Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1306/00

ΣτΕ 1306/2000


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1306/2000

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 29-09-1999, με την εξής σύνθεση: Σ. Σαρηβαλάσης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σ. Ρίζος, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αθανάσιος Ράντος, Σύμβουλοι, Μ. Καραμανώφ, Ι. Καπελούζος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε' Τμήματος.

 

Δια να δικάσει την από 04-01-1999 αίτηση:

 

των: 1) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας, 2) __________, 3) __________, κατοίκων Αργοστολίου Κεφαλληνίας, οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους: 1) Παν. Γεράκη (Αριθμός Μητρώου 000006) και 2) Παν. Λαζαρέτο (Αριθμός Μητρώου 14), που τους διόρισαν με πληρεξούσιο, 4) __________, κατοίκου Αργοστολίου Κεφαλληνίας, ο οποίος δεν παρέστη, 5) __________ και 6) __________, κατοίκων Αργοστολίου Κεφαλληνίας, οι οποίοι παρέστησαν με τους ιδίους ως άνω δικηγόρους: 1) Παν. Γεράκη και 2) Παν. Λαζαρέτο, που τους διόρισαν με πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Ευστράτιο Συνοίκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

και κατά του παρεμβαίνοντος Δήμου Αργοστολίου, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Αγγελική Χαρακόπου (Αριθμός Μητρώου 1280), που την διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή Επιτροπή.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες ζητούν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 1113494/8513/Β0010/1998 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 872/Δ/1998).

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητού, Συμβούλου Ν. Ρόζου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξουσία του παρεμβαίνοντος Δήμου και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου,

 

Είδε τα σχετικά έγγραφα και

 

σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα εισπράξεως 7166931 και 7166932/1999 Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Αργοστολίου) και το παράβολο (ειδικό έντυπο γραμμάτιο 1013367/1999).

 

2. Επειδή με την από 04-05-1998 έκθεση της Επιτροπής του άρθρου 100 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 284/1988 Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ 128/Α/1988) καθορίστηκαν τα όρια αιγιαλού, παλαιού αιγιαλού και παραλίας στη θέση Κούταβος του Δήμου Αργοστολίου και της Κοινότητας Φαρακλάτων (νομού Κεφαλληνίας). Η έκθεση αυτή επικυρώθηκε με την 1113494/8513/Β0010/1998 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 872/Δ/1998) εντολή του υπογραφομένη από το Γενικό Διευθυντή Δημοσίας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων. Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ότι είναι ιδιοκτήτες εκτάσεων που καταλαμβάνονται από τα ανωτέρω όρια ζητούν την ακύρωση της προαναφερομένης υπουργικής αποφάσεως.

 

3. Επειδή από τους αιτούντες όλοι εκτός από τον τέταρτο παραδεκτώς ομοδικούν, δεδομένου ότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή πραγματική και νομική αιτία. Εξ άλλου η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και με προφανές έννομο συμφέρον αν και κατατέθηκε την 62η ημέρα από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφ' όσον η 60η ημέρα (02-01-1999) ήταν αργία (Σάββατο).

 

4. Επειδή το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως φέρει, εκτός από την υπογραφή του δικηγόρου Παν. Γεράκη και τρεις δυσανάγνωστες υπογραφές και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν την υπέγραφε ο τέταρτος από τους αιτούντες (__________) και εάν, συνεπώς, την έχει νομιμοποιήσει κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 27 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 24 του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 2479/1997 (ΦΕΚ 67/Α/1997). Συνεπώς η αίτηση, κατ' άρθρο 27 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2)α του άρθρου 4 του νόμου [Ν] 2479/1997 (ΦΕΚ 67/Α/1997), πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν ως απαράδεκτη.

 

5. Επειδή με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως ο Δήμος Αργοστολιωτών, όχι μόνο διότι στην περιοχή του υπάρχει η επίδικη θέση Κούταβος αλλά και διότι έχει εκπονήσει μελέτη με αντικείμενο την αναβάθμιση και αξιοποίηση της ανωτέρω θέσεως.

