Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 603/08

ΣτΕ 603/2008


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 603/2008

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 06-10-2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Σπύρος Καραλής, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Ν. Ρόζος, Αθανάσιος Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Χρήστος Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Βιολάρης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αθανάσιος Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σπύρος Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.

 

Για να δικάσει την από 26-03-2003 αίτηση:

 

της __________ και ήδη μετά την υιοθεσία της __________, κατοίκου Άνω Καλαμακίου Αττικής, Λεωφόρος Ιωνίας, αριθμός __________, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος δεν παρέστη και 2) Δήμου Αλίμου, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Γ. Γιαννακούρου (αριθμός μητρώου 11891), που την διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή Επιτροπή.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 4586/2005 αποφάσεως του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 11499/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Νικόλαο Ρόζο.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσίβλητου Δήμου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό έντυπα γραμμάτια 500842, 500843 και 500844/2003).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 11499/2002 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε εν μέρει μόνο δεκτή αίτηση της αναιρεσείουσας και ακυρώθηκε η παράλειψη του Δήμου Αλίμου Αττικής, να εκδώσει βεβαιωτική πράξη αυτοδίκαιης εν μέρει άρσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησίας της αιτούσας στη θέση Λόφος Πανίτου Δήμου Αλίμου.

 

3. Επειδή, επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 4586/2005 απόφαση του Ε' Τμήματος του Δικαστηρίου. Με αυτήν, και αφού η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε με δήλωση επ' ακροατηρίου της πληρεξούσιας δικηγόρου της του λόγου ότι μη νομίμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θεώρησε ως παθητικής νομιμοποιούμενο και του Δήμο Αλίμου, παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν (άρθρο 14 παράγραφος 1 περίπτωση β' του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989)).

 

4. Επειδή, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983), με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών.

 

5. Επειδή, με το μεν άρθρο πρώτο του νόμου 2882/2001 (ΦΕΚ 17/Α/2001) κυρώθηκε ο Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, με το δε δεύτερο αυτό άρθρο ορίστηκε ότι η ισχύς του αρχίζει μετά την πάροδο τριών μηνών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, με το άρθρο 29 του ανωτέρω Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ορίζονται τα εξής:

 

{1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής.

 

2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 01-02-1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνο οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. ...}

 

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που είχε κηρυχθεί υπό την ισχύ του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης περί του καθορισμού της, συντελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 2882/2001, (07-05-2001 σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου), αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης, με την οποία ο ενδιαφερόμενος ζητεί να ακυρωθεί η παράλειψη αυτή και να βεβαιωθεί η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, δηλαδή το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, εφαρμοστέες δε είναι, και κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του ίδιου Κώδικα (παράβαλε ΣτΕ 1980/2005 Ολομέλεια), οι οποίες διέπουν τις εν λόγω διαφορές, υπαγόμενες, κατά τα ανωτέρω, στην αρμοδιότητα του εν λόγω διοικητικού πρωτοδικείου. Αρμοδίως, επομένως, η αίτηση της αιτούσας, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εισήχθη ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στην περιφέρεια του οποίου κείται το απαλλοτριωθέν ακίνητό της, περαιτέρω δε, εφόσον η, κατά τα προβληθέντα με την σχετική αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συντελέσθηκε μετά τις 07-05-2001, η προκείμενη διαφορά διέπεται από τις διατάξεις του ως άνω ήδη ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων.

 

6. Επειδή στο άρθρο 17 παράγραφος 2 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το από 06-04-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ 84/Α/2001) ορίζεται ότι κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Περαιτέρω, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου 17 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ... η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως.

 

Εξάλλου, στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του προαναφερομένου Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ορίζεται ότι:

 

{η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. ...}

 

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου Κώδικα:

 

{1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής.

 

2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης. Η πράξη ανάκλησης της απαλλοτρίωσης εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς.

 

3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 2717/1999) πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη.}

 

7. Επειδή, σύμφωνα με το σύστημα πολεοδόμησης του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983), την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης, η οποία, κατά τα αναφερόμενα σε προηγούμενη σκέψη, συνιστά την πράξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των ακινήτων, που καθορίζονται με τη μελέτη ως κοινόχρηστοι χώροι, ακολουθεί η σύνταξη πράξης εφαρμογής. Με την πράξη αυτή, καθορίζονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα δε με όσα προβλέπονται, ειδικότερα, στο άρθρο 48 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν και διατάξεις του ως άνω νόμου 1337/1983 (άρθρο μόνο του από 14-07-1999 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 580/Δ/1999)), τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης και προσδιορίζονται από κοινωφελείς χώρους, τακτοποιούνται οικόπεδα μη άρτια ή τμήματα ιδιοκτησιών μεγαλύτερα από την οφειλόμενη εισφορά γης και προβλεπόμενα από την πολεοδομική μελέτη ως χώροι κοινόχρηστοι ή κοινωφελών εγκαταστάσεων ή τμήματα της εισφοράς σε γη, εφόσον δεν είναι πολεοδομικώς αξιοποιήσιμα και, εάν δεν μπορούν να τακτοποιηθούν, προσκυρώνονται σε γειτονικά ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων αδιαίρετων οικοπέδων ή τμήματα διηρημένης ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, στην ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 48 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας ορίζεται ότι:

