Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 481/90

ΣτΕ 481/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 481/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ'.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-09-1989, με την εξής σύνθεση: Μ. Μουζουράκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ'. Τμήματος, Τ. Κούνδουρος, Κ. Γ. Χαλαζωνίτης, Π. Παραράς, Σ. Χαραλαμπίδης, Σύμβουλοι, Κ. Μενουδάκος, Δ. Πετρούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

 

Για να δικάσει την από 04-06-1987 αίτηση:

 

του ΑΣΠ, κατοίκου Αγίων Αποστόλων Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει τη αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Σπύρο Σκουτέρη, Πάρεδρο της Διοικήσεως.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η από 15.5.1987 απόφαση της επιτροπής του άρθρου 2 παράγραφος 4 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου και κάθε άλλης συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Μενουδάκου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή με την έκθεση αυτοψίας 96/16-04-1987 υπαλλήλου του Πολεοδομικού Γραφείου Καπανδριτίου Αττικής, η οποία αφορά διακοσμητικά τοιχεία από πέτρα και δύο στέγαστρα με στέγη από κεραμίδια που έχουν κατασκευαστεί σε ακίνητο στην παραλιακή οδό Αγίων Αποστόλων Αττικής, του οποίου ο ιδιοκτήτης φέρεται ο αιτών, χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετα τα κτίσματα αυτά και διατάχθηκε η κατεδάφισή τους. Κατά της παραπάνω έκθεσης αυτοψίας ο τελευταίος άσκησε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την από 15-05-1987 απόφαση της κατά το άρθρο 2 παράγραφος 4 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 291/Δ/1983) οικείας επιτροπής. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση - για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα κατά νόμο τέλη (διπλότυπα 2437317/1987 και 2437318/1987 του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 242919/1987 και 754232/1987) - ζητείται παραδεκτώς να ακυρωθεί η απόφαση αυτή της επιτροπής, στην οποία έχει ενσωματωθεί η παραπάνω έκθεση αυτοψίας.

 

2. Επειδή η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση στο Δ'. Τμήμα του Δικαστηρίου με επταμελή σύνθεση, στο οποίο έχει παραπεμφθεί με την απόφαση 543/1989 του ίδιου τμήματος με πενταμελή σύνθεση λόγω της σπουδαιότητας του κρίσιμου για την παρούσα υπόθεση ζητήματος αν κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού έτους 1985 μπορεί να κηρυχθεί κατεδαφιστέα κατασκευή, η οποία έχει ανεγερθεί χωρίς οικοδομική άδεια ή καθ' υπέρβαση της σχετικής αδείας αλλά δεν παραβιάζει ουσιαστική πολεοδομική διάταξη, και, σε καταφατική περίπτωση, αν για την κήρυξή της ως κατεδαφιστέας απαιτείται να προηγηθεί η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη έγγραφη ειδοποίηση του υπόχρεου να υποβάλει τα αναγκαία δικαιολογητικά προκειμένου να εκδοθεί οικοδομική άδεια για την κατασκευή αυτή ή να αναθεωρηθεί η τυχόν υφισταμένη.

 

3. Επειδή στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985)) ορίζεται ότι για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας... και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι:

 

{κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παραγράφου 1 ή β) καθ' υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του νόμου 1337/1983, όπως ισχύουν. Σε περίπτωση αυθαίρετης, κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατασκευής, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του ελέγχου της από την πολεοδομική υπηρεσία, ειδοποιούνται εγγράφως οι υπόχρεοι για την καταβολή του προστίμου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985, να μεριμνήσουν ώστε να υποβληθούν τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για να εκδοθεί ή αναθεωρηθεί τυχόν υφισταμένη οικοδομική άδεια, μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κατασκευή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει. Αν η άδεια εκδοθεί ή αναθεωρηθεί μέσα στην παραπάνω προθεσμία, επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει...}

 

Όπως προκύπτει από την παραπάνω παράγραφο 3, ως αυθαίρετες χαρακτηρίζονται οι κατασκευές, οι οποίες έχουν ανεγερθεί είτε κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είτε χωρίς οικοδομική άδεια ή καθ' υπέρβαση της σχετικής αδείας ή με βάση άδεια που μεταγενεστέρως ανακλήθηκε. Περαιτέρω, κάθε αυθαίρετη, με την παραπάνω έννοια, κατασκευή είναι και κατεδαφιστέα, εκτός αν είναι σύμφωνη προς τις ουσιαστικές πολεοδομικές διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο, κατά τον οποίο η οικεία πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει σε έλεγχο της συγκεκριμένης κατασκευής, οπότε για την κήρυξη της ως κατεδαφιστέας απαιτείται να προηγηθεί έγγραφη ειδοποίηση του υπόχρεου να υποβάλει τα αναγκαία δικαιολογητικά για την έκδοση ή την αναθεώρηση της σχετικής αδείας και να παρέλθει άπρακτη η δίμηνη προθεσμία που προβλέπεται στην προαναφερόμενη παράγραφο 3. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, αν συμμορφωθεί ο ενδιαφερόμενος προς την παραπάνω έγγραφη ειδοποίηση επιβάλλονται μόνο τα κατά το άρθρου 17 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983 πρόστιμα με πράξη του αρμόδιου οργάνου, ενώ αν παρέλθει άπρακτη η προαναφερόμενη προθεσμία η κατασκευή καθίσταται και κατεδαφιστέα. Στην παραπάνω περίπτωση, λοιπόν, η έγγραφη αυτή ειδοποίηση και, η πάροδος άπρακτου του διμήνου αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση της προβλεπόμενης από το άρθρο 1 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 291/Δ/1983) έκθεσης αυτοψίας, η οποία, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ίδιου διατάγματος, συνεπάγεται την κατεδάφιση της κατασκευής μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας που τάσσεται με το διάταγμα αυτό για την άσκηση ένστασης κατά της προαναφερόμενης έκθεσης ή την απόρριψη από την οικεία επιτροπή της ένστασης που τυχόν υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος.

 

4. Επειδή, στην παρούσα υπόθεση, με την πιο πάνω έκθεση αυτοψίας, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 του παραπάνω από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος διαπιστώθηκε ότι ο αιτών έχει κατασκευάσει διακοσμητικά τοιχεία από πέτρα και δύο στέγαστρα το ένα πέτρινο και το άλλο ξύλινο με στέγη από κεραμίδια και διατάχθηκε η κατεδάφιση των κτισμάτων αυτών. Εξάλλου, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η σχετική ένσταση του αιτούντος με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δήλωση αυθαιρέτου ούτε οικοδομική άδεια. Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, οι παραπάνω πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 22 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985), αφού με τις πράξεις αυτές δεν αποδίδεται στις επίμαχες κατασκευές παράβαση ουσιαστικής πολεοδομικής διάταξης αλλά μόνο έλλειψη οικοδομικής αδείας χωρίς, όμως, να βεβαιώνεται ή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι προηγήθηκε η κατά τα προαναφερόμενα έγγραφη ειδοποίηση του υπόχρεου να υποβάλει τα απαιτούμενα στοιχεία για την έκδοση σχετικής οικοδομικής αδείας. Πρέπει, επομένως, για το λόγο αυτό, τον οποίο βασίμως προβάλλει ο αιτών, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα να αποβαίνει αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Ακυρώνει την από 15-05-1987 απόφαση της κατά το άρθρο 2 παράγραφος 4 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος οικείας επιτροπής, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο να καταβάλει το ποσό των 28.000 δραχμών στον αιτούντα ως δικαστική δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21-09-989.

 

Ο Πρόεδρος του Δ'. Τμήματος

Ο Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 06-02-1990.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.