Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3033/89

ΣτΕ 3033/1989


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3033/1989

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Επειδή για την υπό κρίση αίτηση ζητείται να ακυρωθεί η 3432/23-11-1988 (και όχι η 3422/1988, όπως εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στα δικόγραφα της αιτήσεως ακυρώσεως και προσθέτων λόγων) οικοδομική άδεια, η οποία έχει εκδοθεί από τη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής (Υπηρεσία Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής). Με αυτήν επετράπη στον Ανδρέα Κορασίδη να ανεγείρει διώροφη οικοδομή σε οικόπεδο που ευρίσκεται στην συμβολή των οδών Καραϊσκάκη και Μεγάλου Αλεξάνδρου (οικοδομικό τετράγωνο 87, Φιλοθέη Αττικής) και σε επαφή εν μέρει με το κοινό όριο του οικοπέδου αυτού και ομόρου οικοπέδου το οποίο φέρεται ότι ανήκει στον αιτούντα και επί του οποίου δεν έχει ακόμα ανεγερθεί οικοδομή.

 

Επειδή με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει στην παρούσα δίκη υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης αδείας η οποία του έχει χορηγηθεί, ο Ανδρέας Κορασίδης.

 

Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτών έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως σε χρόνο απώτερο των εξήντα ημερών από την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεώς του. Συνεπώς εκπρόθεσμα αυτή ασκείται και οι αντίθετοι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος είναι απορριπτέοι.

 

Επειδή το άρθρο 9 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985) υπό τον τίτλο Τρόπος δόμησης - θέση του κτιρίου ορίζει στην παράγραφο 1 ότι:

 

{Το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0.10 x Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης ή ο μέγιστο επιτρεπόμενο σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός).}

 

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι κανόνας είναι η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο όταν το όμορο οικόπεδο είναι ακάλυπτο. Η αρχή δε αυτή της ελεύθερης τοποθετήσεως, που έχει την έννοια της ανοικοδομήσεως και σε επαφή με τα πλάγια και οπίσθια όρια του οικοπέδου δεν προσκρούει στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος σε περιοχές που ίσχυε προηγουμένως το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα και το όμορο οικόπεδο είναι ακάλυπτο (Ολομέλεια 1159/1989). Επομένως ο προσβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι και στην περίπτωση αυτή, όπως είναι η προκειμένη, δεδομένου ότι στην περιοχή όπου ευρίσκονται τα οικόπεδα που φέρονται ότι ανήκουν στον αιτούντα και στον παρεμβαίνοντα ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως (από 29-07-1978 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 398/Δ/1978)), από δε τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, ότι ο αιτών ομολογεί ότι το οικόπεδό του είναι ακόμα ακάλυπτο, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αντίκειται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

Επειδή η προαναφερομένη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που όπως ελέχθη, δεν αντίκειται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος υπό τα ανωτέρω δεδομένα, βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και πάντως δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ ομόρων οικοπέδων που δεν έχουν οικοδομηθεί κατά την έναρξη της ισχύος της. Ειδικότερα δε η ελευθερία τοποθετήσεως του κτιρίου που θεσπίζει δεν επηρεάζεται από τον χρόνο της ανεγέρσεώς του. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, από την κατ' εφαρμογή της διατάξεως αυτής τοποθέτηση της οικοδομής εν μέρει σε επαφή με το κοινό όριο του οικοπέδου στο οποίο ανεγείρεται και του οικοπέδου του αιτούντος δεν επηρεάζεται η ευχέρεια που παρέχεται από την ίδια διάταξη για την τοποθέτηση οικοδομής που τυχόν θα ανεγείρει στο μέλλον ο αιτών μέσα στο οικόπεδό του, αφού δεν θα εμποδίζεται να την τοποθετήσει ακόμα και σε επαφή με την ήδη ανεγειρόμενη οικοδομή ή σε οποιαδήποτε άλλη, σε σχέση με την οικοδομή αυτή, θέση. Κατά συνέπεια είναι απορριπτέος αβάσιμος και ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η διάταξη αυτή δημιουργεί, κατά παράβαση των άρθρων 4 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, άνιση μεταχείριση του οικοπεδούχου που οικοδομεί πρώτος και σε βάρος εκείνου που έπεται (2155/1988).

