Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 880/10

ΣτΕ 880/2010


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 880/2010

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 21-10-2009, με την εξής σύνθεση: Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Όλγα Παπαδοπούλου, Χρήστος Λιάκουρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 07-09-2005 αίτηση:

 

των: 1) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Κεντρικού Λιμενάρχη Χανίων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Παντελή Παπαδάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

κατά της __________, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτρη Ποντικάκη (Αριθμός Μητρώου 31 Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 111/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Όλγας Παπαδοπούλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, που ασκείται κατά νόμον ατελώς, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της υπ' αριθμόν 111/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της υπ' αριθμόν 60/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητου κατά της υπ' αριθμόν 14/1999 πράξεως του Κεντρικού Λιμενάρχη Χανίων, περί επιβολής εις βάρος της προστίμου, ύψους 2.500.000 δραχμών, για παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παράγραφος 23 του νόμου 2242/1994.

 

2. Επειδή, η παράγραφος 2 του άρθρου 24 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αναγκαστικού νόμου 2344/1940 (ΦΕΚ 154/Α/1940), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του αναγκαστικού νόμου 263/1968 (ΦΕΚ 12/Α/1968) ορίζει ότι:

 

{Ο άνευ αδείας ή καθ' υπέρβαση ταύτης ή και ο δυνάμει αδείας, κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος νόμου εκδιδομένης, που επιφέρει επί του αιγιαλού ή της παραλίας ή λοιπών χώρων οιανδήποτε μεταβολή δια κατασκευής ή τροποποιήσεως ή καταστροφής των έργων ή του εδάφους δια λήψεως χώματος, λίθων ή άμμου ή άλλως πως, αδιάφορο αν εκ τούτου επήλθε ή μη ζημία εις την παραλία, αιγιαλό ή λοιπούς χώρους, τιμωρείται, διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως, δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών ... και δια χρηματικής ποινής τουλάχιστον 100.000 δραχμών.}

 

Η δε παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του νομοθετικού διατάγματος 393/1974 (ΦΕΚ 110/Α/1974), ορίζει ότι:

 

{Τα άνευ αδείας ανεγερθέντα, ανεξαρτήτως χρόνου ανεγέρσεως, ή ανεγερθησόμενα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα επί του αιγιαλού ή παραλίας κατεδαφίζονται, ανεξαρτήτως εάν ταύτα κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται.}

 

Εξ άλλου η παράγραφος 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994 (ΦΕΚ 162/Α/1994), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβληθείσης με την προσφυγή της αναιρεσίβλητου πράξεως, ήτοι προ της τροποποιήσεώς της με την παράγραφο 4 του άρθρου 27 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000), ορίζει ότι:

 

{Στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 ... ανεξαρτήτως των συντρεχουσών ποινικών ευθυνών, επιβάλλεται από την οικεία Λιμενική Αρχή πρόστιμο ύψους τουλάχιστον 500.000 δραχμών και μέχρι 10.000.000 δραχμές κατά τη διαδικασία του άρθρου 157 του νομοθετικού διατάγματος 187/1973. Σε σοβαρές περιπτώσεις παράνομων προσχώσεων και αλλοιώσεων του αιγιαλού και της παραλίας ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι 100.000.000 δραχμών, ύστερα από πρόταση της οικείας Λιμενικής Αρχής. Σε περιπτώσεις που εκ των παράνομων προσχώσεων προκαλείται ευρείας εκτάσεως οικολογική καταστροφή ... το παραπάνω πρόστιμο δύναται να ανέλθει μέχρι του ποσού των 200.000.000 δραχμών ... Η αποκατάσταση της γενόμενης μεταβολής του φυσικού περιβάλλοντος υπό του υπαιτίου και οπωσδήποτε προ της επιβολής του προστίμου συνιστά ελαφρυντική περίπτωση ... Ο υπαίτιος αλλοιώσεως του αιγιαλού και της παραλίας, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούται σε άμεση αποκατάσταση αυτών στην προτέρα κατάσταση. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως, στην αποκατάσταση προβαίνει η αρμόδια υπηρεσία ... και η σχετική δαπάνη καταλογίζεται σε βάρος του υπόχρεου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος στην προτέρα κατάσταση, καθώς και ο τρόπος καταλογισμού της σχετικής δαπάνης σε βάρος του υπόχρεου, στην περίπτωση που η αποκατάσταση γίνεται από την αρμόδια υπηρεσία.}

 

