύρωση διατάξεων τυπικού νόμου, ασκούνται απαραδέκτως (ΣτΕ 1250/2003 Ολομέλεια, 3612/2002 Ολομέλεια, 1046/1952 Ολομέλεια κ.α.).

 

8. Επειδή, οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση του συνολικού έργου της εκτροπής υδάτων του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία, όπως αυτό περιγράφεται στις προηγούμενες σκέψεις και προσδιορίζεται με τα δικόγραφα των κρινόμενων αιτήσεων. Εξάλλου, όπως ήδη εξετέθη, με την καθ' ερμηνεία προσβαλλόμενη πράξη, καθίσταται δυνατή η εκτέλεση του συνόλου του έργου. Αντικείμενο, επομένως, της παρούσης δίκης αποτελεί η νομιμότητα του ενιαίου έργου της εκτροπής του Αχελώου ποταμού, παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται σε τμήμα του επίμαχου έργου και, συγκεκριμένα, στο φράγμα της Συκιάς. Κατά την γνώμη όμως του Προέδρου και των Συμβούλων Ν. Σκλία, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουλάκη, Ι. Ζόμπολα, Β. Γρατσία και Β. Καλατζή, προς την οποίαν ετάχθη και η Πάρεδρος Α. Σδράκα, αντικείμενο της παρούσης δίκης είναι μόνο το ως άνω έργο κατασκευής του φράγματος της Συκιάς, το οποίο αναφέρεται σε τμήμα του επίμαχου έργου.

 

9. Επειδή, κατά τα προαναφερθέντα, με το άρθρο 13 του νόμου 3481/2006 εγκρίθηκε το σχέδιο διαχείρισης για τις Λεκάνες Απορροής Ποταμού Αχελώου και Πηνειού, οι περιβαλλοντικοί όροι για την κατασκευή των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία και δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσουν ή να ολοκληρωθεί η κατασκευή έργων, δημοσίων έργων και έργων της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού που αφορούν στο επίμαχο εγχείρημα της εκτροπής. Τόσο, όμως, οι πράξεις εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων, όσο και οι πράξεις, βάσει των οποίων εκτελούντο τα ως άνω έργα, είχαν ήδη ακυρωθεί προ της εκδόσεως του ως άνω νόμου με αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επιχειρείται δε η εκ νέου έγκρισή τους, με έρεισμα το ως άνω σχέδιο διαχείρισης, το οποίο εγκρίνεται, κατ' επίκληση του άρθρου 9 του ως άνω νόμου 3481/2006. Ενόψει αυτών, το προέχον εν προκειμένω ζήτημα ανάγεται στο συμβατό των νέων ρυθμίσεων των άρθρων 9 και 13 του ως άνω νόμου 3481/2006 με το κοινοτικό δίκαιο.

 

10. Επειδή, στο άρθρο 174 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ορίζεται ότι:

 

{1. Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των ακόλουθων στόχων: τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, ..., τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων ...}

 

Περαιτέρω εξεδόθη η Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στις 23-10-2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000), στο προοίμιο της οποίας επισημαίνεται η ανάγκη συνετής και ορθολογικής αξιοποίησης των φυσικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, ως και η ανάγκη ενσωμάτωσης της προστασίας και βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων σε άλλους τομείς κοινοτικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων η γεωργική, η περιφερειακή και η τουριστική πολιτική και η αλληλεξάρτηση επιφανειακών και υπογείων υδάτων. Επίσης, αναφέρεται ότι απαιτούνται κοινές αρχές για το συντονισμό των προσπαθειών των κρατών μελών για τη βελτίωση της προστασίας των κοινοτικών υδάτων, ως προς την ποιότητα και ποσότητα, την προώθηση της βιώσιμης χρήσης του ύδατος, τη συμβολή στον έλεγχο των διασυνοριακών προβλημάτων ύδατος, την προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων και των χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων που εξαρτώνται άμεσα από αυτά και τη διασφάλιση και ανάπτυξη των δυνητικών χρήσεων των κοινοτικών υδάτων. Σκοπός της οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, είναι:

 

{... η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπόγειων υδάτων, το οποίο:

 

α) να αποτρέπει την περαιτέρω επιδείνωση, να προστατεύει και να βελτιώνει την κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων σε ό,τι αφορά τις ανάγκες τους σε νερό,

β) να προωθεί τη βιώσιμη χρήση του νερού βάσει μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων,

γ) να αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας και τη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων με ειδικά μέτρα για την προοδευτική μείωση των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών ουσιών προτεραιότητας και με την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των απορρίψεων, εκπομπών και διαρροών των επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας}

 

Για τους σκοπούς της ως άνω οδηγίας, εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, οι ακόλουθοι ορισμοί:

 

{... 13. Λεκάνη Απορροής Ποταμού: η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και πιθανώς λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα. ...

 

15. Περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (ΠΛΑΠ): η θαλάσσια και χερσαία έκταση, που αποτελείται από μια ή περισσότερες γειτονικές Λεκάνες Απορροής Ποταμού μαζί με τα συναφή υπόγεια και παράκτια ύδατα, και η οποία προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 ως η βασική μονάδα διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού ...

 

39. Χρήση ύδατος: υπηρεσίες ύδατος μαζί με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II και η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των υδάτων.}

 

Περαιτέρω, στην ως άνω οδηγία ορίζεται ότι:

 

{1. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις επί μέρους Λεκάνες Απορροής Ποταμού στο εθνικό τους έδαφος και, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις υπάγουν σε επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού. Οι μικρές Λεκάνες Απορροής Ποταμού ενδεχομένως συνδυάζονται με μεγαλύτερες Λεκάνες Απορροής Ποταμού ή ενώνονται με γειτονικές μικρές Λεκάνες Απορροής Ποταμού για το σχηματισμό επιμέρους περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, όπου ενδείκνυται. Όταν τα υπόγεια ύδατα δεν ακολουθούν πλήρως μια συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, τα εν λόγω ύδατα προσδιορίζονται και υπάγονται στην πλησιέστερη ή την προσφορότερη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. Τα παράκτια ύδατα προσδιορίζονται και υπάγονται στην ή τις πλησιέστερες ή προσφορότερες περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

 

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τις κατάλληλες διοικητικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της κατάλληλης αρμόδιας αρχής, για την εφαρμογή των κανόνων της παρούσας οδηγίας μέσα σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού στο έδαφός τους ...

 

4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που τίθενται δυνάμει του άρθρου 4, και ειδικότερα όλα τα προγράμματα μέτρων, συντονίζονται για την όλη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού. ... Όταν το ζητήσουν τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, η Επιτροπή ενεργεί για να διευκολύνει τον καθορισμό των προγραμμάτων μέτρων ...}

 

(άρθρο 3)

 

{1. Προκειμένου να καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού:

 

α) για τα επιφανειακά ύδατα

 

i) τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8,

ii) τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του σημείου iii για τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8,

 

iii) τα κράτη μέλη προστατεύουν και αναβαθμίζουν όλα τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη καλού οικολογικού δυναμικού και καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8,

 

iv) τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 8, με στόχο την προοδευτική μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες προτεραιότητας και την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας, με την επιφύλαξη των σχετικών διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 για τα ενδιαφερόμενα μέρη

 

β) για τα υπόγεια ύδατα

 

i) τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να προληφθεί ή να περιορισθεί η διοχέτευση ρύπων στα υπόγεια ύδατα και να προληφθεί η υποβάθμιση της κατάστασης όλων των συστημάτων των υπόγειων υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο ι),

 

ii) τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των υπόγειων υδάτων, διασφαλίζουν ισορροπία μεταξύ της άντλησης και της ανατροφοδότησης των υπόγειων υδάτων, με στόχο την επίτευξη καλής κατάστασης των υπόγειων υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο ι),

 

iii) τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την αναστροφή κάθε σημαντικής και επίμονης ανοδικής τάσης συγκέντρωσης οιουδήποτε ρύπου, η οποία οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα προκειμένου να μειωθεί προοδευτικά η ρύπανση των υπόγειων υδάτων. Τα μέτρα για την επίτευξη της αναστροφής της τάσης εφαρμόζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 17, λαμβάνοντας υπόψη τα εφαρμοστέα πρότυπα που εκτίθενται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και την επιφύλαξη της παραγράφου 8,

 

γ) για τις προστατευόμενες περιοχές. Τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με όλα τα πρότυπα και τους στόχους το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός αν προβλέπεται άλλως στην κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

 

2. Εάν ένα συγκεκριμένο υδατικό σύστημα το αφορούν δύο ή περισσότεροι από τους στόχους της παραγράφου 1, εφαρμόζεται ο αυστηρότερος στόχος.

 

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων ως τεχνητό ή ιδιαιτέρως τροποποιημένο όταν:

 

α) οι αλλαγές στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού που είναι αναγκαίες για την επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης, θα προκαλούσαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις:

 

i) στο ευρύτερο περιβάλλον,

ii) στη ναυσιπλοΐα, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών εγκαταστάσεων, ή στην αναψυχή,

iii) σε δραστηριότητες για τους σκοπούς των οποίων αποθηκεύεται ύδωρ, όπως η υδροδότηση, η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας ή η άρδευση,

iv) στη ρύθμιση του ύδατος, στην προστασία από πλημμύρες, στην αποξήρανση εδαφών ή

v) άλλες εξίσου σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες για τη βιώσιμη ανάπτυξη,

 

β) οι χρήσιμοι στόχοι που εξυπηρετούνται από τα τεχνητά ή τροποποιημένα χαρακτηριστικά του υδατικού συστήματος δεν μπορούν, λόγω τεχνικής αδυναμίας ή δυσανάλογου κόστους, να επιτευχθούν λογικά με άλλα μέσα τα οποία αποτελούν πολύ καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή. Ειδική μνεία του καθορισμού αυτού και της αιτιολόγησής του θα γίνεται στα σχέδια διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμού (επισημαίνεται ότι σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας στο συγκεκριμένο άρθρο και σε όλα όσα ακολουθούν αντί του όρου σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού χρησιμοποιείται o όρος σχέδιο διαχείρισης περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού, παράβαλε το γαλλικό κείμενο της οδηγίας στο οποίο χρησιμοποιείται ο όρος plan de gestion de district hydrographique και όχι ο όρος plan de gestion de bassin hydrographique που θα αντιστοιχούσε στον ελληνικό όρο σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού) που επιβάλλει το άρθρο 13 και τα οποία αναθεωρούνται ανά εξαετία.

 

4. Οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να παρατείνονται για τη σταδιακή επίτευξη των στόχων για υδατικά συστήματα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποβαθμίζεται περαιτέρω η κατάσταση του πληττόμενου υδατικού συστήματος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

α) τα κράτη μέλη διαπιστώνουν ότι δεν είναι ευλόγως δυνατόν να επιτευχθούν όλες οι απαιτούμενες βελτιώσεις της κατάστασης του υδατικού συστήματος εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο αυτή, για έναν τουλάχιστον από τους ακόλουθους λόγους:

 

i) η κλίμακα των απαιτούμενων βελτιώσεων δεν είναι, για τεχνικούς λόγους, δυνατόν να επιτευχθεί παρά μόνο σε χρονικά στάδια που υπερβαίνουν το χρονοδιάγραμμα,

ii) η ολοκλήρωση των βελτιώσεων εντός του χρονοδιαγράμματος θα ήταν δυσανάλογα δαπανηρή,

iii) οι φυσικές συνθήκες δεν επιτρέπουν έγκαιρες βελτιώσεις στην κατάσταση του υδατικού συστήματος,

 

β) η παράταση της προθεσμίας και η αντίστοιχη αιτιολογία εκτίθενται ειδικά και επεξηγούνται στο σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού, που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 13,

 

γ) οι παρατάσεις περιορίζονται σε δύο το πολύ περαιτέρω ενημερώσεις του σχεδίου διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού, εκτός από τις περιπτώσεις που οι φυσικές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε οι στόχοι να μην είναι δυνατόν να επιτευχθούν εντός της περιόδου αυτής,

 

δ) το σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού περιλαμβάνει περίληψη των μέτρων τα οποία απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 και τα οποία θεωρούνται αναγκαία για να φθάσουν προοδευτικά τα υδατικά συστήματα στην απαιτούμενη κατάσταση μέσα στην παραταθείσα προθεσμία, τους λόγους για οποιαδήποτε αξιοσημείωτη καθυστέρηση εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και το αναμενόμενο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους. Στις ενημερώσεις του σχεδίου διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού περιλαμβάνονται μια επισκόπηση της εφαρμογής των μέτρων αυτών και μια περίληψη των τυχόν πρόσθετων μέτρων.

 

5. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιδιώκουν περιβαλλοντικούς στόχους λιγότερο αυστηρούς από αυτούς που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 για συγκεκριμένα υδατικά συστήματα, όταν επηρεάζονται τόσο από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, ή η φυσική τους κατάσταση είναι τέτοια ώστε η επίτευξη των στόχων αυτών να είναι ανέφικτη ή δυσανάλογα δαπανηρή, και εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

α) οι περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές ανάγκες που εξυπηρετούνται από την ανθρώπινη αυτή δραστηριότητα δεν μπορούν να επιτευχθούν με άλλα μέσα τα οποία αποτελούν πολύ καλύτερη επιλογή για περιβαλλοντική πρακτική, η οποία δεν συνεπάγεται δυσανάλογο κόστος,

 

β) τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν:

 

για τα επιφανειακά ύδατα, ότι επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό οικολογικό δυναμικό και η καλύτερη δυνατή χημική κατάσταση, δεδομένων των επιπτώσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν αποφευχθεί λόγω της φύσεως της ανθρώπινης δραστηριότητας ή της ρύπανσης,
για τα υπόγεια ύδατα, τις όσο το δυνατόν λιγότερες μεταβολές στην καλή κατάσταση των υπόγειων υδάτων, δεδομένων των επιπτώσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν αποφευχθεί λόγω της φύσεως της ανθρώπινης δραστηριότητας ή της ρύπανσης,

 

γ) δεν σημειώνεται περαιτέρω υποβάθμιση της κατάστασης του πληγέντος υδατικού συστήματος,

 

δ) η καθιέρωση λιγότερο αυστηρών περιβαλλοντικών στόχων και η αντίστοιχη αιτιολογία εκτίθενται ειδικά στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που επιβάλλει το άρθρο 13, οι δε στόχοι αυτοί αναθεωρούνται ανά εξαετία.

 

6. Προσωρινή υποβάθμιση της κατάστασης των υδατικών συστημάτων δεν συνιστά παράβαση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας εάν οφείλεται σε περιστάσεις που απορρέουν από φυσικά αίτια ή από ανωτέρα βία και είναι εξαιρετικές ή δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί, ιδίως ακραίες πλημμύρες και παρατεταμένες ξηρασίες, ή εάν οφείλεται σε περιστάσεις λόγω ατυχημάτων οι οποίες δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

α) λαμβάνονται όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για να προληφθεί η περαιτέρω υποβάθμιση της κατάστασης και για να μην υπονομευθεί η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας σε άλλα υδατικά συστήματα που δεν θίγονται από τις περιστάσεις αυτές,

 

β) το σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού αναφέρει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να κηρύσσονται οι απρόβλεπτες ή εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης των κατάλληλων δεικτών,

 

γ) τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται στις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα μέτρων και δεν θα υπονομεύσουν την αποκατάσταση της ποιότητας του υδατικού συστήματος μετά τη λήξη των περιστάσεων,

 

δ) οι επιπτώσεις των εξαιρετικών περιστάσεων ή των περιστάσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί επισκοπούνται ετησίως και, με την επιφύλαξη των λόγων που εκτίθενται στην παράγραφο 4 στοιχείο α), έχουν ληφθεί όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για την ευλόγως ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση του υδατικού συστήματος στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από τις επιπτώσεις των περιστάσεων αυτών και

 

ε) η επόμενη ενημέρωση του σχεδίου διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού περιλαμβάνει περίληψη των συνεπειών των περιστάσεων και των μέτρων που ελήφθησαν ή θα ληφθούν σύμφωνα με τα στοιχεία α) και δ).