 

{... Όποιος ιδιοκτήτης δεν συμφωνεί ότι το νέο ακίνητο που του δίνεται με την πράξη εφαρμογής είναι ισάξιο με το παλαιό, μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια, όπως προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 797/1971, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 6 μηνών από την κύρωση της πράξης εφαρμογής, για να καθοριστεί δικαστικά η αξία των ακινήτων, χωρίς στο διάστημα αυτό να αναστέλλεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου,}

 

ενώ, στην παράγραφο 5 περίπτωση γ' του ίδιου άρθρου 48 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας καθορίζεται η διαδικασία σύνταξης της πράξης εφαρμογής, οριζομένου, ειδικότερα, ότι, μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής και εντός προθεσμίας που αναφέρεται σε σχετική πρόσκληση, καλούνται οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες ακινήτων της περιοχής να λάβουν γνώση της πράξεως εφαρμογής και να ασκήσουν, τυχόν, ενστάσεις.

 

Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο σύστημα πολεοδόμησης, η πράξη εφαρμογής κυρώνεται, κατά τα προβλεπόμενα στο ίδιο άρθρο 48 παράγραφος 7 περίπτωση α' του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, με απόφαση του οικείου Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο, αποτελώντας ταυτοχρόνως πράξη βεβαίωσης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα σύμφωνα με τις διατάξεις της προαναφερόμενης παραγράφου 3, οριζομένου, όμως, ειδικότερα, ότι με τη μεταγραφή επέρχονται στις ιδιοκτησίες όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές, εκτός από αυτές, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (ΦΕΚ 228/Α/1923), καθώς και του διέποντος την αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά το χρόνο εκδόσεως της διατάξεως αυτής νομοθετικό διάταγμα 797/1971 (ΦΕΚ 1/Α/1971).

 

Περαιτέρω, στην περίπτωση β' της ίδιας παραγράφου 7 του άρθρου 48 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ορίζεται ότι:

 

{αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής ο οικείος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέχονται σ' αυτούς με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της προηγούμενης περίπτωσης α'. ...}

 

Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ως άνω Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 2 περίπτωση α' του νόμου 2985/2002 (ΦΕΚ 18/Α/2002) και συμπληρώθηκε με την περίπτωση β' της ίδιας παραγράφου, ορίζεται ότι:

 

{πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.}

 

8. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, κατά τη διαδικασία έκδοσης διοικητικής πράξης, διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης ή υποχρεωτικώς επελθούσης άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή και, εφόσον πρόκειται για ρυμοτομική απαλλοτρίωση, κηρυχθείσα υπό το καθεστώς του νόμου 1337/1983, τροποποίησης της οικείας πολεοδομικής μελέτης με σκοπό την αποδέσμευση ακινήτου, απαλλοτριωθέντος για ρυμοτομικούς λόγους, δεν είναι εξεταστέα παράπονα του θιγομένου ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, σχετιζόμενα καθ' οιονδήποτε τρόπο με την προηγηθείσα πράξη εφαρμογής, όπως το ζήτημα αν το αποδοθέν στον ιδιοκτήτη έναντι της οφειλόμενης σ' αυτόν αποζημιώσεως άλλο ακίνητο είναι ισάξιο με το τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, για την αποζημίωση του οποίου έχει αποδοθεί. Τα παράπονα αυτά εξετάζονται από τη Διοίκηση κατά το στάδιο που προηγείται της κυρώσεως της πράξεως εφαρμογής, κατά το οποίο, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 48 παράγραφος 5 περίπτωση γ' του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, οι ιδιοκτήτες δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις, προτείνοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, τους οποίους, εφόσον είναι ουσιώδεις, η κυρούσα την πράξη εφαρμογής διοικητική αρχή, οφείλει να ερευνήσει ειδικώς, ενώ, κατά τα λοιπά, οι ιδιοκτήτες δικαιούνται πάντοτε, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 48 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, να προσφύγουν στα οικεία δικαστήρια, αμφισβητώντας το ισάξιο του αποδιδόμενου ακινήτου έναντι του απαλλοτριωθέντος.