 

6. Επειδή ο αναγκαστικός νόμος 2344/1940 Περί αιγιαλού και παραλίας (ΦΕΚ 154/Α/1940) ορίζει ότι:

 

{ο αιγιαλός, ήτοι η περιστοιχούσα την θάλασσαν χερσαία ζώνη, η βρεχόμενη από τις μέγιστες πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων, είναι κτήμα κοινόχρηστο ... (άρθρο 1), ότι:

 

ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού γίνεται υπό ... Επιτροπής ... (άρθρο 2 παράγραφος 1) και μάλιστα:

 

επί τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος ... (άρθρο 2 παράγραφος 2) και ότι η Επιτροπή:

 

εις περίπτωσιν καθ' ην ένεκα προσχώσεων ή άλλων αιτίων είναι εμφανές ότι καθ' ον χρόνον ενεργείται ο καθορισμός ο αιγιαλός είναι διάφορος του εις το παρελθόν τοιούτου ... προβαίνει εις τον καθορισμό του παλαιού αιγιαλού ... (άρθρο 2 παράγραφος 3). Ορίζει επίσης ότι:

 

η έκθεσις της ... Επιτροπής μετά του διαγράμματος επικυρούμενα υπό του Υπουργού των Οικονομικών κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού συντάσσονται εις τριπλούν (άρθρο 3 παράγραφος 1), ότι:

 

όπου ο αιγιαλός δεν μπορεί λόγω της φύσεως της συνεχόμενης ξηράς να εξυπηρετήσει το σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού, επιτρέπεται η διαπλάτυνσή του με την πρόσθεση λωρίδας γης ... (άρθρο 5 παράγραφος 1, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 παράγραφος 5 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983)) καθώς και ότι:

 

η κατά την προηγουμένη παράγραφο προσαυξάνουσα τον αιγιαλό λωρίδα γης καλείται στον παρόν νόμο παραλία (άρθρο 5 παράγραφος 2).

 

Εξάλλου, με την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόμου 2386/1996 (ΦΕΚ 43/Α/1996) προστέθηκε στον ανωτέρω αναγκαστικό νόμο 2344/1940 άρθρο 26Α, το οποίο ορίζει ότι:

 

{οι όχθες των πλεύσιμων ποταμών και μεγάλων λιμνών, δηλαδή η χερσαία ζώνη που περιστοιχίζει αυτούς, η οποία βρέχεται από τις μέγιστες αλλά συνήθεις αναβάσεις των υδάτων τους, είναι κτήματα κοινόχρηστα ... (παράγραφος 1), ότι:

 

... επιτρέπεται η διαπλάτυνση της όχθης της προηγουμένης παραγράφου με την προσθήκη λωρίδας γης ... (παράγραφος 2), η οποία:

 

καλείται παρόχθια ζώνη (παράγραφος 3), ότι:

 

οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί καθορισμού της οριογραμμής αιγιαλού και παραλίας και του παλαιού αιγιαλού ... εφαρμόζονται αναλόγως και για τις όχθες και τις παρόχθιες ζώνες των μεγάλων λιμνών (παράγραφος 4) και, τέλος, ότι:

 

προκειμένου να καθορισθεί η οριογραμμή όχθης ή παρόχθιας ζώνης, αντί του λιμενάρχη, στην αρμόδια Επιτροπή συμμετέχει ως μέλος ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Γεωργίας της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (παράγραφος 5).}

 

7. Επειδή, κατά την έννοια των αναφερομένων στην προηγουμένη σκέψη διατάξεων, όχθη μεγάλης λίμνης υφίσταται κάθε φορά που χερσαία ζώνη περιστοιχίζει πανταχόθεν σημαντική συλλογή γλυκέων ή υφάλμυρων υδάτων η οποία δεν επικοινωνεί με τη θάλασσα. Αντιθέτως, αιγιαλός υφίσταται κάθε φορά που χερσαία ζώνη περιστοιχίζει θαλάσσια έκταση, ανεξαρτήτως της μορφής πτυχώσεως της ακτής, κατ' αναλογία δε και λιμνοθάλασσα, δηλαδή αλμυρή ή υφάλμυρη και αβαθή έκταση η οποία έχει περιορισμένη επικοινωνία με τη θάλασσα, είτε λόγω της υπάρξεως στενών λωρίδων γης στο άνοιγμά της είτε λόγω χωρισμού της από αυτήν με στενή λωρίδα γης (παράβαλε ΣτΕ 3738/1986).