 

7. Τα κράτη μέλη δεν παραβιάζουν την παρούσα οδηγία εφόσον:

 

η αδυναμία επίτευξης καλής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, καλής οικολογικής κατάστασης ή, κατά περίπτωση, καλού οικολογικού δυναμικού ή πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης ενός συστήματος επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων, οφείλεται σε νέες τροποποιήσεις των φυσικών χαρακτηριστικών του συστήματος επιφανειακών υδάτων ή σε μεταβολές της στάθμης των συστημάτων υπόγειων υδάτων ή
η αδυναμία πρόληψης της υποβάθμισης από την άριστη στην καλή κατάσταση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων είναι αποτέλεσμα νέων ανθρώπινων δραστηριοτήτων βιώσιμης ανάπτυξης και εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

α) λαμβάνονται όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για το μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στην κατάσταση του υδατικού συστήματος,

 

β) η αιτιολογία των τροποποιήσεων ή των μεταβολών εκτίθεται ειδικά στο σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που επιβάλλει το άρθρο 13, οι δε στόχοι αναθεωρούνται ανά εξαετία,

 

γ) οι λόγοι για τις τροποποιήσεις ή τις μεταβολές αυτές υπαγορεύονται επιτακτικά από το δημόσιο συμφέρον ή/και τα οφέλη για το περιβάλλον και την κοινωνία από την επίτευξη των στόχων που εξαγγέλλονται στην παράγραφο 1 υπερκαλύπτονται από τα οφέλη των νέων τροποποιήσεων ή μεταβολών για την υγεία των ανθρώπων, για τη διαφύλαξη της ασφάλειάς τους ή για τη βιώσιμη ανάπτυξη και

 

δ) οι ευεργετικοί στόχοι τους οποίους εξυπηρετούν αυτές οι τροποποιήσεις ή μεταβολές των υδάτινων συστημάτων δεν μπορούν για τεχνικούς λόγους ή λόγω υπέρμετρου κόστους, να επιτευχθούν με άλλα μέσα που συνιστούν πολύ καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή.

 

8. Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή να μην αποκλείει μονίμως ή να μην υπονομεύει την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας σε άλλα υδατικά συστήματα της ίδιας περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού και να συμβαδίζει με την εφαρμογή άλλων κοινοτικών περιβαλλοντικών νομοθετημάτων.

 

9. Πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλισθεί ότι η εφαρμογή των νέων διατάξεων, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 εγγυάται τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.}

 

(άρθρο 4)

 

{1. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή για κάθε τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού το οποίο βρίσκεται στο έδαφός του, αναλαμβάνεται:

 

ανάλυση των χαρακτηριστικών της,
επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και
οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των παραρτημάτων II και III,

 

και ότι θα έχει περατωθεί το αργότερο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παρούσας οδηγίας ...}

 

(άρθρο 5)

 

{1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δημιουργία μητρώου ή μητρώων όλων των περιοχών που κείνται στο εσωτερικό κάθε περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως χρήζουσες ειδικής προστασίας βάσει ειδικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για την προστασία των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων τους ή για τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που εξαρτώνται άμεσα από το νερό. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το μητρώο θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας ... }

 

(άρθρο 6)

 

{1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα με το παράρτημα III, και ειδικότερα σύμφωνα με την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Μέχρι το 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν:

 

ότι οι πολιτικές τιμολόγησης του ύδατος παρέχουν κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες για να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της παρούσας οδηγίας,
κατάλληλη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος, διακρινόμενων, τουλάχιστον, σε βιομηχανία, νοικοκυριά και γεωργία, στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, βάσει της οικονομικής ανάλυσης που διενεργείται σύμφωνα με το παράρτημα III και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.

 

Τα κράτη μέλη μπορούν εν προκειμένω να συνεκτιμούν τα κοινωνικά, τα περιβαλλοντικά και τα οικονομικά αποτελέσματα της ανάκτησης, καθώς και τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της οικείας περιοχής ή περιοχών ...}

 

(άρθρο 9)

 

{1. Κάθε κράτος μέλος μεριμνά για τη θέσπιση, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή για το τμήμα διεθνούς περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εντός της επικράτειάς του, προγράμματος μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των αναλύσεων που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4. Τα εν λόγω προγράμματα μέτρων μπορούν να αναφέρονται σε μέτρα που προκύπτουν από νομοθεσία, η οποία έχει θεσπισθεί σε εθνικό επίπεδο, και καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας κράτους μέλους. Κατά περίπτωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να θεσπίζει μέτρα που ισχύουν για όλες τις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού ή/και τα τμήματα διεθνών περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκονται στην επικράτειά του ...

 

7. Τα προγράμματα μέτρων καταρτίζονται το αργότερο εννέα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας και όλα τα μέτρα είναι έτοιμα προς εφαρμογή το αργότερο δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία αυτή ...}

 

(άρθρο 11)

 

{1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι καταρτίζεται ένα σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκεται εξ ολοκλήρου στο έδαφός τους ...

 

4. Το σχέδιο διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού περιλαμβάνει τις πληροφορίες που εκτίθενται λεπτομερώς στο παράρτημα VII.

 

5. Τα σχέδια διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού μπορούν να συμπληρώνονται με την κατάρτιση λεπτομερέστερων προγραμμάτων και σχεδίων διαχείρισης ανά υπολεκάνη, τομέα, θέμα ή τύπο ύδατος, προκειμένου να αντιμετωπίζονται ειδικές πτυχές της διαχείρισης των υδάτων. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από οιαδήποτε υποχρέωση έχουν δυνάμει του υπολοίπου κειμένου της παρούσας οδηγίας.

 

6. Τα σχέδια διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού δημοσιεύονται το αργότερο εννέα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

 

7. Τα σχέδια διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμού αναθεωρούνται και ενημερώνονται, το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας και, στη συνέχεια, ανά εξαετία}

 

(άρθρο 13)

 

{1. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, ιδίως δε στην εκπόνηση, την αναθεώρηση και την ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμού. Τα κράτη μέλη, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, δημοσιεύουν και θέτουν στη διάθεση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, για τη διατύπωση παρατηρήσεων:

 

α) χρονοδιάγραμμα και πρόγραμμα εργασιών για την εκπόνηση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των ληπτέων μέτρων διαβουλεύσεων, τουλάχιστον τρία έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο,

 

β) ενδιάμεση επισκόπηση των σημαντικών ζητημάτων διαχείρισης των υδάτων που εντοπίστηκαν στη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, τουλάχιστον δύο έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο,

 

γ) αντίγραφο του προσχεδίου διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο.

 

Κατόπιν σχετικής αίτησης, παρέχεται πρόσβαση σε βοηθητικά έγγραφα και πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση του προσχεδίου διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού.

 

2. Τα κράτη μέλη παρέχουν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα, προκειμένου να υπάρξει δυνατότητα ενεργού συμμετοχής και διαβουλεύσεων.

 

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται εξίσου στα ενημερωμένα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού}

 

(άρθρο 14)

 

{1. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν αντίγραφα των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού και όλων των επακόλουθων ενημερωμένων μορφών τους στην Επιτροπή και σε οιοδήποτε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός τριών μηνών από τη δημοσίευσή τους:

 

α) για τις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού που ευρίσκονται εξ ολοκλήρου στο έδαφος ενός κράτους μέλους, όλα τα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού τα οποία καλύπτουν το εθνικό του έδαφος και έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με το άρθρο 13,

 

β) για τις διεθνείς περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού, τουλάχιστον το μέρος των σχεδίων διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού που καλύπτει το έδαφος του κράτους μέλους.

 

2. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν συνοπτικές εκθέσεις σχετικά με:

 

τις αναλύσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5 και
τα προγράμματα παρακολούθησης που καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 8,

 

που αναλαμβάνονται για τους σκοπούς του πρώτου σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού εντός τριών μηνών από την ολοκλήρωσή τους.

 

3. Τα κράτη μέλη, εντός τριών ετών από τη δημοσίευση κάθε σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού ή την ενημέρωσή του βάσει του άρθρου 13, υποβάλλουν ενδιάμεση έκθεση στην οποία περιγράφεται η πρόοδος που έχει σημειωθεί ως προς την εφαρμογή του προβλεπόμενου προγράμματος μέτρων}

 

(άρθρο 15)

 

{1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, το αργότερο στις 22-12-2003. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά}

 

(άρθρο 24).

 

Η οδηγία δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπ' αριθμόν (L 327/2000).

 

11. Επειδή, η ανωτέρω οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με το νόμο 3199/2003 (ΦΕΚ 280/Α/2003) και με το προεδρικό διάταγμα 51/2007 (ΦΕΚ 54/Α/2007). Στον ως άνω νόμο ορίζεται ότι:

 

{ι)γ) Λεκάνη Απορροής Ποταμού: είναι η εδαφική έκταση από την οποία συγκεντρώνεται το σύνολο της απορροής, μέσω διαδοχικών ρευμάτων, ποταμών και, πιθανώς, λιμνών και παροχετεύεται στη θάλασσα με ενιαίο στόμιο ποταμού, εκβολές ή δέλτα ...

 

ι)ε) Περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού: αντιστοιχεί στη θαλάσσια και χερσαία έκταση, που αποτελείται από μια ή περισσότερες γειτονικές λεκάνες απορροής ποταμού μαζί με τα συναφή υπόγεια και παράκτια ύδατα και αποτελεί τη βασική μονάδα με βάση την οποία γίνεται η διαχείριση και η προστασία των λεκανών απορροής ποταμού όπως ορίζεται στο άρθρο 5}

 

(άρθρο 2)

 

{1. Η προστασία και διαχείριση κάθε λεκάνης απορροής ποταμού ανήκει στην Περιφέρεια στα διοικητικά όρια της οποίας εκτείνεται.

 

2. Με απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι περιοχή λεκάνες απορροής ποταμού και ορίζονται οι Περιφέρειες, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη διαχείριση και προστασία τους}

 

(άρθρο 5).

 

{1. Κάθε Περιφέρεια εκπονεί Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμού αρμοδιότητάς της, το οποίο ισχύει για έξι χρόνια. Για τις λεκάνες απορροής ποταμού για τις οποίες είναι συναρμόδιες δύο ή περισσότερες Περιφέρειες, καταρτίζονται από κοινού Ειδικά Σχέδια διαχείρισής τους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με την απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5.

 

Το Σχέδιο Διαχείρισης περιέχει όλα τα στοιχεία, πληροφορίες και εκτιμήσεις που είναι απαραίτητα για την προστασία και διαχείριση των υδάτων. Το ειδικότερο περιεχόμενο των Σχεδίων Διαχείρισης καθορίζεται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 15.

 

2. Το Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται από τη Διεύθυνση Υδάτων της Περιφέρειας και εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ύστερα από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων και σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, είναι δυνατόν το Σχέδιο Διαχείρισης να καταρτισθεί από την Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

 

3. Κατά την κατάρτιση των Σχεδίων Διαχείρισης λαμβάνονται υπόψη και οι κατευθύνσεις και προτάσεις των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης που προβλέπονται στο άρθρο 8 του νόμου 2742/1999 (ΦΕΚ 207/Α/1999), το περιεχόμενο των γενικών και ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων, καθώς και οι ανάγκες που προκύπτουν για την προστασία και διαχείριση προστατευόμενων περιοχών.

 

4. Το πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης καταρτίζεται και εγκρίνεται υποχρεωτικά μέχρι 22-12-2009}

 

(άρθρο 7)

 

{1. Οι χρήσεις υδάτων διακρίνονται σε ύδρευση, άρδευση, βιομηχανική χρήση, ενεργειακή χρήση και χρήση για αναψυχή. Η χρήση για ύδρευση έχει προτεραιότητα, ως προς την ποσότητα και την ποιότητα, έναντι κάθε άλλης χρήσης.

 

2. Για κάθε χρήση εφαρμόζονται οι παρακάτω κανόνες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στα Σχέδια Διαχείρισης:

 

α) Κάθε χρήση πρέπει να αποβλέπει στη βιώσιμη και ισόρροπη ικανοποίηση των αναπτυξιακών αναγκών και να διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη προστασία των υδάτων, την επάρκεια των αποθεμάτων τους και τη διατήρηση της ποιότητάς τους, ιδιαίτερα δε τη μείωση και την αποτροπή της ρύπανσής τους.

 

β) Η ικανοποίηση της ζήτησης του νερού γίνεται με βάση τα όρια και τις δυνατότητες των υδατικών αποθεμάτων, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων, καθώς και της ισορροπίας που απαιτείται μεταξύ άντλησης κι ανατροφοδότησης των υπόγειων υδάτων. Οι ανάγκες των χρήσεων σε νερό ικανοποιούνται κατά το δυνατόν σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού. Κατά τη διαχείριση των υδάτων πρέπει να εξασφαλίζεται η εξοικονόμηση νερού μέσω της χρήσης τεχνικών μεθόδων, οικονομικών κινήτρων και εργαλείων}

 

(άρθρο 10)

 

{1. Κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιεί νερό ή να εκτελεί έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του. Μπορεί επίσης να εκτελεί έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων και για ανάγκες πέρα από τις δικές του ή ανεξάρτητα από αυτές, εφόσον εξυπηρετούν την κοινή ωφέλεια. Για την παροχή νερού, τη χρήση νερού και την εκτέλεση έργου για την αξιοποίηση υδατικών πόρων, καθώς και για κάθε έργο ή δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προστασία από τη ρύπανση λόγω απόρριψης υγρών αποβλήτων στο περιβάλλον, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, απαιτείται άδεια. Για την έκδοση άδειας χρήσης νερού ή εκτέλεσης έργου αξιοποίησης υδατικών πόρων πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα των ποσοτήτων νερού που θα αξιοποιηθούν, καθώς και η σκοπιμότητα έκδοσής της σύμφωνα με το οικείο Σχέδιο Διαχείρισης και τα μέτρα που καθορίζονται από το Πρόγραμμα Μέτρων.}

 

(άρθρο 11)

 

Περαιτέρω, στο προεδρικό διάταγμα 51/2007 ορίζεται ότι:

 

{Για την εφαρμογή του παρόντος ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του νόμου 3199/2003, επιπλέον δε οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια: ...

 

11. Περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού ή Περιοχή λεκανών απορροής ποταμών: η περιοχή που ορίζεται στην παράγραφο (ι)ε) του άρθρου 2 του νόμου 3199/2003 και ταυτίζεται με τον όρο υδατικό διαμέρισμα}

 

(άρθρο 2)

 

(Ως προς την έννοια του όρου υδατικό διαμέρισμα σχετικό είναι το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1739/1987 (ΦΕΚ 201/Α/1987) στο οποίο ορίζεται ότι:

 

{4. Υδατικά διαμερίσματα είναι περιοχές οριοθετημένες μεταξύ τους από υδροκρίτες ή νησιωτικές περιοχές, που περιλαμβάνουν ολοκληρωμένα υδρογραφικά δίκτυα, με υδρολογικές συνθήκες κατά το δυνατόν όμοιες. Ο ελληνικός χώρος διαιρείται στα εξής δεκατέσσερα υδατικά διαμερίσματα: Δυτικής Πελοποννήσου, Ανατολικής Πελοποννήσου, Βόρειας Πελοποννήσου, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Ηπείρου, Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, Θεσσαλίας, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας, Θράκης, Κρήτης και Νησιών Αιγαίου, όπως ειδικότερα παρουσιάζονται στο χάρτη που συνοδεύει το νόμο αυτόν})

 

{Περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού (Υδατικά διαμερίσματα)

 

Α. Προσδιορισμός περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού

 

1. Με απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι λεκάνες απορροής ποταμού που έχουν ενδεχομένως προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νόμου 3199/2003, υπάγονται σε Περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

 

2. Για το σχηματισμό των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού, όπου ενδείκνυται, οι μικρές λεκάνες απορροής ποταμού δύναται να ενώνονται με μεγαλύτερες λεκάνες απορροής ποταμού ή με γειτονικές μικρές λεκάνες απορροής ποταμού.