 

Επειδή το άρθρο 17 του Συντάγματος δεν εμποδίζει το νομοθέτη να θεσπίσει με αντικειμενικά κριτήρια και για την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος περιορισμούς στο περιεχόμενο του δικαιώματος της κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν εξαφανίζεται η ιδιοκτησία ή δεν καθίσταται αδρανής σε σχέση με τον προορισμό της. Τέτοιου είδους ανεκτούς από την άποψη αυτή περιορισμούς θεσπίζουν κατ' αρχήν οι παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Πέρα απ' αυτό, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν επιβάλλει την προστασία ή τη διατήρηση της αγοραίας αξίας των ακινήτων. Και υπό την εκδοχή επομένως ότι η τοποθέτηση της ανεγειρόμενης με την προσβαλλόμενη άδεια οικοδομής εν μέρει σε επαφή με το όριο του οικοπέδου του αιτούντος είχε ως συνέπεια τη μείωση της αγοραίας αξίας του τελευταίου, η πιο πάνω διάταξη, βάσει της οποίας εκδόθηκε η άδεια, δεν προσκρούει, από την άποψη αυτή σε καμία συνταγματική διάταξη, απορριπτέος δε ως αβάσιμος είναι ο αντίθετος λόγος ακυρώσεως (2155/1988).

 

Επειδή στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988), ορίζεται ότι:

 

{Κάθε κτίριο ή εγκατάσταση πρέπει α) ως προς τη σχέση και τη σύνθεση των όγκων, τις όψεις και τα εν γένει ορατά τμήματά του να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής, τόσο ως μεμονωμένο κτίριο ή εγκατάσταση όσο και σε σχέση με το οικοδομικό τετράγωνο, β) να εντάσσεται στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, ώστε στα πλαίσια των στόχων της οικιστικής ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβιώσεως. Ο έλεγχος της τήρησης των πιο πάνω προϋποθέσεων ασκείται από την πολεοδομική υπηρεσία με βάση τη μελέτη της άδειας οικοδομής, που συνοδεύεται από αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού στο στάδιο θεώρησης των σχεδίων του προελέγχου αν ζητηθεί ή στο στάδιο της χορήγησης της άδειας οικοδομής. Στις κατηγορίες κτιρίων ή εγκαταστάσεων που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ο έλεγχος ασκείται από την Επιτροπή Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου. Τυχόν ενστάσεις, από τον αιτούντα την έκδοση της άδειας οικοδομής κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας, κρίνονται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από τις αντίστοιχες Επιτροπές Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ...}

 

στην δε παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι:

 

{Οι Επιτροπές Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, μετονομάζονται σε Επιτροπές Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΠΑΕ). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων μπορεί να συνιστώνται πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες Επιτροπές Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και να καταργούνται ή να συγχωνεύονται οι υπάρχουσες. Με όμοια απόφαση καθορίζονται... ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας των Επιτροπών Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου... οι αρμοδιότητές τους και ειδικότερα οι κατηγορίες κτιρίων και εγκαταστάσεων, στα οποία ασκούν τον έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, η διαδικασία και κάθε σχετική λεπτομέρεια.}

 

Κατ' επίκληση δε της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η 31252/1530/1987 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών και Περιβάλλοντος - Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 482/Δ/1987), η οποία ορίζει στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 ότι η δευτεροβάθμια Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ασκεί έλεγχο, μεταξύ άλλων:

 

{α) ...

β) Για κατασκευές που παραπέμπονται από τις πρωτοβάθμιες Επιτροπές Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου εάν θεωρηθούν μείζονος ή υπερτοπικής σημασίας

γ) Για περιπτώσεις ένστασης κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ...}

 

και στο άρθρο 3 περίπτωση ε) εδάφιο τέταρτο ότι η απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου είναι οριστική.