 

8. Επειδή εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και, ειδικότερα, από την από Ιουνίου 1996 οικολογική μελέτη του θαλασσίου οικοσυστήματος της λιμνοθάλασσας Κουτάβου του Πανεπιστημίου Πατρών και τον τόμο Ι της από Μαρτίου 1997 μελέτης με αντικείμενο την καταγραφή και αξιολόγηση βασικών οικολογικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Κουτάβου Κεφαλλονιάς του ίδιου Πανεπιστημίου, ο Κούταβος αποτελεί λιμνοθάλασσα, διότι ευρίσκεται στο νότιο τμήμα του κόλπου του Αργοστολίου, του οποίου αποτελεί το μυχό, χωρίζεται δε από τον κόλπο αυτό με τη γέφυρα του Δράπανου, στηριζομένη σε πέτρινα βάθρα και τόξα που επιτρέπουν την εν μέρει κυκλοφορία θαλασσίου ύδατος μέσα σε αυτόν. Η καθίζηση μάλιστα 18 από τα 22 τόξα επικοινωνίας κατά τους σεισμούς του 1993 περιόρισαν σημαντικά την επικοινωνία των νερών του Κούταβου με τα νερά του υπόλοιπου κόλπου. Υπάρχουν δε πηγές στο νοτιοανατολικό τμήμα του, ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 0.4 έως 1.45 m και η βιοκοινωνία του είναι χαρακτηριστική μιας λιμνοθάλασσας. Υπό τα δεδομένα αυτά υφίσταται κατά την έννοια του νόμου αιγιαλός και όχι όχθη και, συνεπώς, συνέτρεχε νόμιμη προϋπόθεση για τον καθορισμό παλαιού αιγιαλού και παραλίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 5 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, και μάλιστα για δεύτερη φορά, δεδομένου ότι όμοιος καθορισμός είχε γίνει με την 5113/1977 απόφαση του Νομάρχη Κεφαλληνίας (ΦΕΚ 550/Δ/1997). Εκ των προεκτιθέμενων παρέπεται ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο ο Κούταβος αποτελεί λίμνη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

9. Επειδή με το μεν άρθρο 101 του Συντάγματος ορίζεται ότι:

 

{1. Η διοίκηση του Κράτους οργανώνεται κατά το αποκεντρωτικό σύστημα.

 

2. ...

 

3. Τα περιφερειακά κρατικά όργανα έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα επί των υποθέσεων της περιφέρειας των, οι δε κεντρικές υπηρεσίες, πλην ειδικών αρμοδιοτήτων, την γενική κατεύθυνση, τον συντονισμό και τον έλεγχο των περιφερειακών οργάνων, ως νόμος ορίζει}

 

με το δε άρθρο 102 ότι:

 

{1. Η διοίκησις των τοπικών υποθέσεων ανήκει εις τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, των οποίων την πρώτην βαθμίδα αποτελούν οι δήμοι και οι κοινότητες. Οι λοιπές βαθμίδες ορίζονται δια νόμου.}

 

Τέλος, με την παράγραφο 3 του άρθρου 118 του Συντάγματος ορίζεται ότι:

 

{Μέχρις εκδόσεως του κατ' άρθρου 101 παράγραφος 3 νόμου εξακολουθούν εφαρμοζόμενες οι περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών ισχύουσες διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές, δύνανται να τροποποιούνται δια μεταφοράς ειδικών αρμοδιοτήτων εκ των κεντρικών εις τις περιφερειακές υπηρεσίες.}

 