 

3. Όταν τα υπόγεια νερά δεν ακολουθούν πλήρως μια συγκεκριμένη λεκάνη απορροής ποταμού, τα νερά αυτά προσδιορίζονται και υπάγονται στην πλησιέστερη ή προσφορότερη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού.

 

4. Τα παράκτια νερά προσδιορίζονται και υπάγονται στην ή στις πλησιέστερες ή προσφορότερες Περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

 

5. Αρμόδια αρχή για την διαχείριση και προστασία των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού είναι η Περιφέρεια στα διοικητικά όρια της οποίας εμπίπτει κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του νόμου 3199/2003. Αν η εν λόγω περιοχή εκτείνεται στα διοικητικά όρια περισσότερων Περιφερειών, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, ειδικότερα όσον αφορά στο συντονισμό των Προγραμμάτων Μέτρων (άρθρο 12 του παρόντος), για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος. ...}

 

(άρθρο 3)

 

{Σχέδιο Διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών (υδατικού διαμερίσματος)

 

1. Το Σχέδιο Διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, καταρτίζεται και εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία και τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου 3199/2003 μετά από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων και σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

2. Το Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει υποχρεωτικά τις πληροφορίες που αναφέρονται αναλυτικά στο Παράρτημα VII του παρόντος διατάγματος, συμπεριλαμβανομένου του Προγράμματος Μέτρων και του Προγράμματος Παρακολούθησης της κατάστασης των νερών σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 3199/2003. Το περιεχόμενο των Προγραμμάτων αυτών καθορίζεται στα άρθρα 11 και 12 του παρόντος διατάγματος.

 

3. Το Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού καταρτίζεται και εγκρίνεται το αργότερο μέχρι 22-12-2009 ενώ αναθεωρείται και ενημερώνεται το αργότερο μέχρι 22-12-2015 και στη συνέχεια ανά εξαετία. Κάθε ενημέρωση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα VII του παρόντος διατάγματος. ...

 

6. Είναι δυνατόν τα Σχέδια Διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών να συμπληρώνονται με την κατάρτιση λεπτομερέστερων προγραμμάτων και Σχεδίων Διαχείρισης ανά υπολεκάνη, τομέα, θέμα ή τύπο νερού, προκειμένου να αντιμετωπίζονται ειδικά θέματα διαχείρισης των νερών. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών γίνεται τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος διατάγματος.}

 

(άρθρο 10)

 

12. Επειδή, περαιτέρω, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως του νόμου 3199/2003 και του προεδρικού διατάγματος 51/2007, δημοσιεύθηκε ο νόμος 3481/2006 στο άρθρο 9 του οποίου ορίζεται ότι:

 

{1. Στο άρθρο 7 του νόμου 3199/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

 

{5. Μέχρι την έγκριση του Εθνικού Προγράμματος Διαχείρισης και Προστασίας του υδατικού δυναμικού της χώρας και την έκδοση των οικείων Σχεδίων Διαχείρισης των Περιφερειών επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής ποταμού, καθώς και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη απορροής ποταμού, με βάση εγκεκριμένο Σχέδιο Διαχείρισης των υδάτων της λεκάνης ή των λεκανών αυτών για:

 

α) την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών ύδρευσης πόλεων και οικισμών ή

β) την προστασία και βελτίωση των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των επιφανειακών και υπόγειων υδατικών συστημάτων ή

γ) την περιβαλλοντική αναβάθμιση περιοχών λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για τη διατήρηση οικοσυστημάτων ή

δ) την παραγωγή ενέργειας από μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, με ισχύ μεγαλύτερη των 50 MW.

 

Στο ως άνω σχέδιο διαχείρισης πρέπει να τεκμηριώνεται η διαθεσιμότητα και η επάρκεια των υδατικών πόρων της λεκάνης απορροής ποταμού μετά τη σχεδιαζόμενη απόληψη ποσοτήτων ύδατος, καθώς και η βιώσιμη χρήση των υδάτων που θα αξιοποιηθούν στη λεκάνη απορροής ποταμού που θα μεταφερθούν οι προς απόληψη ποσότητες, με βάση την ανάγκη μακροπρόθεσμης προστασίας των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Το σχέδιο αυτό ισχύει μέχρι την έγκριση του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και ενσωματώνεται σε αυτό λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικά κριτήρια. Το ανωτέρω Σχέδιο Διαχείρισης εγκρίνεται είτε:

 

α) με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όταν το σχέδιο αφορά υδατικές λεκάνες περισσοτέρων της μιας περιφερειών της χώρας, είτε

 

β) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, όταν το σχέδιο αφορά υδατικές λεκάνες μίας περιφέρειας. Σε περίπτωση έργων μεγάλης κλίμακας ή εθνικής σημασίας, τα σχέδια διαχείρισης της παραγράφου αυτής εγκρίνονται με νόμο ...}}

 

Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει αυτή τη ρύθμιση, η τελευταία τέθηκε, προκειμένου να καλύψει το νομοθετικό κενό μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που ορίζει το περιεχόμενο των σχεδίων διαχείρισης και να συμπληρώσει το εύρος εφαρμογής της αρχικά προτεινόμενης ρύθμισης, η οποία αφορούσε αποκλειστικά παρεμβάσεις εντός μίας λεκάνης απορροής ποταμού, ενταγμένης σε μία Περιφέρεια, προκειμένου να καλυφθούν όλες οι επείγουσες και κρίσιμες δραστηριότητες που αφορούν στη διαχείριση των υδάτων, που σχετίζονται με μία ή περισσότερες λεκάνες απορροής ποταμού και αφορούν σε μία ή περισσότερες Περιφέρειες, με διαφορετική, κατά περίπτωση, διαδικασία, ανάλογη με τη χωρική έκταση του έργου και την ουσιαστική βαρύτητα των επιχειρούμενων παρεμβάσεων. Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ιδίου ως άνω νόμου 3481/2006 ορίζεται ότι:

 

{1. Τα έργα μερικής εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς τη Θεσσαλία χαρακτηρίζονται ως έργα μεγάλης κλίμακας και εθνικής σημασίας.

 

2. Εγκρίνεται το Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού Θεσσαλίας, που εκπονήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και θεωρήθηκε από την Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Το σχέδιο αυτό επισυνάπτεται ως Παράρτημα Β' του παρόντος νόμου.

 

3. Εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι και περιορισμοί, για τους οποίους τηρήθηκαν πλήρως όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών δημοσιοποίησης και διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό και τις συναρμόδιες Υπηρεσίες, από τις κείμενες διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον και την προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς και οι οποίοι αναφέρονται στην κατασκευή και λειτουργία των έργων μερικής εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου ποταμού προς τη Θεσσαλία. Η τήρηση των όρων αυτών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των έργων και βαρύνει το φορέα εκτέλεσης και λειτουργίας τους. Οι περιβαλλοντικοί όροι επισυνάπτονται ως Παράρτημα Γ του παρόντος νόμου.

 

4. Δημόσια έργα, καθώς και έργα της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού, τα οποία δημοπρατήθηκαν και κατασκευάσθηκαν ή βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής και αφορούν σε έργα εκτροπής του άνω ρου του ποταμού Αχελώου προς Θεσσαλία και έργα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιτρέπεται να λειτουργήσουν ή να ολοκληρωθεί η κατασκευή τους σύμφωνα με το εγκρινόμενο σχέδιο διαχείρισης και τους εγκρινόμενους κατά την προηγούμενη παράγραφο περιβαλλοντικούς όρους.}

 

Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω άρθρου αναφέρεται ότι:

 

{... γ) Η Κοινοτική Οδηγία 2000/60 για τη διαχείριση των υδάτων που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον νόμο 3199/2003 προβλέπει μεταβατική περίοδο μέχρι τέλους του έτους 2009 για την έγκριση των σχεδίων διαχείρισης των υδατικών διαμερισμάτων της χώρας, συνεπώς δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη και δεν υποχρεώνει σήμερα σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της.

 

δ) Έχει εκπονηθεί ήδη το εθνικό σχέδιο διαχείρισης νερών από το Υπουργείο Ανάπτυξης στο οποίο αναφέρονται ρητά και προβλέπεται η υλοποίηση των έργων μερικής εκτροπής του ποταμού Αχελώου προς την Θεσσαλία.

 

ε) ...

 

στ) Έχει εκπονηθεί από την Γενική Γραμματεία Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και θεωρηθεί από την Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων το Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού Θεσσαλίας σε πλήρη συμμόρφωση με την από 2005 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

5. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις εγκρίνεται το Σχέδιο Διαχείρισης των λεκανών απορροής των ποταμών Αχελώου και Πηνειού Θεσσαλίας και εγκρίνονται οι περιβαλλοντικοί όροι...}

 

13. Επειδή, η έναρξη ισχύος της ως άνω οδηγίας ορίστηκε στις 22-12-2000 και η προθεσμία ενσωμάτωσής της στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 22-12-2003. Η δε αναφερόμενη στην οδηγία ημερομηνία (22-12-2009), όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 6 αυτής, θέτει απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης, όπως, άλλωστε, γίνεται και σε άλλα σημεία της οδηγίας (βλέπε άρθρα 8 παράγραφος 2, 9 παράγραφος 1, 11 παράγραφος 7 κ.α.), και δεν θεσπίζει ειδική προθεσμία μεταφοράς των συγκεκριμένων διατάξεων της οδηγίας. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 2 παράγραφος 15, 3, 5 και 11 της οδηγίας, προκύπτει ότι το σχέδιο διαχείρισης των υδάτων πρέπει να γίνεται σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, τα δε κράτη μέλη οφείλουν, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσουν όλες τις λεκάνες απορροής ποταμού και να εκπονήσουν σχέδιο διαχείρισης και πρόγραμμα μέτρων για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού (άρθρα 3 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 11 παράγραφος 1 και 13 παράγραφος 1). Επομένως, για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας απαιτείται σχεδιασμός σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και δεν αρκεί ο σημειακός σχεδιασμός με την εκπόνηση σχεδίων διαχείρισης για επιμέρους λεκάνες απορροής ποταμού χωρίς προηγουμένως, αφενός να έχουν προσδιοριστεί όλες οι λεκάνες απορροής ποταμού, αφετέρου να έχουν ενταχθεί σε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, που ορίζονται για το σύνολο της επικράτειας του κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι έχουν εκπονηθεί και εγκριθεί σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού, δεν είναι δυνατή η μεταφορά ύδατος εντός της ίδιας περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού ή από μια περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σε μία άλλη, χωρίς προηγουμένως να έχουν εκπονηθεί και εγκριθεί τα σχέδια διαχείρισης των περιοχών αυτών.

 

Εξάλλου, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι το χρονικό διάστημα από 22-12-2000 έως 22-12-2009 αποτελεί προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, εθνική ρύθμιση, τεθείσα ειδικώς για την μεταφορά αυτών των ρυθμίσεων, με την οποία επιχειρείται η μεταφορά ύδατος χωρίς την προηγούμενη εκπόνηση και έγκριση των ως άνω σχεδίων διαχείρισης περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού αντιστρατεύεται την ανάγκη διατηρήσεως του χρησίμου αποτελέσματος της οδηγίας. Πράγματι, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, ναι μεν τα κράτη μέλη δεν υπέχουν υποχρέωση να θεσπίζουν τα μέτρα μεταφοράς μιας οδηγίας πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί προς τούτο, όμως, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο και 249, τρίτο εδάφιο Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να μην θεσπίζουν διατάξεις, δυνάμενες να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο το αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία αυτή (βλέπε Απόφαση της 31-01-2008, C-264/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας όπου κρίθηκε ότι:

 

{... η Ελληνική Δημοκρατία, μη εκπονώντας, για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού η οποία ευρίσκεται στο έδαφός της, ανάλυση των χαρακτηριστικών της, επισκόπηση των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και οικονομική ανάλυση της χρήσης ύδατος, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 2000/60, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ενώ, μη υποβάλλοντας συνοπτικές εκθέσεις σχετικά με τις αναλύσεις που απαιτούνται από τη διάταξη αυτή, παρέβη και τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.}

 

απόφαση της 14-06-2007, C-422/2005, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 62, απόφαση της 18-12-1997, C-129/1996, Inter-Environment Wallonie, σκέψη 45, απόφαση της 14-09-2006, C-138/2005, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, σκέψη 42).

 

Ενόψει των ανωτέρω, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006, με τις οποίες επιτρέπεται η υδροληψία από συγκεκριμένη λεκάνη απορροής ποταμού και η μεταφορά ύδατος σε άλλη λεκάνη απορροής ποταμού είναι αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ δεδομένου ότι δεν έχουν εκπονηθεί ακόμη τα σχέδια των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού (Δυτικής Στερεάς, Ηπείρου και Θεσσαλίας), εντός των οποίων βρίσκονται οι λεκάνες απορροής ποταμού, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος. Ακόμη όμως και υπό την εκδοχή ότι το χρονικό διάστημα από 22-12-2000 έως 22-12-2009 αποτελεί προθεσμία μεταφοράς των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ενόψει της εκτάσεως του εν λόγω έργου και των επεμβάσεων στο περιβάλλον που αυτό συνεπάγεται, με την επίμαχη ρύθμιση διακινδυνεύεται σοβαρά το αποτέλεσμα της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και, συνεπώς, η ρύθμιση αυτή του εθνικού νόμου προσκρούει στην εν λόγω οδηγία. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου και των Συμβούλων Αν. Γκότση, Αθανάσιου Ράντου, Ι. Ζόμπολα και Βασίλη Καλατζή, προς την οποίαν ετάχθη και η Πάρεδρος Α. Σδράκα, η προθεσμία για την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης σε επίπεδο περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού αποτελεί ειδικότερη προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας και, επομένως, μέχρι την εκπόνησή των σχεδίων αυτών είναι δυνατή η μεταφορά ύδατος από μία λεκάνη απορροής ποταμού σε άλλη, χωρίς την εκπόνηση και έγκριση των σχεδίων διαχείρισης των περιοχών λεκάνης απορροής ποταμού. Συνεπώς, οι ως άνω ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006 δεν είναι αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, εφόσον μάλιστα έχουν εκπονηθεί τα σχέδια των λεκανών απορροής (Αχελώου και Πηνειού) από και προς τις οποίες γίνεται η μεταφορά ύδατος.