 

9. Επειδή, ο θεσπιζόμενος με τα άρθρα 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος και 11 παράγραφος 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων κανόνας της αυτοδίκαιης άρσης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντέλεσής τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημίωσης ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, όπως συνάγεται τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ρυμοτομικών και λοιπών απαλλοτριώσεων, όσο και από το γεγονός ότι, ενώ η διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 2 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ρητώς εξαιρεί, μεταξύ άλλων, τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις από το κανόνα της αυτοδίκαιης ανάκλησης των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, λόγω μη υποβολής αιτήσεως δικαστικού καθορισμού της αποζημιώσεως ή μη καθορισμού της εξωδίκως εντός τετραετίας από την κήρυξή τους, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 11 δεν διαλαμβάνει παρόμοια εξαίρεση από τον προαναφερόμενο κανόνα της αυτοδίκαιης άρσης στις παραπάνω περιπτώσεις. Περαιτέρω από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν αποκλείεται μεν η τμηματική εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και, ήδη, υπό το πολεοδομικό καθεστώς του νόμου 1337/1983, των πολεοδομικών μελετών, η δυνατότητα όμως αυτή τελεί υπό την προϋπόθεση ότι συντελούνται πλήρως, εντός της τασσόμενης από τα άρθρα 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος και 11 παράγραφος 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων προθεσμίας του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των ιδιοκτησιών που εμπίπτουν στην έκταση, ως προς την οποία η πολεοδομική μελέτη εφαρμόζεται, έστω και τμηματικώς.

 

Ειδικότερα, από τον προαναφερόμενο συνταγματικό κανόνα συνάγεται ότι η ζημία που προκαλείται από την απαλλοτρίωση του συνόλου ιδιοκτησίας ενιαίας καλά την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και δεκτικής αξιοποιήσεως κατά τον προορισμό της ως τοιαύτης, ανορθώνεται πλήρως μόνον όταν η αποζημίωση καλύπτει το ανωτέρω ενιαίο σύνολο αυτής ως τοιούτο. Τούτου δε έπεται ότι μόνο η απόδοση άλλης έκτασης, έναντι της ορισθείσης αποζημίωσης, στον ιδιοκτήτη ρυμοτομούμενου ακινήτου, μετά την εκ μέρους του καταβολή της εισφοράς σε γη που αναλογεί στην ιδιοκτησία που, δεν επιφέρει τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφ' όσον δεν καταβληθεί ταυτοχρόνως ή, πάντως, εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας του ενός και ημίσεως έτους και η τυχόν υπολειπόμενη αποζημίωση χρηματική ή άλλη, ώστε να είναι αυτή πλήρης.

 

Συνέπεια δε τούτου είναι να καθίσταται, στην περίπτωση αυτή, επιβεβλημένη η άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στο σύνολό της, είναι δε άλλο το ζήτημα της τύχης του ακινήτου, το οποίο έχει αποδοθεί στον ιδιοκτήτη του ρυμοτομηθέντος έναντι της αποζημίωσης, την οποία αυτός δικαιούται. Η πλήρης και ανεμπόδιστη εφαρμογή του εν λόγω συνταγματικού κανόνα απετέλεσε, άλλωστε, μέλημα και του κοινού νομοθέτη, ο οποίος με το άρθρο 48 παράγραφος 7 περιπτώσεις α και β και Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας προέβλεψε αφενός μεν ότι η μεταγραφή της κυρωτικής της πράξης εφαρμογής απόφασης του Νομάρχη δεν επιφέρει στις οικείες ιδιοκτησίες μεταβολές, για την επέλευση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες στη νομοθεσία περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (νομοθετικό διάταγμα 797/1971) διαδικασίες, αφετέρου δε ότι τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής δεν μπορούν να καταληφθούν παρά μόνον εφόσον έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις.

 

Τούτο δε διότι η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης προϋποθέτει την καταβολή αποζημιώσεως, αναφερομένης σε ακέραιο το απαλλοτριωμένο ακίνητο (παράβαλε ΣτΕ 4359/1976 Ολομέλεια 3607/1974 Ολομέλεια κ.ά.), εφόσον αυτό συνιστά ενιαία ιδιοκτησία, δεκτική αξιοποίησης με το μορφή της αυτή στο σύνολό της, από την οποία ο ιδιοκτήτης πορίζεται κατά το χρόνο κήρυξής της απαλλοτρίωσης ή προσδοκά να αποκομίσει τη νόμιμη ωφέλεια, η δε απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία συνιστά, κατά κανόνα, ενιαίο σύνολο, διαφοροποιούμενο ουσιωδώς του αθροίσματος των επιμέρους τμημάτων, στα οποία θα μπορούσε αυτή να κατακερματισθεί.

 

Εξάλλου, η αναγνώριση της δυνατότητας τμηματικής συντέλεσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενιαίας ιδιοκτησίας με συνέπεια, την τιμητική άρση της απαλλοτρίωσης, μόνο, δηλαδή, κατά το μέρος που αυτή δεν έχει συντελεσθεί, πέραν του γεγονότος ότι θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη μέρους της ενιαίας ιδιοκτησίας του, ενδεχομένως, αμελητέας πλέον αξίας, και ότι, η απόδοση αυτή θα ήταν, άλλωστε, δυσχερής ή και αδύνατη, αφού δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να εξατομικευθεί το συγκεκριμένο τμήμα της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, με συνέπεια να μην καταβληθεί τελικώς στον ιδιοκτήτη παρά μερική αποζημίωση, κατά παράβαση της προαναφερόμενης συνταγματικής διάταξης, δεν θα εναρμονιζόταν εντέλει ούτε με τη συνταγματική επιταγή της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της Χώρας, αφού, και αν ακόμη το τμήμα της ενιαίας ιδιοκτησίας, ως προς το οποίο αίρεται η απαλλοτρίωση, μπορούσε να εντοπισθεί και να αποδοθεί αυτό και μόνο στον ιδιοκτήτη, η μερική άρση θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα κατάληψης από αυτόν ενός ή περισσότερων διάσπαρτων τμημάτων κοινοχρήστου χώρου, ο οποίος, όμως, οφείλει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος, να είναι, καταρχήν, ενιαίος και αδιάσπαστος, χωρίς να παρεμβάλλονται επιμέρους χώροι άλλων προορισμών και χρήσεων.