3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η διοικητική ποινή του προστίμου, που επιβάλλεται, βάσει της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994, στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, αποσκοπεί στη συμμόρφωση των διοικούμενων προς τις διατάξεις περί αιγιαλού και παραλίας. Ενόψει δε του προδήλου δημοσίου σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο σχετικός διοικητικός έλεγχος, οι διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως επιβολής του προστίμου είναι διοικητικές διαφορές. Περαιτέρω, κατά την έννοια των αυτών διατάξεων, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (νομοθετικό διάταγμα 187/1973 (ΦΕΚ 261/Α/1973)), κατά την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών το δικαστήριο είναι αρμόδιο, κατά την ουσιαστική του κρίση, να διαπιστώσει τη διάπραξη ή μη της επίδικης παραβάσεως και το είδος και τις συνθήκες τελέσεώς της και να κρίνει για το ύψος του επιβλητέου προστίμου. Οι διαφορές, συνεπώς, αυτές συνιστούν ουσιαστικές διοικητικές διαφορές, η εκδίκαση των οποίων ανήκε προσωρινά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 157 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 187/1973), ήδη δε, μετά την ισχύ του νόμου [Ν] 1406/1983 (ΦΕΚ 182/Α/1983), ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Συνεπώς, η κρινόμενη διαφορά αρμοδίως εκδικάσθηκε ως διαφορά ουσίας από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, πρωτοδίκως και κατ' έφεση (βλέπε ΣτΕ 3626/2004).

 

4. Επειδή, περαιτέρω, από τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 24 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 συνάγεται ότι αυθαίρετα κτίσματα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόμενα εν μέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς, ενώ υποχρεωτικώς αίρονται και οι οποιασδήποτε άλλης μορφής αυθαίρετες επεμβάσεις. Οι διατάξεις αυτές, ειδικές σε σχέση με τις γενικές διατάξεις περί αυθαιρέτων κατασκευών, αποσκοπούν στην άμεση και αποτελεσματική προστασία του αιγιαλού, της παραλίας και του θαλασσίου χώρου και επιβάλλουν την αποκατάσταση της μορφής τους, η οποία έχει αλλοιωθεί με την χωρίς άδεια ανέγερση πάσης φύσεως τεχνικού έργου, κτίσματος ή κατασκευάσματος ή με άλλης μορφής αυθαίρετη επέμβαση. Δεν επηρεάζουν δε τη νομιμότητα του εκδιδόμενου, δυνάμει των διατάξεων αυτών, πρωτοκόλλου κατεδαφίσεως, άρσεως ή απομακρύνσεως των αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων εν γένει, ούτε ο χρόνος κατασκευής των αυθαιρέτων κτισμάτων ή λοιπών εγκαταστάσεων και συντελέσεως των αυθαίρετων επεμβάσεων ούτε ο μόνιμος ή μη χαρακτήρας τους ούτε, τέλος, το στοιχείο της υπαιτιότητας του κατασκευαστή (βλέπε ΣτΕ 826/2009, 1931/2008 κ.ά.). Η επιβολή, όμως, από την οικεία λιμενική αρχή της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου στους παραβάτες του άρθρου 24 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994, επιτρέπεται, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, για παραβάσεις του άρθρου 24 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940 συντελεσθείσες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 2242/1994, ο οποίος δημοσιευθείς στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 03-10-1994 άρχισε να ισχύει, δυνάμει του άρθρου 8 αυτού, από την ημερομηνία εκείνη, όχι δε για παραβάσεις συντελεσθείσες σε προγενέστερο χρόνο (βλέπε ΣτΕ 3626/2004), καθόσον το ανωτέρω πρόστιμο δεν χαρακτηρίζεται ούτε οργανώνεται από το νόμο, ιδίως εν σχέσει προς τον τρόπο επιμετρήσεώς του, ως διοικητική κύρωση για διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, οποτεδήποτε συντελεσθεισών εντός αιγιαλού ή παραλίας, ως κύρωση, δηλαδή, που επιβάλλεται για την μη κατεδάφιση, άρση ή απομάκρυνση των αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου συντελέσεώς τους. Εξ άλλου, με την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994, δεν προβλέπεται επιβολή προστίμου για την χρήση, απλώς, αυθαίρετων κατασκευών.

 

5. Επειδή, εν προκειμένω, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται τα ακόλουθα: Κατόπιν αυτοψίας, διενεργηθείσης από την υπάλληλο της Κτηματικής Υπηρεσίας Χανίων Ελευθερία Ζωγράφου, συνετάγη η από 08-04-1998 τεχνική έκθεση της εν λόγω υπαλλήλου. Από την έκθεση αυτή, σε συνδυασμό με την από 10-09-1998 έκθεση για βεβαίωση παραβάσεως του σημαιοφόρου του Λιμενικού Σώματος Μιχάλη Βαρδάκη, προκύπτουν τα εξής:

 

Κατά την αυτοψία της ως άνω υπαλλήλου, διαπιστώθηκε ότι στην παραθαλάσσια περιοχή Βραχάκια του Κάτω Γαλατά του Δήμου Νέας Κυδωνίας, στην οποία οι οριογραμμές του αιγιαλού έχουν καθορισθεί με την υπ' αριθμόν 13241/1974 απόφαση του Νομάρχη Χανίων (ΦΕΚ 235/Δ/1974), επί ακινήτου εμβαδού 142,00 m2, εντός του αιγιαλού, υφίσταται μονώροφο κτίσμα, μέτριας κατασκευής, με στέγη από κεραμίδια, εμβαδού 50,00 m2, που χρησιμοποιείται από την ήδη αναιρεσίβλητο για θερινή διαμονή. Βορείως και δυτικά του κτίσματος υπάρχει περιβάλλων χώρος, εμβαδού 92,00 m2, με περίφραξη σε επαφή με τη θάλασσα, χρησιμοποιούμενος ως αυλή.