 

14. Επειδή, περαιτέρω, η οδηγία 2000/60/ΕΚ δεν περιέχει διατάξεις, σχετικές με τη μεταφορά ύδατος. Εντούτοις, κατά την έννοια του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας, ερμηνευόμενων υπό το πνεύμα των διατάξεων της οδηγίας 1985/337/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕL 175/1985), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1997/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 03-03-1997 (ΕΕL 73/1997) και, ειδικότερα, του παραρτήματος ΙΙ, σημείο 10 περίπτωση ζ' που αφορά Φράγματα και λοιπές εγκαταστάσεις συγκράτησης ή μόνιμης ταμίευσης υδάτων (εφόσον δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι) και περίπτωση ι)γ' που αφορά Έργα για την εκτροπή υδάτινων πόρων από μία υδρολογική λεκάνη σε άλλη, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, η μεταφορά ύδατος από μια περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σε γειτονική περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού είναι ανεκτή όλως εξαιρετικώς για την κάλυψη αναγκών ύδρευσης, εφόσον η Διοίκηση κρίνει αιτιολογημένα και επί τη βάσει της αναγκαίας επιστημονικής μελέτης, ότι η περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού υποδοχής αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες ύδρευσης με τους δικούς της υδατικούς πόρους, έστω και αν προς τούτο απαιτείται η εκτέλεση όλων των αναγκαίων έργων και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το επίδικο έργο μεταφοράς ύδατος από την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού της Δυτικής Στερεάς και σε αυτήν της Θεσσαλίας έχει σχεδιασθεί, προκειμένου όχι μόνο να καλυφθούν οι ανάγκες ύδρευσης συγκεκριμένων αστικών συγκροτημάτων, αλλά και να παραχθεί ενέργεια, να ενισχυθεί ο Πηνειός ποταμός και, κυρίως, να αρδευτεί η θεσσαλική πεδιάδα. Επισημαίνεται ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος ανεπάρκειας υδάτινων πόρων, δηλαδή έλεγχος γεωτρήσεων, μικρά έργα αξιοποίησης των υδάτων της Θεσσαλίας και προσαρμογή των καλλιεργειών στη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, με εγκατάλειψη των υδροβόρων καλλιεργειών και αντικατάσταση των μεθόδων άρδευσης (στάγδην αντί τεχνητής βροχής), ώστε να μην σπαταλώνται πολύτιμοι υδάτινοι πόροι. Ενόψει αυτών, καθίσταται σαφές ότι το επίδικο έργο δεν έχει σχεδιασθεί αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης των συγκεκριμένων αστικών συγκροτημάτων. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι έχουν εκτελεσθεί τα έργα εξυγίανσης του υδροφόρου ορίζοντα της Θεσσαλίας, ώστε να καταστεί δυνατή η κάλυψη των αναγκών ύδρευσης της περιοχής από ίδιους υδάτινους πόρους. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006, με τις οποίες επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από μια περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σε άλλη, όχι αποκλειστικά για την κάλυψη αναγκών ύδρευσης και χωρίς την εκτέλεση των αναγκαίων έργων εξυγίανσης του υδροφόρου ορίζοντα, είναι αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ. Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Αικατερίνη Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Ε. Δανδουλάκη, Χρήστου Ράμμου, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου και Αντώνη Ντέμσια, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της οδηγίας απαγορεύεται απολύτως η μεταφορά ύδατος από μια περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού σε γειτονική. Συνεπώς, οι ως άνω ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006 είναι, σε κάθε περίπτωση, αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

 

15. Επειδή, περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η επιτυχία της εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πληροφόρηση, τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και τη συμμετοχή του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών (παράγραφος 14). Ακόμη, αναφέρεται ότι για να εξασφαλισθεί η συμμετοχή του ευρύτερου κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών ύδατος στη θέσπιση και ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, είναι αναγκαίο να παρέχονται οι κατάλληλες πληροφορίες για τα προγραμματιζόμενα μέτρα και να υποβάλλονται εκθέσεις, σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής τους, ενόψει της συμμετοχής του ευρύτερου κοινού πριν ληφθούν τελικές αποφάσεις για τα αναγκαία μέτρα (παράγραφος 46). Στο δε άρθρο 14 ορίζονται τα εξής:

 

{1. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, ιδίως δε στην εκπόνηση, την αναθεώρηση και την ενημέρωση των σχεδίων διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού. Τα κράτη μέλη, για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού, δημοσιεύουν και θέτουν στη διάθεση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, για τη διατύπωση παρατηρήσεων:

 

α) χρονοδιάγραμμα και πρόγραμμα εργασιών για την εκπόνηση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των ληπτέων μέτρων διαβουλεύσεων, τουλάχιστον τρία έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο,

 

β) ενδιάμεση επισκόπηση των σημαντικών ζητημάτων διαχείρισης των υδάτων που εντοπίστηκαν στη λεκάνη απορροής ποταμού, τουλάχιστον δύο έτη πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο,

 

γ) αντίγραφο του προσχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, τουλάχιστον ένα έτος πριν από την έναρξη της περιόδου στην οποία αναφέρεται το σχέδιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, παρέχεται πρόσβαση σε βοηθητικά έγγραφα και πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση του προσχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

 

2. Τα κράτη μέλη παρέχουν προθεσμία τουλάχιστον έξι μηνών για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα, προκειμένου να υπάρξει δυνατότητα ενεργού συμμετοχής και διαβουλεύσεων.

 

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται εξίσου στα ενημερωμένα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.}

 
Στην ίδια οδηγία δεν προβλέπεται διάταξη ανάλογη με το άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ, που ορίζει ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της τα νομοθετικά σχέδια. Επίσης, στην οδηγία 2000/60/ΕΚ ούτε ορίζεται εάν τα σχέδια διαχείρισης εγκρίνονται με διοικητική ή νομοθετική διαδικασία, ούτε προβλέπεται για τις σχετικές με αυτά ρυθμίσεις κάποια προθεσμία ή άλλο χρονικό σημείο για την εφαρμογή τους διαφορετικό από την προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας (22-12-2003). Συνεπώς, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής που αφορούν στις διαδικασίες ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής του κοινού, εφαρμόζονται αδιακρίτως σε κάθε διαδικασία έγκρισης σχεδίου διαχείρισης υδάτων, ακόμη και πριν την έγκριση των ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης, για την οποία προβλέπεται προθεσμία μέχρι το τέλος του 2009.

 

Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας, είναι δυνατή η έγκριση σχεδίων διαχείρισης με νόμο, εφόσον προηγουμένως έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της Διοικήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της Διοικήσεως και, συνεπώς, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006 είναι αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

 

Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Αικατερίνη Συγγούνα, Ν. Ρόζου, Αθανάσιου Ράντου, Ελ. Δανδουλάκη, Χρήστου Ράμμου, Ι. Μαντζουράνη, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρή, Μ. Γκορτζολίδου, Ι. Γράβαρη, Ε. Αντωνόπουλου, Σπύρου Μαρκάτη, Δ. Γρατσία, Αντώνη Ντέμσια, Σπύρου Παραμυθιώτη και Σπύρου Χρυσικοπούλου, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Β. Ραφτοπούλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας είναι δυνατή η έγκριση σχεδίων διαχείρισης με ειδική εθνική νομοθετική πράξη, μόνο εφόσον ακολουθηθεί η διαδικασία δημοσιότητας και ενημερώσεως των αρχών και του κοινού, θέτοντας υπόψη τους το περιεχόμενο της μελέτης και παρέχοντας τη δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων ή ενστάσεων τόσον ως προς την τυχόν υπόδειξη εναλλακτικών λύσεων, όσο και ως προς την διατύπωση προτάσεων σε σχέση με την θέση και τον τρόπο κατασκευής του έργου (Παράβαλε ΔΕΚ απόφαση της 16-09-1999, C-435/1997, WWF και απόφαση της 19-09-2000, C-287/1998, LINSTER). Εν προκειμένω, σύμφωνα με τους κρίσιμους εθνικούς κανόνες, δεν προβλέπεται στη διαδικασία ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου στάδιο διαβουλεύσεως με το κοινό και, συνεπώς, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006 είναι αντίθετες με την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

 

16. Επειδή, βάσει των ανωτέρω, οι ρυθμίσεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006, με τις οποίες, για την κάλυψη των αναγκών που εκτίθενται στη σκέψη 14, μεταφέρονται ποσότητες ύδατος από τον ποταμό Αχελώο στον ποταμό Πηνειό, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές Περιοχές Λεκάνης Απορροής Ποταμού (στις Περιοχές Λεκάνης Απορροής Ποταμού της Δυτικής Στερεάς και Ηπείρου, ο Αχελώος και της Θεσσαλίας, ο Πηνειός), χωρίς προηγουμένως να έχουν εκπονηθεί τα σχέδια αυτών των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού και χωρίς να έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως, αντίκεινται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, η οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.

 

17. Επειδή, όμως οι ανωτέρω κρίσεις του Δικαστηρίου δεν είναι απαλλαγμένες αμφιβολιών, ως προς την έννοια των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

 

{1) Με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000) τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22-12-2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων ή θεσπίζεται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της ως άνω οδηγίας;

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι με την ως άνω διάταξη της οδηγίας τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

2) Εθνική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) σε άλλη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού, εντός των οποίων βρίσκονται οι Λεκάνες Απορροής Ποταμού, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 15 της ως άνω οδηγίας, βασική μονάδα διαχείρισης της Λεκάνης Απορροής Ποταμού είναι η Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού, στην οποία ανήκει;

 

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

3) Κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από μια Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού σε γειτονική Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο σκοπός αυτής της μεταφοράς μπορεί να είναι μόνο η κάλυψη αναγκών ύδρευσης ή μπορεί επίσης να εξυπηρετούνται η άρδευση και η παραγωγή ενέργειας; Σε κάθε περίπτωση απαιτείται, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας, να έχει κριθεί αιτιολογημένα από τη Διοίκηση και επί τη βάσει της αναγκαίας επιστημονικής μελέτης, ότι η Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού υποδοχής αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες που έχει για ύδρευση, άρδευση κ.λ.π. με τους δικούς της υδάτινους πόρους;

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει, ως προς το ερώτημα υπό στοιχείο 1) ότι με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ δεν τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22-12-2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, αλλά θεσπίζεται ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει, περαιτέρω να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

4) Εθνική ρύθμιση, θεσπιζόμενη εντός της ανωτέρω ειδικής προθεσμίας μεταφοράς, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού σε άλλη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού, εντός των οποίων βρίσκονται οι Λεκάνες Απορροής Ποταμού, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, θέτει άνευ ετέρου σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας ή πρέπει, για να εκτιμηθεί το ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της οδηγίας, να ληφθούν υπ' όψη κριτήρια, όπως η κλίμακα των προβλεπομένων επεμβάσεων και οι σκοποί της μεταφοράς ύδατος;

 

Τέλος, θα πρέπει να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

5) Νομοθετική ρύθμιση, η οποία θεσπίζεται από εθνικό κοινοβούλιο και με την οποία εγκρίνονται σχέδια διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού χωρίς να προβλέπεται, από τους κρίσιμους εθνικούς κανόνες, στάδιο διαβουλεύσεως με το κοινό στη διαδικασία ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου και χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της Διοικήσεως, είναι σύμφωνη με τις ρυθμίσεις των άρθρων 13, 14 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ που αφορούν στις διαδικασίες ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής του κοινού;}

 

18. Επειδή, εξάλλου, η οδηγία 1985/337/ΕΟΚ, αφορά, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στην εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, ως σχέδιο νοείται:

 

{

η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων,
άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επεμβάσεις που αφορούν τη εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους}

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας ορίζει ότι η οδηγία αυτή:

 

{δεν εφαρμόζεται στα σχέδια που εγκρίνονται καταλεπτώς με ειδική εθνική νομοθετική πράξη, καθότι οι στόχοι που επιδιώκονται με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένης και της επιδιωκόμενης παροχής πληροφοριών, επιτυγχάνονται μέσω της νομοθετικής διαδικασίας.}

 

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας:

 

{Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια. Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.}

 

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας θέτει την αρχή ότι τα σχέδια, τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10. Στο παράρτημα Ι, σημείο 12 περίπτωση α', περιλαμβάνονται τα σχέδια που αφορούν:

 

{Έργα για την εκτροπή υδάτινων πόρων από μια υδρολογική λεκάνη σε άλλη όταν η εκτροπή αυτή αποσκοπεί στην πρόληψη ενδεχόμενης λειψυδρίας και όπου ο όγκος του εκτρεπόμενου ύδατος υπερβαίνει τα 100.000.000 m3 ετησίως}

 

ενώ στο σημείο 15 περιλαμβάνονται τα σχέδια που αφορούν:

 

{Φράγματα και άλλες εγκαταστάσεις προοριζόμενες για τη συγκράτηση ή τη μόνιμη αποθήκευση υδάτων, όπου ο όγκος της νέας ή της πρόσθετης ποσότητας του συγκρατούμενου ή ταμιευόμενου ύδατος υπερβαίνει τα 10.000.000 m3.}

 

Εξάλλου, το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας ορίζει ότι:

 

{για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει: α) κατά περίπτωση ή β) κατωτάτων κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος, κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.}

 

Μεταξύ των έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, περιλαμβάνονται τα Φράγματα και λοιπές εγκαταστάσεις συγκράτησης ή μόνιμης ταμίευσης υδάτων (εφόσον δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι) (σημείο 10, περίπτωση ζ') και τα Έργα για την εκτροπή υδάτινων πόρων από μία υδρολογική λεκάνη σε άλλη, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι (σημείο 10, περίπτωση ι)γ'). Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει το ελάχιστο όριο πληροφοριών που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου. Το άρθρο 6 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι αρχές και το κοινό να ενημερώνονται και να μπορούν να εκφράζουν την άποψή τους πριν την έναρξη του οικείου σχεδίου. Το άρθρο 8 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που συλλέγονται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6, ενώ το άρθρο 9 επιβάλλει την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ενημερώνουν το κοινό περί της αποφάσεως που ελήφθη και περί των όρων, οι οποίοι ενδεχομένως προβλέπονται γι' αυτήν. Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

 

{1. Στην περίπτωση των σχεδίων που, κατ' εφαρμογή του άρθρου 4, πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο κύριος του έργου να παρέχει, υπό την κατάλληλη μορφή, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ, στο μέτρο που:

 

α) τα κράτη μέλη κρίνουν ότι οι πληροφορίες αυτές ανταποκρίνονται σε ένα δεδομένο στάδιο της διαδικασίας για άδεια (χορηγήσεως αδείας) και στα ειδικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου σχεδίου ή ενός τύπου σχεδίου και των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν,

 

β) τα κράτη μέλη κρίνουν ότι μπορούν εύλογα να απαιτήσουν από τον κύριο του έργου να συλλέξει τα στοιχεία, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τις υπάρχουσες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης.

 

2. Οι πληροφορίες τις οποίες παρέχει ο κύριος του έργου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

 

περιγραφή του σχεδίου ως προς τη θέση, τον σχεδιασμό και το μέγεθός του,
περιγραφή των μέτρων που μελετώνται προκειμένου να αποφευχθούν, να μειωθούν και, αν είναι δυνατό, να αντιμετωπισθούν οι σημαντικότερες δυσμενείς επιπτώσεις,
τα απαραίτητα στοιχεία για την εξακρίβωση και την εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που το σχέδιο προβλέπεται ότι θα έχει στο περιβάλλον,
μία μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση.}

 

Το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας απαριθμεί τις πληροφορίες, τις οποίες πρέπει να γνωστοποιεί ο κύριος του έργου. Οι πληροφορίες αυτές συνίστανται, μεταξύ άλλων, σε περιγραφή του σχεδίου (σημείο 1), σε σκιαγράφηση των κυριότερων εναλλακτικών λύσεων που εξετάστηκαν και σε υπόδειξη των λόγων της τελικής επιλογής (σημείο 2), σε περιγραφή των στοιχείων του περιβάλλοντος που ενδέχεται να θιγούν σημαντικά και σε περιγραφή των σημαντικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει το σχέδιο (σημεία 3 και 4), καθώς και σε περιγραφή των μέτρων των οποίων εξετάζεται η λήψη για να αποφευχθούν, να μειωθούν και, αν είναι δυνατό, να αντισταθμισθούν οι σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον (σημείο 5). Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας:

 

{Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε:

 

να τίθεται στη διάθεση του κοινού κάθε αίτηση άδειας, καθώς και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται δυνάμει του άρθρου 5,
να δίνεται στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του πριν αρχίσει το σχέδιο.}

 

Περαιτέρω, με την οδηγία 2003/35/ΕΚ προσαρμόστηκε η ανωτέρω κοινοτική νομοθεσία στην από 25-06-1998 Σύμβαση για την Πρόσβαση στην Πληροφορία, τη Συμμετοχή του Κοινού στη Λήψη Αποφάσεων και την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη (Σύμβαση του Άαρχους), η οποία δεσμεύει και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Εξάλλου, οι ανωτέρω ρυθμίσεις έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με τις α) 69269/5387/1990 (ΦΕΚ 678/Β/1990) και 75308/5512/1990 (ΦΕΚ 691/Β/1990) κοινές υπουργικές αποφάσεις, αναφορικά με την οδηγία 1985/337/ΕΟΚ, β) κοινή υπουργική απόφαση ΗΠ/15393/2332/2002 (ΦΕΚ 1022/Β/2002), αναφορικά με την οδηγία 1996/61/ΕΚ και γ) κοινή υπουργική απόφαση ΗΠ/37111/2021/2003 (ΦΕΚ 1391/Β/2003), αναφορικά με τις οδηγίες 1996/61/ΕΚ και 2003/35/ΕΚ.