 

Κατά τη γνώμη όμως, των Συμβούλων Ι. Μαντζουράνη, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου και Γ. Ποταμιά, εφ' όσον στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου αποδοθεί ακίνητο έναντι της οφειλόμενης σ' αυτόν αποζημίωσης, η απαλλοτρίωση συντελείται κατά το αντίστοιχο μέρος, η δε παράλειψη του υπόχρεου να καταβάλει την, τυχόν, απομένουσα αποζημίωση ως χρήμα δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαια άρση της απαλλοτρίωσης αυτής στο σύνολό της, ακόμη, δηλαδή, και ως προς το μέρος της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας, για το οποίο καταβλήθηκε η ορισθείσα αποζημίωση εντός της τασσόμενης από το άρθρο 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος προθεσμίας του ενός και ημίσεος από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης. Τούτο δε διότι το άρθρο 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχον την έννοια ότι σε περίπτωση μερικής μόνον συντέλεσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης συντρέχει υποχρέωση άρσης της απαλλοτρίωσης αυτής για το σύνολο του ακινήτου, δεδομένου ότι, εφόσον ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός της Χώρας, βασική πλευρά του οποίου αποτελεί η κατάρτιση σχεδίων πόλεων και η εκπόνηση πολεοδομικών μελετών, συνεπάγεται την κήρυξη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων των ιδιοκτησιών, οι οποίες καθορίζονται ως κοινόχρηστοι χώροι, οι αναγκαστικές αυτές απαλλοτριώσεις είναι υποτελείς στον πολεοδομικό, εν προκειμένω, σχεδιασμό, με συνέπεια, να έλκονται επ' αυτών σε εφαρμογή πρωτίστως οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν σε συνταγματική επιταγή τη διαμόρφωση και, στη συνέχεια, την προστασία, του βιώσιμου οικιστικού περιβάλλοντος, καταλείποντας πεδίο συμπληρωματικής μόνον εφαρμογής του άρθρου 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος. Τούτου δε έπεται ότι οι διατάξεις αυτές του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων και του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ερμηνευόμενες σύμφωνα με την έννοια που δίδεται, κατά τα ανωτέρω, στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, δεν αποκλείουν την μερική συνέλευση της απαλλοτριώσεως και, κατά συνέπεια, επιβάλλουν την άρση της μόνον κατά το μέρος που δεν έχει συντελεσθεί. Τούτο δε διότι στις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, η τυχόν απόδοση στον ιδιοκτήτη του συνόλου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, τμήμα του οποίου ενδέχεται, κατά τα ανωτέρω, να έχει προσκυρωθεί σε άλλο ακίνητο, θα επέφερε σταδιακή αποδιάρθρωση και, εν τέλει, ανατροπή των ρυθμίσεων της πράξης εφαρμογής που έχει εκδοθεί κατά τις διατάξεις του νόμου 1337/1983. Αν δε, περαιτέρω, το τμήμα του ακινήτου, ως προς το οποίο αίρεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, δεν έχει χρησιμότητα για τον ιδιοκτήτη ή αν η αξία του τμήματος αυτού είναι μειωμένη, σε σχέση με εκείνη που είχε ως μέρος του συνόλου του ακινήτου δικαιούται αυτός ιδιαίτερη αποζημίωση κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, στο οποίο ορίζεται ότι:

 

{εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί ή το τμήμα αυτό να γίνει άχρηστο για τη χρήση που προορίζεται, με την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για το απαλλοτριούμενο τμήμα προσδιορίζεται και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη, η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο.}

 

10. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ 5/1995), το Δικαστήριο εκείνο δεν έχει, κατά την έννοια του άρθρου 100 παράγραφος 1 περίπτωση ε του Συντάγματος δικαιοδοσία για την άρση αμφισβητήσεων για την έννοια διατάξεων του ίδιου του Συντάγματος, αν γι' αυτές εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, παρά μόνον για την έννοια διατάξεων τυπικών νόμων. Εξ άλλου, η διατυπωθείσα στην προηγουμένη σκέψη κρίση του Δικαστηρίου εκφέρεται καθ' ερμηνεία, προεχόντως, του άρθρου 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με άλλες συνταγματικές διατάξεις. Με τα δεδομένα αυτά, και ανεξαρτήτως εάν αποφάσεις του Αρείου Πάγου άγονται σε αντίθετη ερμηνεία των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων ή αν ερμηνεύουν και διατάξεις τυπικών νόμων, δεν συντρέχει, πάντως, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νόμιμη περίπτωση παραπομπής, κατά το άρθρο 48 παράγραφος 2 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 345/1976 (ΦΕΚ 141/Α/1976), της υπό κρίση υποθέσεως στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για τον ως άνω λόγο. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Α. Σακελλαροπούλου, Ε. Αναγνωστοπούλου και Ε. Νίκα, οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι η κατά τα ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου εκφέρεται, προεχόντως, καθ' ερμηνεία διατάξεων τυπικών νόμων, ότι αποφάσεις του Αρείου Πάγου έχουν αχθεί σε αντίθετη ερμηνεία των αυτών νομοθετικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατά τις ως άνω διατάξεις, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.