 

Εξάλλου το ίδιο άρθρο ορίζει στη μεν περίπτωση στ) ότι:

 

{Η τυχόν απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου πρέπει να αιτιολογείται με σαφήνεια. Η αιτιολογία καταχωρείται στο σχετικό πρακτικό συνεδρίασης}

 

στην δε περίπτωση η) ότι:

 

{Οι μελέτες ελέγχονται από τις Επιτροπές Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου με βάση την αρχιτεκτονική άποψη που επέλεξε ο μελετητής και ο έλεγχος αφορά τη σωστή και ολοκληρωμένη έκφρασή της.}

 

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εξωτερική εμφάνιση οποιουδήποτε κτιρίου πρέπει να είναι καλαίσθητη καθ' αυτή και να εναρμονίζεται προς την αισθητική που επικρατεί στο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο ανεγείρεται επί πλέον δε πρέπει το κτίριο να είναι εναρμονισμένο και προς το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής στην οποία ευρίσκεται, δηλαδή και προς το πέραν του οικοδομικού του τετραγώνου, φυσικό και οικιστικό περιβάλλον, υπό την έννοια ότι με την ανέγερσή του δεν θα θίγονται, αλλά θα βελτιώνονται κατά το δυνατόν ή πάντως θα διατηρούνται οι υφιστάμενοι όροι διαβιώσεως. Για τον σκοπό αυτό επιβάλλεται η υποβολή αιτιολογημένης εκθέσεως του μελετητή μηχανικού, η οποία θα πρέπει να περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία όσον αφορά την αισθητική εμφάνιση του κτιρίου και την εναρμόνιση αυτού προς το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον ώστε βάσει αυτών οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ελέγχουν κατά πόσο το υπό ανέγερση κτίριο πληροί τις ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις προκειμένου να χορηγηθεί η σχετική οικοδομική άδεια. Υφισταμένης τέτοιας εκθέσεως δεν απαιτείται κατ' αρχήν αιτιολογία της σχετικής κρίσεως της διοικήσεως εφ' όσον με αυτή διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούται, χορηγούμενης της σχετικής αδείας στην αντίθετη όμως περίπτωση, εάν δηλαδή η σχετική κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου είναι ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες αυτές προϋποθέσεις και συνεπώς ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί η σχετική άδεια, απαιτείται η κρίση αυτή να είναι σαφώς και λεπτομερώς αιτιολογημένη, να περιέχει δηλαδή αναλυτικώς τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους δεν γίνεται δεκτή η αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού. Κατ' εξαίρεση, απαιτείται αιτιολογία της σχετικής κρίσεως της διοικήσεως και στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας μόνον όταν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι πρόκειται για κτίριο που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας φέρεται είτε ότι δεν είναι καλαίσθητα είτε ότι δεν εναρμονίζεται προς την αισθητική που επικρατεί στο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο ανεγείρεται ή προς το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής στην οποία ευρίσκεται.

 

Επειδή εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου της Διευθύνσεως Οικισμού Αθηνών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων με το 63/1/16-11-1988 πρακτικό της ενέκρινε την αιτιολογημένη έκθεση του μελετητή μηχανικού του υπό ανέγερση κτιρίου, στην οποία περιέχονται τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη στοιχεία όσον αφορά τη σχέση του κτιρίου αυτού με το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον. Η έγκριση δε αυτή δεν έχρηζε αιτιολογίας κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται με το δικόγραφο προσθέτων λόγων και κατά τον οποίο η αιτιολογία αυτή ελλείπει είναι απορριπτέος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη εκδοχή, εξάλλου δε δεν υποστηρίζεται ότι συνέτρεχε η σύμφωνα με τα παραπάνω εξαιρετική περίπτωση αιτιολογήσεως.

 

Επειδή επομένως πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.