 

19. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 4 του νόμου 3481/2006, η οποία αντίκειται στις διατάξεις της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ, καθώς δεν ακολουθήθηκαν οι απαιτούμενες από την ως άνω οδηγία διατυπώσεις δημοσιότητας και ενημέρωσης του κοινού και των αρχών.

 

20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση στη Βουλή, ενόψει της ψηφίσεως των επίδικων άρθρων του νόμου 3481/2006, ετέθη υπ' όψιν των βουλευτών η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία είχε αποτελέσει αντικείμενο έγκρισης κατά τη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της ακυρωθείσας με την 1688/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κοινή υπουργική απόφαση 131957/2003. Στην ως άνω μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονταν όλα τα αναγκαία στοιχεία, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του ίδιου του άρθρου 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006, έχουν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες, εννοώντας, προφανώς, ότι έχουν τηρηθεί και οι προβλεπόμενες από την οδηγία 1985/337/ΕΟΚ διαδικασίες. Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έχουν γίνει δημοσιεύσεις στις εφημερίδες το έτος 2003 μόνο για την ως άνω κοινή υπουργική απόφαση, η οποία ακυρώθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με την υπ' αριθμόν 1688/2005 απόφαση του Δικαστηρίου. Νέες διαδικασίες δημοσιότητας κατά τη διάρκεια ψήφισης του νόμου δεν έλαβαν χώρα.

 

21. Επειδή, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο προβαλλόμενος στη σκέψη 19 λόγος ακυρώσεως, είναι αναγκαία η ερμηνεία των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διατυπωθεί προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης, το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

{Κατά την έννοια της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕL 175/1985), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1997/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 03-03-1997 (ΕΕL 73/1997), μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στην μεταφορά ύδατος και που εισήχθη προς έγκριση ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου μετά από την δικαστική ακύρωση της πράξεως, με την οποία είχε ήδη εγκριθεί και για την οποία είχε ήδη τηρηθεί η διαδικασία δημοσιότητας, χωρίς να τηρηθεί εκ νέου η διαδικασία αυτή, καλύπτει τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 5, 6, 8 και 9 της ως άνω οδηγίας για ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού;}

 

22. Επειδή, στην οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27-06-2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕL 197/2001) ορίζεται ότι:

 

{Άρθρο 2.

 

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

 

α) ως σχέδια και προγράμματα νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και οι τροποποιήσεις τους:

 

που εκπονούνται ή / και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή, προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και
που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων,

 

β) ως εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων νοείται η εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, η διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων καθώς και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9,

 

γ) ως περιβαλλοντική μελέτη νοείται το τμήμα του συνόλου των εγγράφων του σχεδίου ή προγράμματος, το οποίο περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 5 και του παραρτήματος Ι,

 

δ) ως κοινό νοούνται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες τους.

 

Άρθρο 3.

 

1. Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

 

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:

 

α) τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ, ή

 

β) για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ.

 

3. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 σχέδια και προγράμματα που καθορίζουν τη χρήση μικρών περιοχών σε τοπικό επίπεδο και οι ήσσονες τροποποιήσεις των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 σχεδίων και προγραμμάτων υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν ότι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

 

4. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

 

5. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Προς το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

 

6. Κατά την εξέταση της κάθε περίπτωσης και κατά τον καθορισμό συγκεκριμένων τύπων σχεδίων και προγραμμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 5, διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3.

 

7. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα συμπεράσματά τους σύμφωνα με την παράγραφο 5, συμπεριλαμβανομένων των λόγων σχετικά με την μη απαίτηση διενέργειας περιβαλλοντικής εκτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, είναι διαθέσιμα για το κοινό.

 

8. Τα ακόλουθα σχέδια και προγράμματα δεν υπόκεινται στην παρούσα οδηγία:

 

σχέδια και προγράμματα που εξυπηρετούν αποκλειστικά σκοπούς εθνικής άμυνας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης,
δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή σχέδια και προγράμματα που αφορούν τον προϋπολογισμό.

 

9. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε σχέδια και προγράμματα συγχρηματοδοτούμενα κατά τις αντίστοιχες τρέχουσες περιόδους προγραμματισμού (11) για τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1260/1999 (12) και (ΕΚ) υπ' αριθμόν 1257/1999 (13).

 

Άρθρο 4.

 

1. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας.

 

2. Οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας είτε ενσωματώνονται στις υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη για την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων είτε συμπεριλαμβάνονται σε διαδικασίες που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

 

3. Όταν τα σχέδια και προγράμματα αποτελούν μέρος ενός ιεραρχημένου συνόλου, τα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η εκτίμηση θα γίνει, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, σε διάφορα επίπεδα του ιεραρχημένου συνόλου. Με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποφύγουν την επανάληψη της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3.

 

Άρθρο 5.

 

1. Σε περίπτωση που απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, εκπονείται περιβαλλοντική μελέτη στην οποία εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος, καθώς και λογικές εναλλακτικές δυνατότητες λαμβανομένων υπόψη των στόχων και του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής του σχεδίου ή προγράμματος. Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται γι' αυτό το σκοπό περιέχονται στο παράρτημα Ι.

 

2. Η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ευλόγως μπορεί να απαιτηθούν λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες γνώσεις και μεθόδους εκτίμησης, το περιεχόμενο και το επίπεδο λεπτομερειών στο σχέδιο ή το πρόγραμμα, το στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεως και το βαθμό στον οποίο ορισμένα θέματα αξιολογούνται καλύτερα σε διαφορετικά επίπεδα της εν λόγω διαδικασίας, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη της εκτίμησης.

 

3. Κάθε σχετική διαθέσιμη πληροφορία όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον, η οποία προήλθε από κάποιο άλλο επίπεδο λήψης αποφάσεων ή από άλλη κοινοτική νομοθεσία, μπορεί να χρησιμοποιείται για την παροχή των πληροφοριών που περιέχονται στο παράρτημα Ι.

 

4. Κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την έκταση και το επίπεδο λεπτομερειών των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην περιβαλλοντική μελέτη, διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3. ...

 

Άρθρο 8.

 

Κατά την προετοιμασία και πριν από την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη η περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται σύμφωνα με το άρθρο 5, οι γνώμες που εκφράζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα αποτελέσματα, ενδεχομένως, των διεξαγόμενων σύμφωνα με το άρθρο 7 διασυνοριακών διαβουλεύσεων ...

 

Άρθρο 11.

 

1. Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία διεξάγεται βάσει της παρούσας οδηγίας, δεν θίγει οποιεσδήποτε απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ούτε οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

 

2. Όσον αφορά σχέδια και προγράμματα για τα οποία η υποχρέωση διεξαγωγής εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων απορρέει ταυτοχρόνως από την παρούσα οδηγία και από άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες, οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται η επανάληψη των εκτιμήσεων...

 

Άρθρο 13.

 

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 21-07-2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

 

2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

 

3. Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζεται για τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι μεταγενέστερη της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 ημερομηνίας. Σχέδια και προγράμματα των οποίων η πρώτη τυπική προπαρασκευαστική πράξη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής και τα οποία εγκρίνονται ή υποβάλλονται στη νομοθετική διαδικασία μετά την πάροδο περισσοτέρων από 24 μήνες από αυτήν, υπόκεινται στην υποχρέωση του άρθρου 4 παράγραφος 1, εκτός εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ότι αυτό δεν είναι εφικτό και ενημερώσουν το κοινό για την απόφασή τους.

 

4. Πριν από τις 21-07-2004 τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, επί πλέον των μέτρων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, χωριστές πληροφορίες για τους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3, πρόκειται να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών τις πληροφορίες αυτές. Οι πληροφορίες αυτές ενημερώνονται σε τακτική βάση.}

 

Περαιτέρω, στο προοίμιο της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι, όταν η υποχρέωση διεξαγωγής εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων απορρέει ταυτοχρόνως από την εν λόγω οδηγία και από άλλες σχετικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, όπως, μεταξύ άλλων, η οδηγία 2000/60/ΕΚ, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη της εκτίμησης, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες, οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας.

 

Εξάλλου, στο προοίμιο ορίζεται ρητά ότι η εν λόγω οδηγία είναι διαδικαστικής φύσεως και οι απαιτήσεις της θα πρέπει είτε να ενταχθούν σε υφιστάμενες διαδικασίες στα κράτη μέλη, είτε να ενσωματωθούν σε διαδικασίες που θεσπίζονται συγκεκριμένα για το σκοπό αυτό. Προκειμένου δε να αποφεύγονται οι αλληλοεπικαλύψεις εκτιμήσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους, ενδεχομένως, το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις θα πραγματοποιούνται σε διάφορα επίπεδα ενός ιεραρχημένου συνόλου σχεδίων και προγραμμάτων.

 

Τέλος, στο Παράρτημα Ι της οδηγίας ορίζονται αναλυτικά οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σχετική μελέτη, ως εξής:

 

{... α) η περιγραφή σε γενικές γραμμές του περιεχομένου, των κύριων στόχων του σχεδίου ή προγράμματος και της σχέσης με άλλα σχετικά σχέδια και προγράμματα,

 

β) οι σχετικές πτυχές της τρέχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος και η βάσει αυτής πιθανή εξέλιξη εάν δεν εφαρμοστεί το σχέδιο ή πρόγραμμα,

 

γ) τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των περιοχών που ενδέχεται να επηρεαστούν σημαντικά,

 

δ) τα τυχόν υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα που αφορούν το σχέδιο ή πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένων, κατά κύριο λόγο, εκείνων που αφορούν περιοχές ιδιαίτερης περιβαλλοντικής σημασίας, όπως περιοχές που χαρακτηρίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες 1979/409/ΕΟΚ και 1992/43/ΕΟΚ,

 

ε) οι στόχοι περιβαλλοντικής προστασίας που έχουν τεθεί σε διεθνές ή κοινοτικό επίπεδο ή σε επίπεδο κρατών μελών, οι οποίοι αφορούν το σχέδιο ή πρόγραμμα, και ο τρόπος με τον οποίο οι στόχοι αυτοί καθώς και τα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν ληφθεί υπόψη κατά την προετοιμασία του,

 

στ) οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (στις οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οι δευτερογενείς, σωρευτικές, συνεργειακές, βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, μόνιμες και προσωρινές, θετικές και αρνητικές επιπτώσεις), συμπεριλαμβανομένων θεμάτων όπως η βιοποικιλότητα, ο πληθυσμός, η υγεία των ανθρώπων, η πανίδα, η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, οι κλιματικοί παράγοντες, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία, η πολιτιστική κληρονομιά συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς, το τοπίο και οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω παραγόντων,

 

ζ) τα προβλεπόμενα μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την, κατά το δυνατόν, εξουδετέρωση οποιωνδήποτε σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον από την εφαρμογή του σχεδίου ή προγράμματος,

 

η) η παρουσίαση σε γενικές γραμμές των λόγων για τους οποίους επελέγησαν οι εξετασθείσες εναλλακτικές δυνατότητες και η περιγραφή του τρόπου διενέργειας της εκτίμησης, με μνεία των τυχόν δυσκολιών (όπως τεχνικά ελαττώματα ή έλλειψη τεχνογνωσίας) που προέκυψαν κατά τη συγκέντρωση των απαιτούμενων πληροφοριών,

 

θ) περιγραφή των προβλεπόμενων μέτρων σχετικά με τον έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 10,

 

ι) μια μη τεχνική περίληψη των πληροφοριών που παρέχονται βάσει των ανωτέρω θεμάτων.}

 

23. Επειδή, περαιτέρω, η οδηγία 2000/60/ΕΚ περιέχει σε διάφορες διατάξεις της την υποχρέωση για αξιολόγηση των επιπτώσεων του σχεδίου στο περιβάλλον. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 της οδηγίας ορίζονται οι περιβαλλοντικοί στόχοι, στο παράρτημα ΙΙ, όπου καθορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές του σχεδίου, γίνεται αναφορά στην αξιολόγηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, ενώ στο άρθρο 6 προβλέπεται το Μητρώο προστατευομένων περιοχών, που κείνται στο εσωτερικό κάθε Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού, οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως χρήζουσες ειδικής προστασίας βάσει ειδικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, για την προστασία των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων τους ή για τη διατήρηση των οικοτόπων και των ειδών που εξαρτώνται άμεσα από το νερό, σύμφωνα με το παράρτημα ΙV.

 

Εξάλλου, στο άρθρο 5 της αυτής οδηγίας προβλέπεται ότι, για κάθε Λεκάνη Απορροής Ποταμού πραγματοποιείται ανάλυση των χαρακτηριστικών της και επισκόπηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων επί των υδάτων. Τέλος, στο Παράρτημα VII της οδηγίας ρυθμίζεται αναλυτικά το περιεχόμενο των σχεδίων διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού ως εξής: «Α. Τα σχέδια διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία:

 

1. Γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών της Περιοχής Λεκάνης Απορροής Ποταμού, η οποία απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II. Η περιγραφή αυτή περιλαμβάνει:

 

1.1. ...

1.2. ...

 

2. Περίληψη των σημαντικών πιέσεων και επιπτώσεων που ασκούν οι ανθρώπινες δραστηριότητες για την κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων, συμπεριλαμβανομένων:

 

ενός υπολογισμού της ρύπανσης από σημειακές πηγές,
ενός υπολογισμού της ρύπανσης από διάχυτες πηγές, συμπεριλαμβανομένης μιας περίληψης της χρήσης της γης,
ενός υπολογισμού των πιέσεων που ασκούνται στην ποσοτική κατάσταση του νερού, συμπεριλαμβανομένης της υδροληψίας,
μιας ανάλυσης άλλων επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων για την κατάσταση του νερού.

 

3. Προσδιορισμό και χαρτογράφηση των προστατευόμενων περιοχών, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το παράρτημα IV.

 

4. Χάρτη των δικτύων παρακολούθησης που συγκροτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 8 και του παραρτήματος V και παρουσίαση, υπό μορφή χάρτη, των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων παρακολούθησης που εφαρμόζονται δυνάμει των διατάξεων αυτών για την κατάσταση:

 

4.1. Των επιφανειακών υδάτων (οικολογική και χημική).

4.2. Των υπόγειων υδάτων (χημική και ποσοτική).

4.3. Των προστατευόμενων περιοχών.

 

5. Κατάλογο των περιβαλλοντικών στόχων που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4 για τα επιφανειακά ύδατα, τα υπόγεια ύδατα και τις προστατευόμενες περιοχές, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως των περιστάσεων κατά τις οποίες εφαρμόσθηκε το άρθρο 4, παράγραφοι 4, 5, 6 και 7 καθώς και των σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου αυτού.

 

6. Περίληψη της οικονομικής ανάλυσης της χρήσης ύδατος, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα III.

 

7. Περίληψη του ή των προγραμμάτων μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 11, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων με τους οποίους θα επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 4.

 

7.1. ...

7.2. ...

7.3. ...

7.4. ...

7.5. ...

7.6. ...

7.7. ...

7.8. ...

7.9. ...

7.10. Λεπτομέρειες των συμπληρωματικών μέτρων που κρίνονται αναγκαία για να τηρηθούν οι καθοριζόμενοι περιβαλλοντικοί στόχοι. 7.11. Λεπτομέρειες των μέτρων που λαμβάνονται για να αποφευχθεί η αύξηση της ρύπανσης των θαλάσσιων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6.

 

8. Μητρώο των τυχόν λεπτομερέστερων προγραμμάτων και σχεδίων διαχείρισης για την Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού, τα οποία αφορούν ιδίως υπολεκάνες, τομείς, θέματα ή τύπους υδάτων, καθώς και περίληψη του περιεχομένου τους.

 

9. Περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται για την πληροφόρηση του κοινού και τη διαβούλευση, των αποτελεσμάτων τους και των συνακόλουθων τροποποιήσεων των σχεδίων.