 

11. Επειδή, κατά τον νόμο (άρθρα 44 και 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), τα ρυμοτομικά σχέδια και οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται κατά ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η σημασία της πράξης αυτής και οι επιπτώσεις της τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον, όσο και στο συμφέρον των πληττομένων ιδιοκτητών επιβάλλουν, σύμφωνα, άλλωστε, με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, την έκδοση αντίθετης πράξης από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την ανάκληση ή άρση της. Για τους ίδιους λόγους, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως με σχετική ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αφού με τη θέσπιση της διαδικασίας του ανωτέρω άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ο νομοθέτης απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοίκησης και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, όχι δε και στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία έγκρισης και τροποποίησης των ρυμοτομικών σχεδίων.

 

Κατ' ακολουθίαν αυτών, ο ιδιοκτήτης απαλλοτριωθέντος ακινήτου μπορεί, σε περίπτωση μη συντέλεσης της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, να επιδιώξει δικαστική προστασία για την αποδέσμευση του ακινήτου του κατά πρώτον με την υποβολή αίτησης για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, καθώς και με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να αποδεσμεύσει την ιδιοκτησία του δια τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης. Η ισχύουσα μέχρι τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων νομοθεσία διέκρινε σαφώς μεταξύ των δύο αυτών δικαστικών διαδικασιών, υπάγοντας τις σχετικές διαφορές στη δικαιοδοσία διαφορετικών δικαστηρίων.

 

Έτσι, η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης ή ανάκλησης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ανήκε στη δικαιοδοσία του (πολιτικού) Εφετείου, δυνάμει των άρθρων 11 παράγραφος 4 και 19 - 22 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 και, στη συνέχεια, περιήλθε, ως διοικητική διαφορά ουσίας, στην δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου, κατά τα κριθέντα με την 83/1997 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ήδη δε, σύμφωνα με το άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, τη σχετική αρμοδιότητα έχει το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Αντιθέτως, από την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, καθιστούσε επιβεβλημένη η μη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ανέκυπτε ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα αρχικώς του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη συνέχεια, σύμφωνα με τα άρθρα 29 παράγραφος 1 του νόμου 2721/1999 (ΦΕΚ 112/Α/1999) και 1 παράγραφος 1 του νόμου 2944/2001 (ΦΕΚ 222/Α/2001), στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου και, τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 της από 21-12-2001 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 288/Α/2001), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2990/2002 (ΦΕΚ 30/Α/2002), στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, δηλαδή, και πάλι του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου.

 

Έτσι, το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, έχει ήδη καταστεί αρμόδιο για τη διάγνωση των διαφορών που γεννώνται στο πλαίσιο αμφοτέρων των παραπάνω διαδικασιών, δηλαδή, τόσο για την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης ή της πράξης, με την οποία η οικεία διοικητική αρχή αρνείται ρητώς την έκδοση παρόμοιας πράξης, όσο και για την ακύρωση της παράλειψης της αρμόδιας διοικητικής αρχής να τροποποιήσει το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ή την πολεοδομική μελέτη.

 

Υπό τα δεδομένα αυτά, και την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ερμηνευόμενου υπό το φως της αρχής της οικονομίας της δίκης, δεν συντρέχει, πλέον, λόγος διεξαγωγής δύο δικών, η κάθε μία από τις οποίες θα αφορούσε στις παραπάνω αντίστοιχες ενέργειες, στις οποίες υποχρεούται να προβεί η Διοίκηση για την αποδέσμευση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, αφού και η βεβαίωση της επελθούσας αυτοδίκαιης άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης θα καθιστά υποχρεωτική, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, την τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, με την οποία παρέχεται πλήρης έννομη προστασία στον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και ικανοποιείται τελικώς το αίτημα αποδέσμευσης του ακινήτου αυτού.