Με τις διατάξεις αυτές, αντιδιαστέλλονται οι αρμοδιότητες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες αφορούν στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, εκείνων των αποκεντρωμένων (περιφερειακών) κρατικών υπηρεσιών. Περαιτέρω, η κατανομή αυτή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κεντρικών και των περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών έχει παγιοποιηθεί με τις διατάξεις που ήδη υφίσταντο κατά, την έναρξη ισχύος του Συντάγματος και αποσκοπούσαν στην περαιτέρω ενίσχυση του αποκεντρωτικού συστήματος. Προβλέπεται δε ρητώς ότι οποιαδήποτε τροποποίησή της είναι θεμιτή μόνο αν ειδικές αρμοδιότητες που ανήκουν σε κεντρική υπηρεσία μεταφερθούν, με νόμο ή κατ' εξουσιοδότησή του, σε περιφερειακές υπηρεσίες. Αρμοδιότητες, επομένως, οι οποίες είτε κατά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος ανήκαν σε περιφερειακές υπηρεσίες, είτε μετά την έναρξη ισχύος του μεταβιβάστηκαν σε αυτές με νόμο ή κατ' εξουσιοδότησή του, δεν επιτρέπεται να επαναφέρονται σε κεντρικές υπηρεσίες, έστω και για το λόγο ότι καταργήθηκαν οι αντίστοιχες οργανικές μονάδες, δεδομένου ότι και στην τελευταία αυτή περίπτωση οι διατηρούμενες πάντως αρμοδιότητες πρέπει να ανατεθούν σε άλλα περιφερειακά όργανα (παράβαλε ΣτΕ 1974/1991, Πρακτικό Επεξεργασίας 610/1977, 519/1992, 524/1992).

 

10. Επειδή από τις υπέρ του Υπουργού των Οικονομικών αρμοδιότητες που προβλέπονται με τις αναφερόμενες στην έκτη σκέψη διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, και οι οποίες δεν συνιστούν τοπική υπόθεση (ΣτΕ 3530/1983), η αναφερόμενη στη δημιουργία παραλίας μεταβιβάστηκε στους νομάρχες, που ήταν τότε περιφερειακά κρατικά όργανα, με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 71/1984 (ΦΕΚ 22/Α/1984). Οι δε λοιπές αρμοδιότητες μεταβιβάστηκαν σε αυτούς δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 1 του νόμου 2026/1992 (ΦΕΚ 43/Α/1992), που ορίζει ότι:

 

{Με προεδρικά διατάγματα ... καθορίζονται για τα υπουργεία (α) ... (β) Οικονομικών ... οι κατά τις ισχύουσες διατάξεις αρμοδιότητες οι οποίες διατηρούνται: α) από τους οικείους Υπουργούς ... Η άσκηση των λοιπών αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, ανήκει αποκλειστικά στους νομάρχες}

 

εφ' όσον δεν περιελήφθησαν στο κατ' επίκλησή της εκδοθέν προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 97/1993 Καθορισμός αρμοδιοτήτων που διατηρούνται από τον Υπουργό Οικονομικών ... (ΦΕΚ 43/Α/1993).

 

Επακολούθησε ο νόμος 2218/1994 (ΦΕΚ 90/Α/1994). Με το άρθρο 1 αυτού συνεστήθησαν, ως δεύτερη βαθμίδα οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, ενώ με το άρθρο 3 ορίστηκε ότι:

 

{Στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις περιέρχονται όλες οι αρμοδιότητες των νομαρχών και των νομαρχιακών υπηρεσιών, με εξαίρεση τις αρμοδιότητες σε θέματα δημόσιας περιουσίας και τις αρμοδιότητες: α. Των Υπουργείων ... Οικονομικών ...} (παράγραφος 1).