 

10. Κατάλογο των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το παράρτημα Ι.

 

11. Τα σημεία επαφής και τις διαδικασίες για την προμήθεια των εγγράφων που χρησίμευσαν ως υπόβαθρο και των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, ιδίως δε λεπτομέρειες των μέτρων ελέγχου που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχεία ζ) και θ), καθώς και των πραγματικών δεδομένων παρακολούθησης που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 8 και το παράρτημα V.}

 

24. Επειδή, εξάλλου, από το άρθρο 5 παράγραφος 2 και το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ προκύπτει ότι οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου περιλαμβάνουν τουλάχιστον περιγραφή του σχεδίου, περιέχουσα στοιχεία, σχετικά με τον τόπο πραγματοποιήσεώς του, τη σύλληψή του και το μέγεθός του, περιγραφή των μέτρων που μελετώνται, προκειμένου να αποφευχθούν και να μειωθούν και, αν είναι δυνατό, να αντιμετωπισθούν οι σημαντικότερες επιπτώσεις, καθώς και τα απαραίτητα στοιχεία για την εξακρίβωση και την εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει το σχέδιο στο περιβάλλον.

 

25. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι η διάταξη του άρθρου 13 του νόμου 3481/2006, βάσει της οποίας εκδόθηκε, παραβιάζει ευθέως την Οδηγία 2001/42/ΕΚ, καθ' όσον, παρότι πρόκειται για σχέδιο και έργο που αφορά στους τομείς της γεωργίας, ενέργειας και διαχείρισης υδάτινων πόρων, θίγει δε περιοχές που περιλαμβάνονται στο δίκτυο NATURA (Ασπροπόταμος, Κοιλάδα Αχελώου, Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου-Αιτωλικού κ.λ.π.), δεν προηγήθηκε της νομοθετικής εγκρίσεώς του η στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση των επιπτώσεών του.

 

26. Επειδή, εν πρώτοις, τίθεται το ζήτημα εάν οι ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας 2001/42/ΕΚ είχαν άμεση ισχύ κατά το χρόνο δημοσίευσης (και ενάρξεως της ισχύος) του νόμου 3481/2006 (02-08-2006), δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας, η Ελλάδα όφειλε να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με την εν λόγω οδηγία πριν από τις 21-07-2004, αλλά, τελικώς, οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν στις 05-09-2006 με την 107017/2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β-1225/5.9.2006), μετά την άσκηση προσφυγής, κατά το άρθρο 226 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της Επιτροπής κατά της Ελλάδας ενώπιον του ΔΕΚ για τη μη ενσωμάτωση της οδηγίας 2001/42/ΕΚ (υπόθεση C-68/2006).

 

27. Επειδή, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι αρχές κράτους μέλους, το οποίο δεν θέσπισε εντός της ταχθείσης με την οδηγία προθεσμίας τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν μπορούν να αντιτάξουν στους ιδιώτες τη μη εκπλήρωση, από το εν λόγω κράτος μέλος, των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η οδηγία. Για το λόγο αυτόν, διατάξεις οδηγίας, οι οποίες είναι ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, μπορούν, παρά τη μη εμπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους, να τύχουν επικλήσεως έναντι των αρχών του τελευταίου τούτου κράτους από κάθε ιδιώτη που επιδιώκει, δια της επικλήσεως αυτής, είτε να ασκήσει δικαίωμα που θεσπίζει υπέρ αυτού η οδηγία, είτε να μην εφαρμοσθεί εθνική διάταξη, αντίθετη προς την οδηγία (βλέπε ΔΕΚ απόφαση της 19-01-1982, C-8/1981, Becker, απόφαση της 22-06-1989, C-103/1988, Fratelli Constanzo, απόφαση της 12-07-1990, C-188/1989, Foster, απόφαση της 25-05-1993, C-193/1991, Mohsche, απόφαση της 26-09-2000, C-134/1999, IGI, απόφαση της 18-10-2001, C-441/1999, Gharehveran κ.ά.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 3 της οδηγίας θεσπίζει σαφή υποχρέωση των κρατών μελών για την πραγματοποίηση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια και προγράμματα, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4 του ίδιου άρθρου και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Εξάλλου, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή προγράμματος και πριν από την έγκρισή του ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας.

 

Περαιτέρω, το άρθρο 5, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι της οδηγίας, καθορίζει το περιεχόμενο της εκτιμήσεως. Επίσης, το άρθρο 8 της αυτής οδηγίας επιβάλλει στις οικείες εθνικές αρχές την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη, κατά την προετοιμασία και πριν από την έγκριση του σχεδίου ή προγράμματος, ή την έναρξη της σχετικής νομοθετικής διαδικασίας, την περιβαλλοντική μελέτη που εκπονείται, σύμφωνα με το άρθρο 5, τις γνώμες που εκφράζονται, σύμφωνα με το άρθρο 6, ως και τα αποτελέσματα, ενδεχομένως, των διεξαγόμενων, σύμφωνα με το άρθρο 7, διασυνοριακών διαβουλεύσεων.

 

Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειές τους, οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν, επομένως, στις αρμόδιες εθνικές αρχές, όσον αφορά στα σχέδια ή προγράμματα που αναφέρονται ρητά σ' αυτές, την υποχρέωση να προβαίνουν σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και, ως εκ τούτου, έχουν άμεσο αποτέλεσμα μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας, κατά τα ανωτέρω (παράβαλε ΔΕΚ απόφαση της 11-08-1995, C-431/1992, Επιτροπή κατά Γερμανίας, απόφαση της 16-09-1999, C-435/1997, WWF κλπ.). Συνεπώς, η εν λόγω οδηγία είχε άμεση ισχύ από 21-07-2004.

 

28. Επειδή, περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα εάν το επίμαχο σχέδιο εκτροπής του ποταμού Αχελώου, εμπίπτει κατ' αρχάς στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ, δεδομένου ότι α) αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στη μεταφορά ύδατος από τις Περιοχές Λεκάνης Απορροής Ποταμού της Δυτικής Στερεάς και της Ηπείρου στην Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού της Θεσσαλίας, β) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, γ) αφορά σε έργα της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ, δ) ενδέχεται να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε περιοχές της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21-05-1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕL 206/1992) και ε) στο Παράρτημα Ι του άρθρου 11 της Κοινής Υπουργικής Απόφασης οίκοθεν ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/107017/2006 (ΦΕΚ 1225/Β/2006) Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων και προγραμμάτων σε συμμόρφωση στην οδηγία 2001/42/ΕΚ, η οποία δημοσιεύθηκε στις 05-09-2006, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ορίζεται ότι για τα σχέδια διαχείρισης υδάτινων πόρων απαιτείται η εκπόνηση στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης.

 

29. Επειδή, εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 9 και 13 του νόμου 3481/2006, με τις οποίες εγκρίθηκε το επίμαχο σχέδιο, κατατέθηκαν στη Βουλή, ως τροπολογία, στις 06-07-2006, δηλαδή εντός της προθεσμίας που θέτει το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και η οποία έληγε στις 21-07-2006. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα εάν οι πράξεις που αφορούσαν στο επίδικο έργο και έχουν ακυρωθεί αναδρομικώς με τις 1688/2005 και 1186/2006 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 1, μπορούν να θεωρηθούν ως τυπικές προπαρασκευαστικές πράξεις του επίδικου σχεδίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της οδηγίας, έτσι ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης.

 

30. Επειδή, περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα εάν η απαίτηση της οδηγίας 2001/42/ΕΚ για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης καλύπτεται από το περιεχόμενο του υπάρχοντος σχεδίου διαχείρισης υδάτων, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που περιέχονται στην υπάρχουσα περιβαλλοντική μελέτη του έργου που θα εκτελεσθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης των υδάτων, καθόσον από το ως άνω σχέδιο και από την ως άνω μελέτη προκύπτουν πληροφορίες για το περιεχόμενο και τους στόχους του σχεδίου, τα δεδομένα για την τρέχουσα κατάσταση του περιβάλλοντος και την πιθανή εξέλιξή του, εάν δεν εφαρμοστεί το σχέδιο, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του προβλεπόμενου μέτρου και από την εκτέλεση του έργου, οι ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις, καθώς και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον.

 

31. Επειδή, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο προβαλλόμενος στη σκέψη 25 λόγος ακυρώσεως είναι αναγκαία η ερμηνεία των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

 

1) Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27-06-2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕL 197/2001) σχέδιο εκτροπής ποταμού το οποίο α) αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στη μεταφορά ύδατος από μια Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού σε άλλη, β) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-10-2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000), γ) αφορά σε έργα της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕL 175/1985) και δ) ενδέχεται να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε περιοχές της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21-05-1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕL 206/1992);

 

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

2) Κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, μπορούν να θεωρηθούν ως τυπικές προπαρασκευαστικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τις 21-07-2004, έτσι ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, πράξεις που αφορούσαν στο επίδικο έργο και έχουν ακυρωθεί αναδρομικώς με δικαστικές αποφάσεις;

 

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

3) Κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ σε περίπτωση που ένα σχέδιο εμπίπτει ταυτόχρονα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, καθώς και σε αυτό των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 1985/337/ΕΚ που, επίσης, απαιτούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου, αρκούν για την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 2001/42/ΕΚ οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί με βάση τα οριζόμενα στις οδηγίες 2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ, ή θα πρέπει να εκπονηθεί αυτοτελής μελέτη στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης;}

 

32. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι με τη διάταξη του άρθρου 13 του νόμου 3481/2006, βάσει της οποίας εκδόθηκε, εγκρίθηκε η κατασκευή έργων που απειλούν την ακεραιότητα προστατευόμενων περιοχών, κατά παράβαση των διατάξεων των οδηγιών 1979/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 02-04-1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (EEL 103/1979) και 1992/43/ΕΟΚ. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το επίδικο έργο α) θίγει άμεσα την ακεραιότητα του βιοτόπου των λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού που έχει ενταχθεί στον κατάλογο περιοχών του δικτύου Natura 2000 ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) με τον κωδικό GR2310001 και ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) με τον κωδικό GR2310015, β) επηρεάζει την κοιλάδα του Αχελώου, η οποία έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με τον κωδικό GR2110005, δεδομένου ότι περιλαμβάνει 8 σημαντικούς τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, 2 είδη θηλαστικών, 5 είδη αμφίβιων και ερπετών και 8 είδη ιχθυοπανίδας του Παραρτήματος ΙΙ της ίδιας οδηγίας και 22 είδη πτηνών του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 1979/409/ΕΟΚ και έχει επιπτώσεις στις λίμνες Αμβρακία, Οζερός και στο σύστημα Λυσιμαχίας και Τριχωνίδας, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως τόποι κοινοτικής σημασίας με τους κωδικούς GR2310007, GR2310008 και GR2310009, αντίστοιχα, ως και γ) επηρεάζει την περιοχή Ασπροπόταμος, η οποία αποτελεί την μητρική λεκάνη απορροής του Αχελώου και περιλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000 ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας με τον κωδικό GR2310001.

 

33. Επειδή, με το άρθρο 3 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ συστήθηκε συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών (Natura 2000), στο οποίο περιλαμβάνονται και οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 1979/409/ΕΟΚ. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 της οδηγίας ορίζεται ότι:

 

{1. Κάθε κράτος μέλος, βασιζόμενο στα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα III (στάδιο 1) και στις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, προτείνει έναν κατάλογο τόπων, όπου υποδεικνύεται ποιοι τύποι φυσικών οικοτόπων από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I και ποια τοπικά είδη από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II, απαντώνται στους εν λόγω τόπους. ...

 

2. Η Επιτροπή ... καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας όπου καθίστανται πρόδηλοι οι τόποι στους οποίους απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας. Τα κράτη μέλη των οποίων οι τόποι με τύπους φυσικών οικοτόπων και είδη που έχουν προτεραιότητα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 5 % του εθνικού εδάφους, μπορούν, σε συμφωνία με την Επιτροπή, να ζητήσουν ελαστικότερη εφαρμογή των κριτηρίων που απαριθμούνται στο παράρτημα III (στάδιο 2) για την επιλογή του συνόλου των τόπων κοινοτικής σημασίας στο έδαφός τους. Ο κατάλογος των τόπων των επιλεγμένων ως τόπων κοινοτικής σημασίας, στον οποίο καταδεικνύονται οι τόποι όπου απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας καταρτίζεται από την Επιτροπή με την διαδικασία του άρθρου 21.

 

3. Ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 2 κατάλογος καταρτίζεται μέσα σε μια εξαετία από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας.

 

4. Όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας, υπ' αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.

 

5. Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6.}

 

Τέλος, στο άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι:

 

{1. Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

 

2. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

 

3. Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

 

4. Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε. Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.}

 

Σε συμμόρφωση προς την οδηγία 1992/43/ΕΟΚ, κατ' επίκληση και του νόμου 1650/1986, εκδόθηκε η 33318/30281/1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Εμπορικής Ναυτιλίας και Πολιτισμού Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΦΕΚ 1289/Β/1998).

 

34. Επειδή, εν πρώτοις, τίθεται το ζήτημα εάν οι περιοχές που αναφέρονται στη σκέψη 32, καταλαμβάνονταν, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου 3481/2006 (02-08-2006) από την προστασία της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, δεδομένου ότι η 2006/613/ΕΚ απόφαση της Επιτροπής της 19-07-2006, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος των προστατευόμενων Τόπων Κοινοτικής Σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (EEL 259/2006) στις 21-09-2006.

 

35. Από τις διατάξεις των νομοθετημάτων που παρατίθενται στη σκέψη 33 προκύπτει ότι μέχρι την κατάρτιση του κοινοτικού καταλόγου του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου ειδικών ζωνών, επονομαζόμενου Natura 2000, οι ενταχθέντες στον εθνικό κατάλογο τόποι απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατηρήσεώς τους, έως ότου συνταχθεί ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας και τύχουν προστασίας, βάσει των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και, πάντως, απαγορεύεται να ασκούνται στους τόπους αυτούς δραστηριότητες, συνεπαγόμενες την υποβάθμισή τους. Δεν αποκλείεται, πάντως, από τις πιο πάνω διατάξεις, η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεόμενου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτής, ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφόσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις, ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής (παράβαλε ΣτΕ 2240/1999 Ολομέλεια), δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των περιοχών που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο και η σημασία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων, καθώς και τα αναγκαία για τη διαφύλαξή τους μέτρα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό.

 

36. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της ανωτέρω, 33318/30281/1998 κοινής υπουργικής απόφασης, που μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 2 - 4 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, προβλέφθηκαν ειδικά μέτρα για την προστασία των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης (ΕΖΔ) και, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι, εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η πραγματοποίηση του έργου ή της δραστηριότητας σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, επιβάλλεται για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος ή ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, λαμβάνει κάθε αναγκαίο διοικητικό αντισταθμιστικό μέτρο, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του δικτύου Natura 2000 και ενημερώνει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εάν δε, στην προστατευόμενη ζώνη βρίσκεται τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν επιχειρήματα, μόνο σχετικά με τη δημόσια υγεία και ασφάλεια ή με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ή, εφόσον προηγηθεί γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με άλλους επιτακτικούς λόγους ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος ή ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 της κοινής υπουργικής απόφασης, που αντιστοιχεί στο άρθρο 7 της οδηγίας, ορίζεται ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο 1 του άρθρου 8 της 414985/1985 κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία ενσωματώθηκε η οδηγία 1979/409/ΕΟΚ στο ελληνικό δίκαιο, αναφορικά με τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας.