 

Είναι, εξάλλου, κατά τούτο, αδιάφορο το γεγονός ότι, υπό το προϊσχύσαν του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων νομοθετικό καθεστώς, οι διαφορές αυτές είχαν διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης είχαν το χαρακτήρα διοικητικών διαφορών ουσίας, ως προς δε την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην ενδεικνυόμενη τροποποίηση του οικείου σχεδίου πόλεως, το χαρακτήρα ακυρωτικών διαφορών. Περαιτέρω, οι εν λόγω διοικητικές διαφορές, οι οποίες ήδη, υπό την ισχύ του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, μπορεί να άγονται ενώπιον του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου είτε μόνον ως προς την παράλειψη ή τη ρητή άρνηση έκδοσης βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης, είτε μόνον ως προς την υποχρέωση της Διοίκησης να τροποποιήσει το οικείο σχέδιο πόλεως ή την πολεοδομική μελέτη είτε, τέλος, ως προς αμφότερα τα ζητήματα αυτά, αν με τη σχετική αίτηση του ιδιοκτήτη επιδιώκεται ταυτοχρόνως τόσο η βεβαίωση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, όσο και η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, οργανώνονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας, εκδικαζόμενες, σύμφωνα με το άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1, εφαρμόζεται κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι δε εκδιδόμενες σχετικώς αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ως άνω άρθρο 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων ως ανέκκλητες, υπόκεινται μόνο στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 2754/1994 Ολομέλεια).

 

Άλλωστε, δεν θα ήταν νοητό οι διαφορές αυτές να αποτελούν, κατά το ένα σκέλος τους, διαφορές ουσίας και, κατά το άλλο, ακυρωτικές διαφορές και οι σχετικές αποφάσεις του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να υπόκεινται, κατά το μέρος που επιλύουν διαφορά ουσίας, στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και, κατά το μέρος που επιλύουν ακυρωτική διαφορά, σε έφεση. Το γεγονός δε ότι οι εν λόγω διαφορές εκδικάζονται, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ως διοικητικές διαφορές ουσίας στο σύνολό τους, ακόμη, δηλαδή, και ως προς την παράλειψη της Διοίκησης να προβεί σε τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης, η οποία, κατά τα αμέσως προαναφερόμενα, εκδικαζόταν ανέκαθεν κατά το παρελθόν ως ακυρωτική διαφορά, δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα του αρμόδιου τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου να προβεί το ίδιο στην προσήκουσα ρυμοτομική ρύθμιση, αλλά, αν γίνει δεκτή η αίτηση του θιγομένου ιδιοκτήτη να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοίκησης να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση, το δικαστήριο οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου, αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, α) είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, β) εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση, είτε, τέλος, γ) να θεωρήσει ότι η ιδιοκτησία αυτή παραμένει, για νόμιμο λόγο (π.χ. δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού ή ρέματος κ.λ.π.), εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού, οπότε και δεν υποχρεούται σε εισφορά γης και χρήματος.

 

Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Σακελλαρίου και Ν. Ρόζου, εφ' όσον, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 4, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με την κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών, η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης αυτής συνεπάγεται και το ως προς το ακίνητο τούτο ανίσχυρο του σχεδίου με το οποίο καθορίζεται ως κοινόχρηστος χώρος, περιερχομένου στην προ της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης κατάστασή του. Τούτου δε έπεται ότι η όλη διαδικασία αποδέσμευσης από τα ρυμοτομικά βάρη ιδιοκτησίας, η οποία απετέλεσε αντικείμενο ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, που δεν συντελέσθηκε εντός ενός και ημίσεως έτους από την έκδοση της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού αποζημίωσης, περιλαμβάνει ένα και μόνο στάδιο και εξαντλείται στην έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της εν λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Εφόσον εκδοθεί παρόμοια βεβαιωτική πράξη ή, σε περίπτωση που η Διοίκηση παραλείπει ή αρνείται να προβεί στην έκδοσή της, εφόσον εκδοθεί απόφαση του ήδη αρμοδίου τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ή η πολεοδομική μελέτη καθίστανται ανίσχυρα, κατά το μέρος που καθορίζουν το ακίνητο του θιγομένου ιδιοκτήτη ως κοινόχρηστο χώρο, η δε ιδιοκτησία, στην οποία αφορά η εκδοθείσα διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση θεωρείται ότι έχει πλήρως αποδεσμευτεί. Περαιτέρω, η διαφορά που γεννάται από την παράλειψη ή την άρνηση της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συνιστά, και κατά την γνώμη αυτή, διοικητική διαφορά ουσίας, η δε επ' αυτής απόφαση του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, με την οποία η σχετική διαφορά επιλύεται στο σύνολό της χωρίς να καταλείπεται περαιτέρω πεδίο δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης, υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως.

 

12. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς λόγω ρυμοτομίας οικόπεδο ιδιοκτησίας της αιτούσας. Για την εφαρμογή της σχετικής πολεοδομικής μελέτης εκδόθηκε η Μ5Β/1996 πράξη εφαρμογής, με την οποία ορίσθηκε ότι από την απαλλοτριούμενη έκταση της ιδιοκτησίας της αιτούσας, το εμβαδόν της οποίας ήταν 525,75 m2, εκείνη όφειλε εισφορά σε γη 82,70 m2 και, συνεπώς, εδικαιούτο να λάβει έκταση (525,75 - 82,70) =περίπου 443 m2 Έναντι της εκτάσεως αυτής αποδόθηκε στην αιτούσα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του 03Ν οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 770,60 m2, του οικοδομικού τετραγώνου Γ - 567. Ως προς το υπόλοιπο τμήμα της απαλλοτριούμενης εκτάσεως της ιδιοκτησίας της αιτούσας, το οποίο απέμενε μετά την αφαίρεση της εισφοράς σε γη (525,75 - 82,70)= 443 m2 περίπου και, στη συνέχεια, του τμήματος για το οποίο έχει αποζημιωθεί (770,60 x 50% = 385,3 m2), δηλαδή έκταση εμβαδού (443 - 385,3 =) 57,7 m2, ορίσθηκε με την ως άνω πράξη εφαρμογής ότι εκείνη θα αποζημιωθεί σε χρήμα. Κατόπιν τούτου, η αιτούσα υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας, εκδόθηκε δε η 658/2000 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, με την οποία καθορίσθηκε το ποσό των 170.000 δραχμών ως τιμή τετραγωνικού μέτρου, ενώ, στη συνέχεια, εκδόθηκε η 1990/2000 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία η αναιρεσείουσα αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος της προαναφερόμενης αποζημίωσης.

 

Με την από 20-03-2002 αίτησή της προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών η αιτούσα προέβαλε ότι η καταβληθείσα σ' αυτήν αποζημίωση δεν ήταν πλήρης, και τούτο για δύο λόγους: αφενός μεν διότι το ακίνητο που της αποδόθηκε (770,60 x 50% = 385,3 m2) έναντι της συνολικώς οφειλομένης στην ίδια αποζημιώσεως ήταν σαφώς χαμηλότερης αξίας, σε σχέση με το αντίστοιχο τμήμα του απαλλοτριωθέντος, αφετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε καταβλήθηκε σ' αυτήν η ορισθείσα αποζημίωση για το υπόλοιπο τμήμα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου της, εμβαδού 57,7 m2, για την καταβολή της οποίας, σύμφωνα με την ως άνω πράξη εφαρμογής, υπόχρεος ήταν ο Δήμος Αλίμου. Ζήτησε, κατόπιν αυτού, από το Διοικητικό Πρωτοδικείο α) να ακυρωθεί η παράλειψη της Διοίκησης να βεβαιώσει την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της, συντελεσθείσα, κατά τους ισχυρισμούς της, με την άπρακτη πάροδο τετραμήνου από τη λήξη της προθεσμίας του ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης, την οποία τάσσει το άρθρο 17 παράγραφος 4 του Συντάγματος, για την καταβολή της β) να βεβαιωθεί από το δικαστήριο η επέλευση της αυτοδίκαιης άρσης της ίδιας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και γ) να υποχρεωθεί η Διοίκηση να προβεί στην τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, την οποία καθιστά, κατά τους ισχυρισμούς της, επιβεβλημένη η ως άνω αυτοδίκαιη άρση, αποχαρακτηρίζοντας την ιδιοκτησία της αιτούσας από κοινόχρηστο χώρο πρασίνου και χαρακτηρίζοντας την ιδιοκτησία αυτή ως οικοδομήσιμο χώρο. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού έκρινε ότι η αμφισβήτηση, ως προς το ισάξιο του αποδοθέντος στην αιτούσα ακινήτου προς το τμήμα της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας της, για την αποζημίωση του οποίου είχε αποδοθεί, απαραδέκτως είχε εγερθεί στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, υπαγόμενη, κατά το άρθρο 12 παράγραφος 3 του νόμου 1337/1983 (άρθρο 48 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), στα, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έχοντα δικαιοδοσία, βάσει του νομοθετικού διατάγματος 797/1971, πολιτικά δικαστήρια, αναγνώρισε, κατά μερική αποδοχή της αιτήσεως, ότι επήλθε αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου της αιτούσας, μόνον, όμως, κατά το μέρος, που αφορά στο τμήμα των 57,7 m2 της ιδιοκτησίας της, ως προς το οποίο δεν είχε συντελεσθεί, κατά τα ανωτέρω, η αναγκαστική απαλλοτρίωση, ακύρωσε δε την παράλειψη του Δήμου Αλίμου να εκδώσει πράξη βεβαιωτική της αυτοδίκαιης άρσης της εν λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μόνο κατά το μέρος αυτό, ενώ, κατά τα λοιπά, απέρριψε το αίτημα της αιτούσας να υποχρεωθεί η Διοίκηση να τροποποιήσει την ως άνω πολεοδομική μελέτη, κατά το αντίστοιχο με την ιδιοκτησία της μέρος, με τη σκέψη ότι δεν είχε δικαιοδοσία για το θέμα αυτό. Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα ζητεί την αναίρεση της εν λόγω απόφασης, κατά το μέρος που απέρριψε την αίτησή της.

 

13. Επειδή ο εμμέσως προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο μη νομίμως απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι ισχυρισμοί της αιτούσας, σύμφωνα με τους οποίους η αξία του αποδοθέντος σ' αυτήν ακινήτου υπολειπόταν της αξίας του τμήματος της απαλλοτριωθείσης ιδιοκτησίας της, για την αποζημίωση του οποίου είχε αυτό αποδοθεί, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό, αναγόμενο στη νομιμότητα της πράξης εφαρμογής, δεν μπορούσε, πράγματι, όπως ορθώς, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, δέχθηκε το δικαστήριο, να εξετασθεί κατά τη διαδικασία διαπίστωσης της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας αυτής.