 

Με βάση της διαπιστώσεις αυτές, με την 3117/65/1998 πράξη του Κεντρικού Λιμενάρχη Χανίων η αναιρεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία, για παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940. Η εν λόγω, με το σχετικό απολογητικό της υπόμνημα, ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, στο οποίο υπάρχει παλαιά οικία, ηλικίας άνω των 150 ετών, το απέκτησε εκ κληρονομίας από τον πατέρα της, στις 20-12-1970. Ο Κεντρικός Λιμενάρχης Χανίων, με την υπ' αριθμόν 14/1999 πράξη του, επέβαλε στην αναιρεσίβλητο πρόστιμο, ύψους 2.500.000 δραχμών, για παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 23 του νόμου 2242/1994, την πράξη δε αυτή προσέβαλε η αναιρεσίβλητος, με προσφυγή ενώπιον του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου, ισχυριζόμενη ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος 23 του νόμου 2242/1994. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, συνεκτιμώντας τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε τα προσκομισθέντα, υπ' αριθμόν 4227/1984 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και υπ' αριθμούς 888/1978, 3350/1982 και 586/1998 πρωτόκολλα επιβολής αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση του αιγιαλού, έκρινε ότι η επίδικη, εντός του χώρου του αιγιαλού, κατασκευή υφίστατο προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου 2242/1994.

 

Περαιτέρω, έκρινε ότι η προσβληθείσα ενώπιόν του πράξη επιβολής προστίμου ήταν παράνομη, καθόσον δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 23 του νόμου αυτού, δεν δύναται να επιβάλλεται πρόστιμο για κτίσματα ανεγερθέντα προ της ενάρξεως ισχύος του. Έφεση του Δημοσίου κατά της ανωτέρω πρωτόδικης αποφάσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε, εν πρώτοις, ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παράγραφος 23 του νόμου 2242/1994 δεν επιβάλλεται για παραβάσεις τελεσθείσες προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού. Περαιτέρω, κατ' εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητος κληρονόμησε το επίδικο ακίνητο, ως έχει, από τον πατέρα της το έτος 1970 και δεν προέβη η ίδια σε καμία πράξη αλλοιώσεως του αιγιαλού, αλλά χρησιμοποιούσε το υφιστάμενο ήδη κτίσμα και τον αύλειο χώρο του, όπως είχαν διαμορφωθεί από τον πατέρα της και τους προκατόχους του. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, καθώς και την ίδια την προσβληθείσα υπ' αριθμόν 14/1999 πράξη επιβολής προστίμου, με την οποία, όπως εκτίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη, δεν καταλογίζεται στην (αναιρεσίβλητο) οποιαδήποτε πράξη αλλοιώσεως του αιγιαλού (ούτε συντηρήσεως ή βελτιώσεως των επίμαχων χώρων), αλλά μόνο καταπάτηση, συνιστάμενη στη χρήση του επίδικου κτίσματος και του αύλειου χώρου του, η αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε την έφεση του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες κατασκευές έγιναν προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου 2242/1994 και, συνεπώς, δεν δύναται να επιβληθεί διοικητική κύρωση, δυνάμει του νόμου αυτού, ούτε για την ανέγερσή τους ούτε για την απλή χρήση τους.

 

6. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το προβλεπόμενο στην παράγραφο 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994 πρόστιμο επιβάλλεται επί αλλοιώσεως του αιγιαλού ή της παραλίας, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ανεξαρτήτως του χρόνου συντελέσεως της παραβάσεως, εφόσον μετά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού διατηρείται πάντως η αυθαίρετη κατασκευή που επέφερε τη μεταβολή ή αλλοίωση του αιγιαλού ή της παραλίας, και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη, δεχθείσα διαφορετική ερμηνεία της προαναφερθείσης διατάξεως, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Όπως έγινε δεκτό σε προηγούμενη σκέψη, η επιβολή της διοικητικής κυρώσεως του προστίμου στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του αναγκαστικού νόμου 2344/1940, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 23 του άρθρου 3 του νόμου 2242/1994, επιτρέπεται για παραβάσεις συντελεσθείσες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 2242/1994, όχι δε για παραβάσεις αναγόμενες σε προγενέστερο χρόνο, καθόσον το ανωτέρω πρόστιμο δεν αποτελεί κύρωση για την διατήρηση αυθαιρέτων κατασκευών και επεμβάσεων, οποτεδήποτε συντελεσθεισών, ούτε κύρωση για την χρήση, απλώς, αυθαίρετων κατασκευών. Επομένως, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση, στο σύνολό της.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητου, που ανέρχεται σε 460 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 01-12-2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 10-03-2010.

 

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος

Η Γραμματέας

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.