 

Με το άρθρο 39 του αυτού νόμου ορίστηκε ότι:

 

{Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δημόσιες πολιτικές υπηρεσίες που συγκροτούν τη νομαρχία ... καταργούνται αυτοδικαίως με την έναρξη λειτουργίας της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης εκτός από: α. ... β. Τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών ...} (παράγραφος 2)

 

και με το άρθρο 52 ότι:

 

{Οι αρμοδιότητες των υπουργών σε θέματα των υπηρεσιών, που σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 εξαιρούνται από την κατάργηση, οι οποίες ανήκαν ή είχαν μεταβιβαστεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος στους νομάρχες, ανήκουν στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας και θεωρούνται ότι έχουν μεταβιβαστεί αυτοδικαίως στα αρμόδια όργανα των υπηρεσιών αυτών. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών μπορεί να αναλαμβάνεται από το γενικό γραμματέα της περιφέρειας} (παράγραφος 6), δηλαδή από περιφερειακό κρατικό όργανο κατά τη ρητή διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του νόμου [Ν] 1622/1986 (ΦΕΚ 92/Α/1986). Η ανωτέρω παράγραφος 6 του άρθρου 52 του νόμου 2218/1994 αντικαταστάθηκε αρχικώς με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του νόμου 2240/1994 (ΦΕΚ 153/Α/1994), η οποία προέβλεψε ότι οι ανωτέρω αρμοδιότητες ανήκουν όχι στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας αλλά στο προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 4 περιφερειακό κρατικό όργανο υπό την ονομασία περιφερειακός διευθυντής πλην θεωρούνται ότι έχουν μεταβιβασθεί αυτοδικαίως στα αρμόδια όργανα των υπηρεσιών αυτών, πλην εκείνων των οποίων την άσκηση αναλαμβάνει ο ίδιος με απόφασή του.

 

Εν συνεχεία δε αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5)α του άρθρου 19 του νόμου [Ν] 2344/1995 (ΦΕΚ 212/Α/1995) ως εξής:

 

{Οι αρμοδιότητες των υπουργών σε θέματα των υπηρεσιών, που σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του νόμου 2218/1994 ... εξαιρούνται από την κατάργηση, οι οποίες ανήκαν ή είχαν μεταβιβαστεί μέχρι την έναρξη λειτουργίας των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων στους νομάρχες, ανήκουν στον Περιφερειακό Διευθυντή.}

 

Κατόπιν, με τη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 14 του νόμου 2399/1996 (ΦΕΚ 9/Α/1996) καταργήθηκαν οι θέσεις των περιφερειακών διευθυντών, με τη δε παράγραφο 2 ορίστηκαν τα εξής:

 

{2. Οι αρμοδιότητες του περιφερειακού διευθυντή περιέχονται στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Μέχρι τη δημοσίευση του οργανισμού της περιφέρειας ως ενιαίος οργανικής μονάδας οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται από τον ορισθέντα προϊστάμενο ως αναπληρωτή του περιφερειακού διευθυντή πριν από την κατάργηση της θέσης. Στις περιπτώσεις που δεν είχε ορισθεί αναπληρωτής του περιφερειακού διευθυντή ή όταν ο ορισθείς απουσιάζει ή κωλύεται ή εκλείψει, οι αρμοδιότητες του περιφερειακού διευθυντή ασκούνται από προϊστάμενο υπηρεσίας της περιφερειακής διοίκησης του νομού ή της νομαρχίας που ορίζεται από το Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας.}

 

Τέλος, με το νόμο 2503/1997 (ΦΕΚ 107/Α/1997), ορίστηκαν τα εξής: Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 ότι σε καθεμιά από τις περιφέρειες στις οποίες έχει διαιρεθεί η χώρα κατά το άρθρο 61 του νόμου [Ν] 1622/1986 συνιστάται ως ενιαία αποκεντρωμένη μονάδα διοικήσεως του Κράτους η περιφέρεια, η οποία, πλην άλλων, έχει τις αρμοδιότητες που ανήκουν στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας. Με την παράγραφο 2 ότι στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας, ο οποίος είναι εκπρόσωπος της κυβερνήσεως και υπεύθυνος για την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής για τα θέματα που αφορούν στην περιφέρεια, ανήκουν αποκλειστικά οι αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί ή μεταβιβασθεί στις υπηρεσίες της Περιφέρειας καθώς και κάθε άλλη αρμοδιότητα που του παρέχει ο νόμος ή ανατίθεται σε αυτόν βάσει νόμου. Και, τέλος, με την παράγραφο 6 ότι οι περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών δεν καταργούνται αλλά εξακολουθούν να αποτελούν υπηρεσίες του, οι οποίες μπορεί να υπαχθούν στην περιφέρεια με προεδρικό διάταγμα.