 

14. Επειδή ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποία μη νομίμως το διοικητικό πρωτοδικείο ακύρωσε την παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας της αιτούσας, μόνο κατά το μέρος που αφορούσε τμήμα της ιδιοκτησίας αυτής, εμβαδού 57,7 m2, ως προς το οποίο δεν καταβλήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας του ενός και ημίσεως έτους από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης η οικεία αποζημίωση και, περαιτέρω, αναγνώρισε την επέλευση της αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, μόνο κατά το μέρος αυτό, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, η απαλλοτρίωση του ακινήτου της έπρεπε να αναγνωρισθεί ότι είχε στο σύνολό της αυτοδικαίως αρθεί, δεδομένου ότι η καταβληθείσα σ' αυτήν αποζημίωση δεν ήταν πλήρης, αφού δεν κάλυπτε το τμήμα εμβαδού 57,7 m2 της ιδιοκτησίας της, με συνέπεια να μην επιφέρει συντέλεση της απαλλοτρίωσης αυτής και για το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου, παρίσταται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ένατη σκέψη, ως βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Βάσιμος, επίσης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη δέκατη σκέψη, είναι και ο λόγος αναιρέσεως ότι, μετά την ακύρωση της παράλειψης της Διοίκησης να εκδώσει την ως άνω βεβαιωτική πράξη, το δικαστήριο όφειλε να επιληφθεί του ζητήματος της τροποποίησης της πολεοδομικής μελέτης, κατά το μέρος που αναφέρεται στην ιδιοκτησία της αιτούσας, να ακυρώσει δε τη σχετική παράλειψη, αναπέμποντας την υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί, εφόσον συντρέχει νόμιμος περίπτωση, στην εν λόγω τροποποίηση. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Σακελλαρίου και Ν. Ρόζου, συνέπεια της ακυρώσεως της ανωτέρω παραλείψεως της Διοικήσεως είναι ότι η πολεοδομική μελέτη, με την οποία ρυμοτομήθηκε το οικόπεδο της αιτούσας με τον καθορισμό του ως κοινόχρηστου χώρου κατέστη ανίσχυρη, κατά τούτο, το οικόπεδο δε αυτό περιήλθε στην προ της ανωτέρω, ακυρωθείσης απαλλοτριώσεως, κατάστασή του. Τούτου δε παρέπεται ότι δεν νοείται αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί σε τροποποίηση ανίσχυρου σχεδίου πόλεως.

 

14. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση και, εφ' όσον η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη, κατά το πραγματικό, να κρατηθεί, να δικασθεί κατ' ουσίαν η από 20-03-2002 αίτηση της αιτούσας, να γίνει δεκτή κατά τα εκτεθέντα στις σκέψεις 9 και 10, να ακυρωθεί η παράλειψη του Δήμου Αλίμου Αττικής να εκδώσει βεβαιωτική πράξη αυτοδίκαιας ανάκλησης της απαλλοτρίωσης του συνόλου της ιδιοκτησίας της αιτούσας, να αποδοθεί σε αυτήν και το υπόλοιπο ήμισυ του ήδη αποδοθέντος σε αυτήν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ημίσεος του παραβόλου, κατ' εκτίμηση δε των περιστάσεων να απαλλαγούν εν όλω οι αναιρεσίβλητοι από τη δικαστική δαπάνη της πρωτόδικης δίκης (άρθρο 275 παράγραφος 1 εδάφιο πέμπτο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου [Ν] 2717/1999, (ΦΕΚ 97/Α/1999)) και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί, εφ' όσον συντρέχει νόμιμη περίπτωση, σε τροποποίηση της οικείας πολεοδομικής μελέτης ή, εάν θεωρήσει ότι η ιδιοκτησία της αιτούσας δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν, στην απαλλαγή της από την εισφορά της γης και χρήματος.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Αναιρεί την 11499/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αναιρέσεως.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο και το Δήμο Αλίμου ισομερώς την καταβολή της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας, η οποία ανέρχεται για την κατ' αναίρεση δίκη σε 460 €.

 

Διακρατεί την υπόθεση.

 

Δέχεται την αίτηση της αιτούσας.

 

Ακυρώνει την παράλειψη του Δήμου Αλίμου Αττικής να εκδώσει βεβαιωτική πράξη αυτοδίκαιης άρσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του συνόλου της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας, η οποία έχει έκταση 443 m2 ύστερα από την αφαίρεση εισφοράς σε γη.

 

Αναγνωρίζει ότι επήλθε αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του ημίσεος του παραβόλου, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Απαλλάσσει εν όλω το Δημόσιο και το Δήμο Αλίμου Αττικής από την καταβολή της δικαστικής δαπάνης της πρωτόδικης δίκης, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 08-12-2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15-02-2008.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.