 

37. Επειδή, κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (βλέπε απόφαση της 26-10-2006, C-239/2004, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψεις 20, 34 και επόμενες, απόφαση της 04-10-2007, C-179/2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 34, απόφαση της 20-09-2007, C-304/2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 56 και επόμενες, 81 και επόμενες, απόφαση της 07-09-2004, C-127/2002, Waddenzee, σκέψεις 39 και επόμενες, 52 και επόμενες) οι επίμαχες κοινοτικές διατάξεις ερμηνεύονται ως εξής: κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας για τους οικοτόπους, οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν άδεια για την υλοποίηση σχεδίου, μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διαχείριση τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να τον επηρεάζει σημαντικά, μόνον αφού βεβαιωθούν, εκτιμώντας δεόντως το σχέδιο, ως προς τις επιπτώσεις του, στον τόπο αυτόν, ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη. Συναφώς το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έγκριση ενός τέτοιου σχεδίου επιτρέπεται, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρχές έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις για την ακεραιότητα του οικείου τόπου. Τέτοια πεποίθηση διαμορφώνεται, όταν δεν υφίσταται, από επιστημονικής πλευράς, εύλογη αμφιβολία, ως προς την απουσία τέτοιων επιπτώσεων. Εξάλλου, ο σημαντικός χαρακτήρας της επιπτώσεως επί τόπου που αφορά σχέδιο πρέπει να συνδυασθεί με τον σκοπό διατηρήσεως αυτού του τόπου. Συνεπώς, όταν σχέδιο, καίτοι έχει επιπτώσεις επί του συγκεκριμένου τόπου, εντούτοις δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της διατηρήσεως αυτού του τόπου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να επηρεάσει, κατά τρόπο σημαντικό, τον συγκεκριμένο τόπο. Η εκτίμηση του κινδύνου αυτού πρέπει να καθορίζεται, ιδίως, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου, στον οποίο αφορά το σχέδιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας, εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της διενεργούμενης, βάσει της προηγούμενης διάταξης, εκτιμήσεως και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, το σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο, ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει, ως παρέκκλιση από το προβλεπόμενο στην προηγούμενη διάταξη κριτήριο εγκρίσεως, να ερμηνεύεται στενά.

 

38. Επειδή, η Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου - Αιτωλικού (μαζί με το Δέλτα του Αχελώου και τις εκβολές του Εύηνου) έχει χαρακτηρισθεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με τον κωδικό GR2310015. Εξάλλου, περιλαμβανόταν στον Εθνικό κατάλογο των τόπων προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 με τον κωδικό GR2310001, κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου 3481/2006, εντάχθηκε δε τελικά και στον κοινοτικό κατάλογο με τον ίδιο κωδικό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη Συμπληρωματική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του 2002 (η οποία συμπληρώνει και επικαιροποιεί την σχετική μελέτη του 1995), στην οποία βασίζονται οι περιβαλλοντικοί όροι του παραρτήματος Γ' του νόμου 3481/2006, που εγκρίθηκαν με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι τα επίμαχα έργα εκτροπής ποσότητας ύδατος του Αχελώου ποταμού θα έχουν επιπτώσεις στον κάτω ρου του ποταμού, όπου έχουν ήδη κατασκευασθεί τρία φράγματα (Καστράκι, Στράτος και Ταυρωπός). Οι επιπτώσεις αυτές εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή κατάντη του φράγματος στη θέση Στράτος, στις πηγές Λάμπρας Λεπινίου που βρίσκονται στην περιοχή αυτή, στις εκβολές του ποταμού και στις λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού, κυρίως λόγω της μείωσης της ποσότητας ύδατος του ποταμού, με την οποία τροφοδοτούνται οι περιοχές αυτές.

 

Στην ίδια μελέτη περιέχεται πάντως και η εκτίμηση ότι στις παραπάνω λιμνοθάλασσες η μείωση της τροφοδότησης με νερό του ποταμού δεν θα έχει σημαντική επίδραση και μπορεί να καλυφθεί πλήρως με την αύξηση της παροχής αρδευτικού ύδατος, διότι ήδη είναι ελάχιστη η συμβολή του Αχελώου στο συνολικό εμπλουτισμό των λιμνοθαλασσών αυτών με γλυκό νερό και ότι στην περιοχή του δέλτα του ποταμού δεν αναμένονται γενικότερες σοβαρές συνέπειες, διότι στην περιοχή αυτή, εξαιτίας και της υπάρξεως των τριών φραγμάτων που προαναφέρθηκαν, ο Αχελώος έχει ήδη παύσει να λειτουργεί ως φυσικό οικοσύστημα και έχει μετατραπεί σε απολύτως ελεγχόμενο και ρυθμιζόμενο, δηλαδή ανθρωπογενές, ποτάμιο σύστημα που χαρακτηρίζεται από έλεγχο των πλημμυρικών φαινομένων, κατακράτηση φερτών υλών στους ήδη υφιστάμενους ταμιευτήρες και πλήρως ελεγχόμενη ποτάμια δραστηριότητα. Επίσης, εκτιμάται με την παραπάνω μελέτη ότι οι δυσμενείς επιπτώσεις από την εκτροπή στην περιοχή κατάντη του φράγματος Στράτου είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν, εφόσον τηρηθεί το επιβαλλόμενο με την προσβαλλόμενη πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ανώτατο όριο εκτρεπόμενης ποσότητας ύδατος, που ορίστηκε σε 600.000.000 m3 ετησίως, εξασφαλισθεί η αναγκαία ελάχιστη παροχή στην περιοχή αυτή και γίνει ορθολογική διαχείριση του φυσικού υδατικού δυναμικού (βλέπε Ολομέλεια ΣτΕ 3478/2000, σκέψη 10, καθώς και σελίδες 2-2, 2-7, 6Α-16 και 17 Συμπληρωματικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων 2002). Πάντως, τα υδρολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην ως άνω συμπληρωματική μελέτη και τα οποία αφορούν στο σχέδιο διαχείρισης, χρονολογούνται πριν από το 2000.

 

Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην εκπονηθείσα το 2004 Μελέτη για την αξιολόγηση του σχεδίου εκτροπής του ποταμού Αχελώου στη Θεσσαλική Πεδιάδα της ENVIPLAN για λογαριασμό της αναπτυξιακής εταιρίας Αιτωλοακαρνανίας (σελίδες 1-7) η διαστασιολόγηση των έργων κεφαλής (ύψος φραγμάτων Μεσοχώρας και Συκιάς, διάμετρος της σήραγγας εκτροπής Αχελώου -Θεσσαλίας) παρέμεινε ίδια με εκείνη που προβλεπόταν για εκτροπή υπερδιπλάσιου όγκου νερού.

 

39. Επειδή, περαιτέρω, η Κοιλάδα Αχελώου, η περιοχή δηλαδή του άνω ρου του ποταμού Αχελώου, όπου βρίσκεται το φράγμα της Συκιάς, έχει χαρακτηρισθεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με τον κωδικό GR2110005. Ως προς την τήρηση των σχετικών διατάξεων στην εν λόγω περιοχή ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας της οδηγίας 1979/409/ΕΟΚ για την προστασία της ορνιθοπανίδας, από τη Συμπληρωματική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του 2002, βάσει της οποίας εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του νόμου 3481/2006 και από τις λοιπές μελέτες που υπάρχουν στο φάκελο της υποθέσεως, δηλαδή την μελέτη που εκπονήθηκε στα πλαίσια ειδικού έργου που ανατέθηκε τον Ιούλιο 1994 από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, από κοινού στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ΕΟΕ) και την αναφερθείσα στη προηγούμενη σκέψη μελέτη της ENVIPLAN προκύπτουν τα εξής, αναφορικά με την προστατευόμενη ορνιθοπανίδα:

 

α) στη συμπληρωματική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σελίδες 2 - 8), στη μη τεχνική περίληψη, αναφέρεται ότι η κατάληψη εδάφους για την κατασκευή των έργων δεν θα προκαλέσει σημαντική καταστροφή βιοτόπων σπάνιων ή προστατευόμενων ειδών πανίδας. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι, αν και οι μετακινήσεις της πανίδας ελάχιστα θα επηρεασθούν από τα έργα, στη φάση των εργασιών θα δεχθεί ισχυρές οχλήσεις, οι οποίες θα την αναγκάσουν να αποσυρθεί προς τα ορεινά. Τα είδη όμως και οι πληθυσμοί της δεν κινδυνεύουν να εξαφανισθούν λόγω των έργων, γιατί έχουν στη διάθεσή τους ικανοποιητικά μεγάλες εκτάσεις που εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους σε βιότοπους που ικανοποιούν τις βιολογικές και οικολογικές τους ανάγκες. Ως προς τις τάσεις εξέλιξης της περιοχής, αναμένεται να διαμορφωθούν στην περιοχή των έργων Μεσοχώρας και Συκιάς καταστάσεις για την πανίδα ανάλογες με αυτές που δημιουργήθηκαν στους ταμιευτήρες Καστρακίου και Ταυρωπού και οι οποίες οδήγησαν στην υπόδειξη των ταμιευτήρων αυτών για υπαγωγή στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000, ως τύπων φυσικών ενδιαιτημάτων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, στην μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας αναφέρεται (σελίδες 88-89) ότι τα έργα κατασκευής του φράγματος Συκιάς και της εκτροπής του Αχελώου είναι σημαντική αιτία διατάραξης και υποβάθμισης. Οι απαιτούμενοι δρόμοι, τα μηχανήματα, η πυκνή διέλευση ανθρώπων και οχημάτων, η εγκατάσταση εργοταξίων, καθώς και άλλων συναφών εγκαταστάσεων υποστήριξης των έργων σε μέχρι πρότινος ήσυχα μέρη, θα διαταράξουν σοβαρά τις φυσικές λειτουργίες. Η θέση εκτέλεσης των έργων είναι στις πιο ευαίσθητες ζώνες της περιοχής, πλησίον των χώρων που χρησιμοποιούνται από τα Όρνια, τον Πετρίτη, τον Σπιζαετό και άλλα απειλούμενα είδη.

 

Συνοπτικά, οι δυσμενείς επιπτώσεις των έργων, μόνιμες και πρόσκαιρες, θα αφορούν: στην αλλοίωση του χώρου γύρω από το φράγμα και τη σήραγγα εκτροπής, στην αλλοίωση της κοίτης από τη διέλευση οχημάτων και την απόρριψη προϊόντων εκσκαφής, στην καταστροφή των αργιλικών δέλτα κοντά στον οικισμό του Αγίου Βασιλείου για απόληψη αργίλου, στην αύξηση της θολότητας της παροχής, στην αύξηση των ρύπων από λάδια κ.λ.π., στην αύξηση των ρύπων της ατμόσφαιρας από σκόνη και καυσαέρια και στη μεταβολή της υπόγειας στάθμης κατάντη του φράγματος. Οι προβλεπόμενες επεμβάσεις (διάνοιξη δρόμων, φράγματα, εκτροπή), κρίνονται ως βίαιες, λειτουργούν αθροιστικά και εξελίσσονται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κλονίζοντας τις λειτουργικές δομές που δεν μπορούν τόσο σύντομα να ανακτήσουν νέες ισορροπίες.

 

Τέλος, στη μελέτη της ENVIPLAN (σελίδα Α-15) αναφέρεται ότι από την ίδια την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκύπτει ότι η κατασκευή του φράγματος και η δημιουργία του ταμιευτήρα της Συκιάς θα επιφέρουν μια ισχυρή, μη αναστρέψιμη και δυσχερώς αντισταθμιζόμενη με άλλες μεθόδους τοπιολογική επίπτωση. Τα δύο άλλα σκέλη του ταμιευτήρα θα κατακλύσουν αντίστοιχα σημαντικό μέρος των φαραγγιών του Αχελώου και του Κουμπουριανίτικου, τα οποία αποτελούν ένα ενδιαφέρον ορεινό τοπίο, με κύριο χαρακτηριστικό τις δεσπόζουσες επί της μισγάγγειας των υδρορευμάτων εντυπωσιακές πλαγιές με μεγάλες κλίσεις. Η κλίση των πρανών μάλλον αποκλείει την εναρμόνιση του ταμιευτήρα με το τοπίο της ευρύτερης περιοχής, η δε αναμενόμενη έντονη διακύμανση της στάθμης, λόγω της διενεργούμενης εκτροπής δυσχεραίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό, εάν δεν αποκλείει την οποιαδήποτε απόπειρα αντισταθμιστικών παρεμβάσεων (εγκαταστάσεις αναψυχής, διαμόρφωση παρόχθιων περιοχών κ.λ.π.). Η σοβαρότερη πάντως τοπιολογική επίπτωση από την λειτουργία του έργου θα προκύψει εξαιτίας της έντονης πτώσης της στάθμης που θα παρατηρείται κατά την θερινή περίοδο,

 

β) στο κεφάλαιο Περιγραφή υφιστάμενης κατάστασης περιβάλλοντος της συμπληρωματικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο ειδικό τμήμα για την ορνιθοπανίδα γίνεται καταγραφή της ορνιθοπανίδας της περιοχής με ειδικότερη αναφορά των ειδών των παραρτημάτων της οδηγίας 1979/409/ΕΟΚ, μεταξύ των οποίων 18 είδη του παραρτήματος Ι, τέσσερα εκ των οποίων χαρακτηρίζονται είδη προτεραιότητας στο σχετικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: Μαυρόγυπας, Κιρκινέζι, Σπιζαετός και Αγριόγαλος. Ειδικά, για τον Μαυρόγυπα αναφέρεται ότι: Τα διαθέσιμα ωστόσο επιστημονικά στοιχεία δεν επαρκούν για την τεκμηρίωση της εξόντωσης του είδους από την περιοχή αυτή.

 

Επίσης, διαπιστώνεται ότι: Η έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων για την ορνιθοπανίδα καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την αξιόπιστη εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασής της (δηλαδή του αριθμού των ειδών, του καθεστώτος παρουσίας έκαστου είδους και των πληθυσμών τους) στην περιοχή μελέτης.

 

Τέλος, διατυπώνονται τα εξής γενικά συμπεράσματα:

 

{1. Υπάρχει σοβαρή έλλειψη αξιόπιστων και επικαιροποιημένων ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για την ορνιθοπανίδα της περιοχής μελέτης. Η έλλειψη αυτή είναι γενική για όλη την περιοχή μελέτης, αλλά η έλλειψη δεδομένων για τα ενδιαιτήματα 1, 2, 4 και 7 (τα ρέοντα ύδατα, τα παραποτάμια δάση, τη μακία και τα φυλλοβόλα δάση) τα οποία θα υποκατασταθούν σε μικρό ή μεγάλο τμήμα τους από λιμναίο, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα για την περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεων από τα έργα της εκτροπής καθώς και για την πρόταση επανορθωτικών μέτρων.

 

2. Από όσα προαναφέρθηκαν επιβάλλεται να ξεκινήσει άμεσα μια συστηματική καταγραφή της ορνιθοπανίδας της περιοχής μελέτης, η οποία να καλύπτει έναν πλήρη αναπαραγωγικό κύκλο, για την απόκτηση δεδομένων, τουλάχιστον για τα απειλούμενα σπάνια και προστατευόμενα είδη.

 

3. ...

 

4. Η οριακή παρουσία ορισμένων απειλούμενων ειδών πτηνών, έστω και αν βρίσκονται σε πολύ μικρούς πληθυσμούς θα πρέπει να εξασφαλιστεί καθότι τούτο συμβάλλει στον σκοπό της διατήρησης της βιοποικιλότητας της περιοχής.

 

5. Για ορισμένα είδη, όπως ο Μαυρόγυπας και ο Σπιζαετός, εάν όντως φωλιάζουν στην περιοχή μελέτης, οι προοπτικές διατήρησης ενός υγιούς πληθυσμού στις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και ανεξάρτητα από την υλοποίηση των υπό εξέταση έργων, είναι δυσμενείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια για την διατήρηση του εύρους της εξάπλωσής τους} (σελίδες 6Α-86 και 87).