 

11. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπονται με τις αναφερόμενες στην έκτη σκέψη διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 μεταβιβάστηκαν αρχικώς στους νομάρχες, οι οποίοι ήταν τότε περιφερειακά κρατικά όργανα και, συνεπώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ένατη σκέψη, δεν ήταν επιτρεπτό κατά το Σύνταγμα να επανέλθουν σε αυτόν. Αντιθέτως, μετά την κατάργηση των νομαρχών ως κρατικών περιφερειακών οργάνων, οι αρμοδιότητες αυτές, εφ' όσον δεν αφορούσαν σε διοίκηση τοπικών υποθέσεων, μεταφέρθηκαν συμφώνως προς τις αναφερόμενες στην ένατη σκέψη συνταγματικές διατάξεις σε άλλα κρατικά περιφερειακά όργανα και, ειδικότερα, αρχικώς στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας, εν συνεχεία στους περιφερειακούς διευθυντές και, μετά την κατάργησή τους και πάλι στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας. Οι δε ήδη καταργηθείσες ρυθμίσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 52 του νόμου 2218/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του νόμου 2240/1994, καθ' όσον με αυτές προβλεπόταν αυτοδίκαια μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων των ανηκουσών στο Γενικό Γραμματέα και, εν συνεχεία, στους περιφερειακούς διευθυντές, στις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, δηλαδή σε κεντρικά κρατικά όργανα, ήσαν αρχήθεν ανίσχυρες.

 

12. Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφεται εντολή του Υπουργού Οικονομικών από το Γενικό Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων, στην ένατη δε παράγραφο του προοιμίου της γίνεται επίκληση της 1087903/1481/0006Β/1997 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 779/Β/1997). Με το άρθρο 3 παράγραφος Γ της τελευταίας αυτής αποφάσεως μεταβιβάζεται στον ανωτέρω Γενικό Διευθυντή, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων, και ι)γ) η απόφαση για την επικύρωση της έκθεσης μετά του διαγράμματος της Επιτροπής καθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας. Κατά τα αναφερόμενα όμως στην ενδέκατη σκέψη, η αρμοδιότητα αυτή καθώς και η αρμοδιότητα καθορισμού παλαιού αιγιαλού, έχουν περιέλθει στο Γενικό Γραμματέα της περιφέρειας μετά την κατάργηση των νομαρχών ως περιφερειακών κρατικών οργάνων, στα οποία είχαν οι αρμοδιότητες αυτές αρχικώς μεταβιβαστεί, είναι δε εξ άλλου συνταγματικώς ανεπίτρεπτη η επαναφορά τους στον Υπουργό των Οικονομικών. Τούτου έπεται ότι η υπουργική αυτή απόφαση, το κύρος της οποίας, ως κανονιστικής, ελέγχεται παρεμπιπτόντως, είναι κατά τούτο ανίσχυρη και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεμελιώσει ούτε την επίδικη αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, ούτε, περαιτέρω, τη μεταβίβασή της στο Γενικό Διευθυντή Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων. Για το λόγο επομένως αυτό, ο οποίος βασίμως εμμέσως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την αίτηση ως προς τον πρώτο, το δεύτερο, τον τρίτο, τον πέμπτο και τον έκτο από τους αιτούντες.

 

Ακυρώνει την 1113494/8513/Β0010/1998 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 872/Δ/1998).

 

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τον τέταρτο των αιτούντων.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο και τον παρεμβαίνοντα ισομέτρως την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, η οποία ανέρχεται σε 28.000 δραχμές.

 

Επιβάλλει στον τέταρτο των αιτούντων την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε 14.000 δραχμές και του παρεμβαίνοντος, η οποία ανέρχεται σε 19.600 δραχμές.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11-10-1999 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29-03-2000.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.