 

Σε επίρρωση αυτών των διαπιστώσεων στην μελέτη του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας αναφέρεται ότι:

 

{Με εξαίρεση την ψευδαλπική ζώνη των κορυφών, τα είδη που αποικίζουν τις βραχώδεις κοιλάδες θα απειληθούν σοβαρότατα από τα έργα κατασκευής και την ύπαρξη του φράγματος της Συκιάς και τα οδικά δίκτυα που σχεδιάζονται} (σελίδες 64-65), ότι:

 

{Σημαντικό στοιχείο είναι η παντελής έλλειψη οδικής πρόσβασης σε μεγάλης έκτασης τμήμα της περιοχής, που διατηρεί πολύ έντονο ακόμη το στοιχείο της φυσικότητας. Αρπακτικά όπως Όρνια, Χρυσαετοί, Πετρίτες, Ασπροπάριδες, όλα τα είδη Δρυοκολαπτών και μεγάλα απειλούμενα θηλαστικά, έχουν εκεί εξασφαλισμένο καταφύγιο} (σελίδα 85) και ότι:

 

{είδη άμεσα εξαρτώμενα με το υδάτινο οικοσύστημα αναμένεται να απειληθούν από την κατασκευή του φράγματος στη θέση Συκιά και την δημιουργία της αντίστοιχης τεχνητής λίμνης} (σελίδα 85),

 

γ) στο κεφάλαιο 7.Α.5.4 Επιπτώσεις στην πανίδα από την κατάληψη τύπων φυσικών ενδιαιτημάτων της συμπληρωματικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (σελίδα 7 - 69), γίνεται αναφορά στις επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στην ορνιθοπανίδα και διατυπώνεται το γενικό συμπέρασμα ότι οι ποσοτικές μεταβολές στην έκταση των τύπων φυσικών ενδιαιτημάτων και στην κάλυψη γης, λόγω των έργων δεν συνεπάγονται συνέπειες για την πανίδα, με εξαίρεση την ιχθυοπανίδα.

 

Για την τελευταία αναφέρονται τα εξής:

 

{Από τα απαντώμενα είδη ιχθυοπανίδας, 16 περιλαμβάνονται στους καταλόγους των προστατευόμενων ειδών, σύμφωνα με την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία. Τα είδη ιχθυοπανίδας, τα οποία υπάγονται σε καθεστώς προστασίας και τα οποία θίγονται από τα υφιστάμενα έργα είναι τα: Salaria fluviatilis, Barbus albanicus, B. peloponnesius, Leuciscus cf. svallize και Salmo trutta ... Σημαντικά σημεία για την αναπαραγωγή της ιχθυοπανίδας στον άνω Αχελώο είναι: Οι πηγές του Αχελώου κοντά στον οικισμό Χαλίκι, η περιοχή κοντά στον οικισμό Ανθούσα που συμβάλλει το ρέμα Λεπενίτση, η περιοχή κοντά στη συμβολή του παραποτάμου Γκούρα όπου έχει αναφερθεί ότι πραγματοποιείται φυσική αναπαραγωγή άγριας πέστροφας.}

 

Ειδικώς, για την άγρια πέστροφα, η μελέτη αναφέρει ότι:

 

{Ο περιορισμός της μετακίνησης των ατόμων προς τα ανάντη, εξαιτίας του φράγματος της Μεσοχώρας, κυρίως πάνω από αυτό ως τις πηγές του Αχελώου, αναμένεται να επιδράσει στη γενετική της ομοιογένεια και να περιορίσει τη γενετική ποικιλομορφία}

 

δ) στο κεφάλαιο 7.Α.5.4.3 με τον τίτλο Ορνιθοπανίδα της συμπληρωματικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων γίνεται αναφορά των επιπτώσεων από τα έργα σε ορισμένα από τα είδη (επτά από τα 18 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 1979/409/ΕΟΚ, μεταξύ των οποίων ο Μαυρόγυπας, το Κιρκινέζι και ο Σπιζαετός), επισημαίνεται για ορισμένα από αυτά ότι θα επηρεασθούν από την όχληση των εργασιών καθαίρεσης των ασταθών πρανών για τις ανάγκες των υδροηλεκτρικών Συκιάς και Μεσοχώρας, εάν εκεί υπάρχουν κατάλληλες θέσεις φωλιάς, για άλλα είδη επισημαίνεται ότι θα επηρεαστούν από την κατάκλυση πιθανών θέσεων φωλιάς και για όλα τα είδη επισημαίνεται ότι θα επηρεασθούν από τη μικρή μείωση των ενδιαιτημάτων τροφοληψίας, ενώ λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, ανεξάρτητα από την κατασκευή των έργων, όπως η παράνομη τοποθέτηση δηλητηριασμένων δολωμάτων και οι τάσεις εξέλιξης της βλάστησης, στο τέλος δε διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι για την εξέλιξη των πληθυσμών της ορνιθοπανίδας στην περιοχή ενδιαφέροντος γενικά μπορεί να αναφερθεί ότι δεν αναμένονται σημαντικές μεταβολές της σημερινής κατάστασης τόσο στην περίπτωση κατασκευής των έργων όσο και χωρίς αυτά.

 

Αντιθέτως, στη μελέτη της ENVIPLAN αναφέρεται ότι:

 

{Τα μεγάλα αρπακτικά, όπως ο ασπροπάρης, το όρνιο, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, ο φιδαετός, θα πληγούν σοβαρά - κατά περίπτωση - από τις εργασίες κατασκευής των έργων κεφαλής, από τη μείωση των εκτάσεων τροφοληψίας, φωλιάσματος και ανάπαυσης λόγω κατάκλυσης, από τη μείωση της διαθέσιμης τροφής, κ.λ.π. Σημειώνεται η καταστροφή μεγάλου μέρους της σημαντικής, ιδιαίτερα για το όρνιο αλλά και για τον ασπροπάρη, περιοχής της κοιλάδας του Αχελώου, λόγω της κατασκευής του φράγματος και του ταμιευτήρα της Συκιάς} (σελίδα 3-51) και

 

ε) στο κεφάλαιο 8.Α.5 με τίτλο Επιπτώσεις στην χλωρίδα, την πανίδα και τα οικοσυστήματα προτείνεται ως επανορθωτικό μέτρο κατά τη φάση λειτουργίας των έργων, ειδικά για την προστασία της πτηνοπανίδας και την αποφυγή διατάραξης των παραποτάμιων οικοσυστημάτων, να χαρακτηρισθεί ζώνη 100 m εκατέρωθεν του φυσικού υδρογραφικού δικτύου ως καταφύγιο άγριας ζωής.

 

40. Επειδή, η περιοχή Ασπροπόταμος περιλαμβανόταν στον Εθνικό κατάλογο των τόπων προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 με τον κωδικό GR2310001, κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου 3481/2006, εντάχθηκε δε τελικά και στον κοινοτικό κατάλογο με τον ίδιο κωδικό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη Συμπληρωματική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του 2002, στην οποία βασίζονται οι περιβαλλοντικοί όροι του παραρτήματος Γ' του νόμου 3481/2006, που εγκρίθηκαν με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του ίδιου νόμου, ο εν λόγω οικότοπος, καθώς και τα επιμέρους είδη πανίδας και χλωρίδας που φιλοξενεί, ελήφθησαν υπόψη για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου, παρ' ότι δεν αναφέρεται ο εν λόγω τόπος στο κεφάλαιο Περίληψη και βασικά συμπεράσματα της μελέτης κατ' αντιδιαστολή προς τους αναφερόμενους ανωτέρω τόπους (βλέπε σελίδα 6Α-49, όπου αναφέρεται ρητά μεταξύ των τόπων του γεωγραφικού πλαισίου που επηρεάζεται από τα επίδικα έργα, σελίδα 6Α-48, που αφορά σε προστατευόμενα είδη χλωρίδας του εν λόγω τόπου, για την πανίδα δεν γίνεται αναλυτική αναφορά, ως προς τον τόπο όπου βρίσκεται κάθε είδος, αλλά εξετάζονται οι επιπτώσεις σε όλα τα είδη της περιοχής του έργου συνολικά, είτε βρίσκονται στον Ασπροπόταμο είτε στην Κοιλάδα Αχελώου).

 

41. Επειδή, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο προβαλλόμενος στη σκέψη 32 λόγος ακυρώσεως, είναι αναγκαία η ερμηνεία των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων των οδηγιών 1979/409/ΕΟΚ και 1992/43/ΕΟΚ και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να διατυπωθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης, τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

 

 

 

42. Επειδή, εν όψει όλων των ανωτέρω, πρέπει, συνεκδικαζόμενων των τριών κρινόμενων αιτήσεων, να αναβληθεί η επ' αυτών οριστική κρίση και να υποβληθούν προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα.

 

Δια ταύτα

 

Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις.

 

Αναβάλλει την επ' αυτών οριστική κρίση.

 

Διατυπώνει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

 

1) Με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000) τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22-12-2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων ή θεσπίζεται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της ως άνω οδηγίας;

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει ότι με την ως άνω διάταξη της οδηγίας τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

2) Εθνική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού (ΛΑΠ) σε άλλη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού, εντός των οποίων βρίσκονται οι Λεκάνες Απορροής Ποταμού, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 15 της ως άνω οδηγίας, βασική μονάδα διαχείρισης της Λεκάνης Απορροής Ποταμού είναι η Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού, στην οποία ανήκει;

 

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

3) Κατά την έννοια των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από μια Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού σε γειτονική Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο σκοπός αυτής της μεταφοράς μπορεί να είναι μόνο η κάλυψη αναγκών ύδρευσης ή μπορεί επίσης να εξυπηρετούνται η άρδευση και η παραγωγή ενέργειας; Σε κάθε περίπτωση απαιτείται, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της οδηγίας, να έχει κριθεί αιτιολογημένα από τη Διοίκηση και επί τη βάσει της αναγκαίας επιστημονικής μελέτης, ότι η Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού υποδοχής αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες που έχει για ύδρευση, άρδευση κ.λ.π. με τους δικούς της υδάτινους πόρους;

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνει, ως προς το ερώτημα υπό στοιχείο 1) ότι με την διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 6 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ δεν τίθεται απλώς ένα απώτατο χρονικό όριο (22-12-2009) για την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης υδάτινων πόρων, αλλά θεσπίζεται ειδική προθεσμία μεταφοράς των σχετικών διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 9, 13 και 15 της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει, περαιτέρω να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

4) Εθνική ρύθμιση, θεσπιζόμενη εντός της ανωτέρω ειδικής προθεσμίας μεταφοράς, με την οποία επιτρέπεται η μεταφορά ύδατος από συγκεκριμένη Λεκάνη Απορροής Ποταμού σε άλλη Λεκάνη Απορροής Ποταμού, χωρίς να έχουν ακόμη εκπονηθεί τα σχέδια των Περιοχών Λεκάνης Απορροής Ποταμού, εντός των οποίων βρίσκονται οι Λεκάνες Απορροής Ποταμού, από και προς τις οποίες θα γίνει μεταφορά ύδατος, θέτει άνευ ετέρου σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας ή πρέπει, για να εκτιμηθεί το ζήτημα αν τίθεται σε κίνδυνο το χρήσιμο αποτέλεσμα της οδηγίας, να ληφθούν υπ' όψη κριτήρια, όπως η κλίμακα των προβλεπομένων επεμβάσεων και οι σκοποί της μεταφοράς ύδατος;

 

Τέλος, θα πρέπει να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

5) Νομοθετική ρύθμιση, η οποία θεσπίζεται από εθνικό κοινοβούλιο και με την οποία εγκρίνονται σχέδια διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού χωρίς να προβλέπεται, από τους κρίσιμους εθνικούς κανόνες, στάδιο διαβουλεύσεως με το κοινό στη διαδικασία ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου και χωρίς να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην οδηγία διαδικασία διαβουλεύσεως ενώπιον της Διοικήσεως, είναι σύμφωνη με τις ρυθμίσεις των άρθρων 13, 14 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ που αφορούν στις διαδικασίες ενημέρωσης, διαβούλευσης και συμμετοχής του κοινού;

 

6) Κατά την έννοια της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕL 175/1985), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 1997/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 03-03-1997 (ΕΕL 73/1997), μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στην μεταφορά ύδατος και που εισήχθη προς έγκριση ενώπιον του εθνικού κοινοβουλίου μετά από την δικαστική ακύρωση της πράξεως, με την οποία είχε ήδη εγκριθεί και για την οποία είχε ήδη τηρηθεί η διαδικασία δημοσιότητας, χωρίς να τηρηθεί εκ νέου η διαδικασία αυτή, καλύπτει τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 5, 6, 8 και 9 της ως άνω οδηγίας για ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού;

 

7) Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27-06-2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕL 197/2001) σχέδιο εκτροπής ποταμού το οποίο α) αφορά στην κατασκευή φραγμάτων και στη μεταφορά ύδατος από μια Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού σε άλλη, β) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-10-2000 για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕL 327/2000), γ) αφορά σε έργα της οδηγίας 1985/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27-06-1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕL 175/1985) και δ) ενδέχεται να έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε περιοχές της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21-05-1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕL 206/1992);

 

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

8) Κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, μπορούν να θεωρηθούν ως τυπικές προπαρασκευαστικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από τις 21-07-2004, έτσι ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, πράξεις που αφορούσαν στο επίδικο έργο και έχουν ακυρωθεί αναδρομικώς με δικαστικές αποφάσεις;

 

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

9) Κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ σε περίπτωση που ένα σχέδιο εμπίπτει ταυτόχρονα στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, καθώς και σε αυτό των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 1985/337/ΕΚ που, επίσης, απαιτούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου, αρκούν για την τήρηση των απαιτήσεων της οδηγίας 2001/42/ΕΚ οι μελέτες που έχουν εκπονηθεί με βάση τα οριζόμενα στις οδηγίες 2000/60/ΕΚ και 85/337/ΕΚ, ή θα πρέπει να εκπονηθεί αυτοτελής μελέτη στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης;}

 

 

10) Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21-05-1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕL 206/1992), οι περιοχές που περιλαμβάνονταν στους εθνικούς καταλόγους των τόπων κοινοτικής σημασίας και, τελικώς, συμπεριελήφθησαν στον κοινοτικό κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, καταλαμβάνονταν από την προστασία της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, πριν από το χρόνο δημοσιεύσεως της 2006/613/ΕΚ απόφασης της Επιτροπής της 19-07-2006, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος των προστατευόμενων τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή;

 

11) Είναι δυνατόν, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, οι αρμόδιες εθνικές αρχές να παράσχουν άδεια για την υλοποίηση σχεδίου εκτροπής ύδατος, μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διατήρηση περιοχής που εντάσσεται σε Ζώνη Ειδικής Προστασίας, όταν σε όλες τις μελέτες που περιλαμβάνονται στο φάκελο του έργου αυτού διαπιστώνεται η παντελής έλλειψη στοιχείων ή απουσία αξιόπιστων και επικαιροποιημένων δεδομένων για την ορνιθοπανίδα της περιοχής αυτής;

 

12) Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, λόγοι κυρίως αρδευτικοί και δευτερευόντως υδρευτικοί για τους οποίους επιχειρείται σχέδιο εκτροπής ύδατος, μπορούν να αποτελέσουν το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που απαιτεί η οδηγία, προκειμένου να επιτραπεί η διενέργεια του σχεδίου αυτού, παρ' όλες τις αρνητικές επιπτώσεις του στις προστατευόμενες από την ως άνω οδηγία περιοχές;

 

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα θα πρέπει, περαιτέρω, να υποβληθεί το εξής προδικαστικό ερώτημα:

 

13) Για τον καθορισμό της επάρκειας των αντισταθμιστικών μέτρων που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής μιας περιοχής Natura 2000, η οποία βλάπτεται από ένα σχέδιο εκτροπής ύδατος, είναι, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, ληπτέα υπ' όψιν κριτήρια, όπως το εύρος της ως άνω εκτροπής και το μέγεθος των έργων που αυτή συνεπάγεται;

 

14) Κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 1992/43/ΕΟΚ, ερμηνευόμενων υπό το φως της αρχής της αειφόρου αναπτύξεως όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δύνανται οι αρμόδιες εθνικές αρχές να παράσχουν άδεια για την πραγμάτωση σχεδίου εκτροπής ύδατος εντός περιοχής Natura 2000, μη άμεσα συνδεόμενου ή αναγκαίου για τη διατήρηση της συνοχής της περιοχής αυτής, όταν από την μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου προκύπτει ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια την μετατροπή φυσικού ποτάμιου οικοσυστήματος σε ανθρωπογενές ποτάμιο και λιμναίο οικοσύστημα;

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22-02-2008, 17-03-2008 και 24-06-2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 09-10-2009.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.